Της Όλγας Στέφου

Έρως, θέρος λένε. Έρως και θέρος. Έτσι λένε.
Η Αθήνα το καλοκαίρι είναι σαν τον πάτο ενός τηγανιού στην φωτιά. Έτσι είχε γράψει κάποιος περιηγητής το 1896. Ακόμα έτσι είναι, συν το τσιμέντο.

Κόλαση

Η Αθήνα το καλοκαίρι είναι κόλαση. Οι παραλίες της γεμίζουν λουόμενους, που κατουράνε. Κι όποιος κατουράει στην θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι. Τα μεσημέρια γεμίζουμε το φαγητό μας με τα κάτουρα των λουόμενων.
Δυσκίνητη γίνεται η Αθήνα το καλοκαίρι. Ζεματάνε οι πλάκες στα πεζοδρόμια, η άσφαλτος αχνίζει. Πώς, άραγε, καταφέραμε κι επιζήσαμε το 2011, να καθόμαστε με τον κώλο στην πλατεία Συντάγματος, να μας ψεκάζουν δακρυγόνα σαν τις κατσαρίδες; Να κολλάει το χημικό πάνω στον ιδρώτα, να καίει το δέρμα.
Όμως, τέλος με τις αναμνήσεις. Η Αθήνα το καλοκαίρι θυμίζει βρωμιά, Βρωμάει, ρε παιδί μου, κάτουρα, ανθρωπίλα, βρωμάει. Κυκλοφορούνε οι Αθηναίοι με πέδιλα στην Ομόνοια, στην Σταδίου και γυρίζουν σπίτια τους με μαυρισμένες πατούσες. Κολλάνε οι παντόφλες στα πέλματα. Βρώμα σκέτη.

Σε σιγανή φωτιά

Η Αθήνα το καλοκαίρι μας σιγομαγειρεύει ανάμεσα στα τσιμέντα, σε σιγανή φωτιά. Στην Κρήτη φτιάχνουν ένα φαγάκι, το λένε καπρικό. Το καπρικό είναι παχιές μερίδες χοιρινού στην γάστρα, που το ψήνεις σε χαμηλή φωτιά και βράζει στο ζουμί του για 6 με 8 ώρες. Μετά, δυναμώνεις την φωτιά για να ροδίσει, το βγάζεις και το τυλίγεις στα λεμονόφυλλα. Έτσι κι εμείς, τα Σαββατοκύριακα ροδοκοκκινίζουμε τις πέτσες μας στις παραλίες, μόνο που αντί για λεμονόφυλλα, έχουμε νεραντζιές
Κι έπειτα, πίσω στο σπίτι ή κάπου έξω. Για κοκτέηλ και γνωριμίες.
Είναι κι οι γνωριμίες μια αφορμή να βγάλουμε τα ρούχα μας, ζέστη φοβερή και στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μας απομένουν μέχρι να τυλιχτούμε κάποιο ξένο κορμί, ναι, αυτά τα δευτερόλεπτα είναι ανακουφιστικά.

Ο έρως, το θέρος

Δεν αντέχεται η Αθήνα το καλοκαίρι, Κατεβαίνεις Πειραιώς, Συγγρού, Βουλιαγμένης να πας να δουλέψεις, ζητιανεύεις 21 ελεύθερες ημέρες δροσιάς μακριά από την πόλη, ή την Συγγρού και την Πειραιώς και την Βουλιαγμένης, τι μιζέρια κι ετούτη κι η ανάσα να κοχλάζει βαριά μες στα πνευμόνια κι ήταν εκείνο το καλοκαίρι των δακρυγόνων το μοναδικό που σου έχει απομείνει να θυμάσαι.
Κάπου σα να άξιζε τότε ο κόπος. Αν κοιτάξεις τις καυτές πλάκες με προσοχή, βλέπεις τα αίματα των διαδηλωτών. Άλλα πράγματα σε κάνουν να υποφέρεις τώρα πια.
Περιμένουμε όλοι το φθινόπωρο με τις βροχές του να ξεπλύνει τις πληγές μας.
Λένε πως οι καλοκαιρινοί έρωτες δεν κρατάνε. Ούτε ο έρως, ούτε το θέρος και πώς να κρατήσουν, αν είναι καταδικασμένοι να επιζήσουν μόλις για λίγα λεπτά ή για 21 ημέρες;

Λιώνει τη ζωή

Είναι βαριά η Αθήνα το καλοκαίρι, δεν αντέχει τον Άλλον Άνθρωπο.
Πριν φτιαχτούν τα τσιμέντα της, έμοιαζε με τον πάτο του τηγανιού που καίει. Τώρα, λιώνει τις μορφές των ανθρώπων και των ζώων. Λιώνει την ζωή. Άνθρωποι κοιμούνται στα καυτά πεζοδρόμια με την ελπίδα της βροχής, ζώα περπατούν με την κοιλιά πρησμένη, έτοιμη να σκάσει και την γλώσσα να κρέμεται βαριά, την ανάσα βαριά, την ανάγκη τους βαριά.
Δυσοίωνη η πόλη το καλοκαίρι, πολλαπλασιάζεται η θλίψη, όπως πολλαπλασιάζονται οι κατσαρίδες. Σε κάθε γέννα, βγάζουν 300 μικρά οι κατσαρίδες, ακούγονται ουρλιαχτά να σκίζουν τη νύχτα της Αθήνας. Μήπως κάποιος σηκώθηκε και βρέθηκε απέναντι στο θηρίο ή μήπως κάποιος χάνει την ζωή του; Ποτέ δεν θα είσαι σίγουρος.

Άδεια η πόλη

Και κάποια στιγμή, η πόλη αδειάζει. Μένουμε μόνοι μας οι λίγοι θαρραλέοι της ζέστης ή οι φτωχοί κι απάτριδες, που δεν έχουν σημεία διαφυγής στον χάρτη. Τέτοιες ημέρες μπορείς να ξαπλώσεις στη μέση της Πανεπιστημίου, χωρίς καν να σε κόψει η ρόδα του αυτοκινήτου. Κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα, το σημείο της επιβίωσης των φτωχών απάτριδων από τα αυτοκίνητα ή και την ζέστη, ξεκινά να μετρά ο χρόνος αντίστροφα.
Αντίστροφα μέχρι την βροχή. Μετά έρχεται η ανάσα, η μυρωδιά του βρεγμένου τσιμέντου, το μαύρισμα που φεύγει από το δέρμα, οι ζακέτες κι ο πρώτος απολογισμός του θέρου: Τι κάηκε, τι άντεξε, τι τελείωσε.
Αλήθεια, πότε ήταν εκείνο το φονικό καλοκαίρι του καύσωνα και των νεκρών;
Μοιάζει κάθε καλοκαίρι να είναι σαν το τελευταίο της ζωής μας. Αποπνικτικό, σαν τις περιγραφές του Μάρκες για το Μακόντο. Θλιβερό, γεμάτο σκιές και βουβαμάρα. Ίσως μόνο, να μας κρατά ζωντανούς η ελπίδα της πρώτης βροχής κι η ανάμνηση των δακρυγόνων.
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet