Επιμέλεια: Λιάνα Μαλανδρενιώτη
lianam@otenet.grΟ Ανδρέας Ταρνανάς γράφει για τα τραγούδια της πρώτης κατάληψηςΟ Ανδρέας Ταρνανάς είναι συγγραφέας, μοντέρ, σκηνοθέτης, στιχουργός και τραγουδοποιός. Οι παραστάσεις του με τίτλο «Ράγκα Παράγκα - Τα τραγούδια της πρώτης κατάληψης» ξεκινούν στο θέατρο «Λύχνος», κάθε Δευτέρα και Τρίτη από 19 και 20 Μαΐου. Στο ενδιαφέρον κείμενο –μαρτυρία που ακολουθεί περιγράφει τα γεγονότα και τα πρόσωπα που σηματοδότησαν μουσικά μία εποχή.
Ολο το καλοκαίρι του ’80 πέρασε με διαδηλώσεις και καταλήψεις των πανεπιστημίων καθώς οι φοιτητές αντιστέκονταν στο νόμο 815 που ήθελε να εκσυγχρονίσει τις σπουδές. Στην κατάληψη της Νομικής αντηχεί η φωνή του Σαββόπουλου που μιλά για τον Δεκέμβρη του ’44 μέσα από τις στροφές της Ρεζέρβας, ενώ στις γειτονιές οι εργάτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στην «αλλαγή» που υπόσχεται μια νέα και γρήγορα ανερχόμενη πολιτική παράταξη. Το φθινόπωρο, προστίθεται στο εύφλεκτο κλίμα των ημερών η κατάληψη ενός διώροφου νεοκλασικού στην οδό Βαλτετσίου. Είναι ένα γεγονός που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ενώ έχει διαδοθεί αρκετά στο Παρίσι και στο Βερολίνο, όπου οι κοινοβιακές καταλήψεις ανθούν, με αμφίβολο όμως αποτέλεσμα ως προς την ουσία της δράσης τους καθώς μετατρέπονται σε χώρους φτηνών εκτονώσεων.
Διάφοροι παραδοξολόγοι βγαίνουν κάθε τόσο στο μπαλκόνι και απευθύνουν ακατανόητα διαγγέλματα προς τους περαστικούς, ενώ οι λιγότερο ρητορικοί κάνουμε τις πρακτικές δουλειές στη είσοδο. «Ρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω» λέω σ’ ένα φίλο που αγορεύει πάνω από το κεφάλι μας. «Κάνε πάσα και μια ματιά εδώ χάμω» συμπληρώνει αστραπιαία ο Άσιμος, κάτι που δεν ξέρω αν το είχε ήδη γραμμένο ή το επινόησε εκείνη την ώρα απαντώντας στην παρατήρηση μου σαν τους παλιούς κομφερανσιέ. Στη διάρκεια των επιδιορθώσεων του ερειπωμένου κτιρίου αρχίζει να κυκλοφορεί το σύνθημα «Ράγκα μπαράγκα», που χαρακτηρίζει απόλυτα τη διάθεση όλων που έχουμε ενδυθεί ένα προσωπείο πρόσφυγα πολυτελείας, που αντλήσαμε από τον τίτλο ενός ποιήματος του Εμπειρίκου. Αντίστοιχη έλξη προκαλεί και ο Σκαρίμπας καθώς όλοι είχαμε μελοποιήσει το «Ουλαλούμ», εγώ σε βαλς, καθώς θεωρούσα ότι ταίριαζε στο κλίμα των Αρλεκίνων και των Πιερότων που χρησιμοποιεί συχνά, ύφος που δεν άρεσε στον Άσιμο που πήρε την κιθάρα και το απόδωσε με τον ρετσιτατίβο τρόπο που το έχει στις συλλογές του.
Το σχέδιο της μουσικής αυτάρκειαςΘέλοντας να δώσουμε στην κατάληψη χαρακτήρα προβολής της ανεξάρτητης τέχνης αποφασίζουμε να ηχογραφήσουμε δικά μας τραγούδια, για να παίζονται από τα μεγάφωνα που έχουν στερεωθεί στην πρόσοψη του κτιρίου. Η ηχογράφηση ξεκινά στο υπόγειο του Άσιμου στην οδό Αραχόβης. Μαζευόμαστε διάφοροι. Μουσικοί, ποιητές, ηθοποιοί, θαυματοποιοί, γυρολόγοι, θεολόγοι, αθεϊστές, υπαρξιστές και ανύπαρκτοι. Σε λίγο συνθέτουμε μια αυτοσχέδια όπερα, όπου καθένας παίζει ό,τι ρυθμό μπορεί και λέει ό,τι του κατέβει, η οποία διαρκεί μια ώρα γιατί τόσο χρόνο διέθετε η κασέτα που την γράψαμε. Έργο που δεν το άκουσε ποτέ κάποιος ολόκληρο γιατί σου έφερνε απελπισία από τα πρώτα λεπτά με τη χαοτική του σύσταση και φυσικά δεν διανοηθήκαμε να το παίξουμε στα μεγάφωνα της κατάληψης.
Το σχέδιο της μουσικής αυτάρκειας φάνηκε να ναυαγεί. Την άλλη μέρα, όμως, εισέβαλε η Γώγου κρατώντας ένα μαγνητόφωνο Nagra, που το χρησιμοποιούσαν τότε πολύ στον κινηματογράφο, και μας υποχρέωσε να πούμε ο καθένας τα ολοκληρωμένα τραγούδια του κάνοντας μάλιστα καθοριστικές παρεμβάσεις στους στίχους τους. Τα δικά μου είχαν μελωδία αλλά όχι οργανική συνοδεία καθώς το αρμόνιο μου ήταν δύσκολο να μεταφερθεί. Το ρόλο του συνοδού ανέλαβε ο Παύλος Σιδηρόπουλος, που δεν ξέρω πως είχε βρεθεί εκεί αφού δεν τον γοήτευαν ιδιαίτερα τα Εξάρχεια, πιάνοντας στη στιγμή τα ακόρντα τους με μια ξένη κιθάρα. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Εκείνος ωστόσο με κουβάλησε μαζί του καθώς αρκετά χρόνια αργότερα με πληροφόρησαν ότι έπαιζε συχνά στις ζωντανές εμφανίσεις του το «Μπλουζ στις χορδές των νεύρων» ένα από τα τραγούδια τούτης της παράξενης αλλά σπάνιας καταγραφής.
Ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος;Μια εποχή μακρινή σαν πρωτόγονος μύθος, που ανασυγκροτώ αβέβαια τις εικόνες της, καθώς η ψηφιακή παραίσθηση που μεσολάβησε ύψωσε ένα φράχτη ανάμεσα στο τότε και στο τώρα ώστε να μη μπορείς να βρεις ακόμα και τον ελάχιστο αρμό μεταξύ τους. Ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος; Τα έζησα αυτά ή τα φαντάστηκα; Δύσκολο ν’ απαντήσεις με τον τεχνητό ορθολογισμό που επιβάλει η παρερμηνεία της ενηλικίωσης που τη συνταυτίζει με την παραίτηση από κάθε υποστασιακό σχεδιασμό. Ευτυχώς το ένστικτο αναπτύσσει πότε - πότε μια παράλογη επιμονή προσάρτησης σε ό,τι θεωρεί άχρηστο το κοινό μέτρο. Όλα αλλάζουν εκτός από τις μνήμες και τα συναισθήματα, συνθήκη που δηλώνει την εξέλιξη ως ψευδαίσθηση και την ουσία της ζωής ως ακινησία.
Υπάρχουν ορισμένα πρόσωπα που ενώ δεν πήγαν σε βάθος κάποια πλευρά του πολιτισμού άφησαν έντονα το στίγμα τους με την ιδιόμορφή τους παρουσία. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της κατηγορίας είναι ο Νικόλας Άσιμος, που αποτελούσε για χρόνια το έμβλημα της πλατείας Εξαρχείων και ήταν αδύνατο να μη τον συναντήσεις κάθε φορά που έμπαινες στα όριά της και ακόμα πιο αδύνατο να μην προσέξεις την ισχνή ασκητική φυσιογνωμία του.
Η διασπορά του ανάμεσα σε τόσα ετερόκλητα είδη, όπως το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το παραδοσιακό, το δυτικότροπο, το ροκ, δηλώνει ότι δεν είχε σταθερή μουσική θέση και αφομοίωνε τα περιρρέοντα ακούσματα.
Ο κροκάνθρωποςΤην εμφανή στιχουργική του δυνατότητα ο Άσιμος συχνά την κατανάλωνε σε επίδειξη τεχνικής παραδοξολογίας, σε συνδυασμό με μια έμμονη διάθεση ανατροπής, που δεν προέκυπταν πάντα από την προσωπική του ανάγκη και την παιδεία του αλλά ήταν σχηματικές πράξεις εκτοξευμένες από την οργή για τον κοινωνικό αποκλεισμό του, που την υποδαύλιζε η συνεχής χρήση αλκοόλ, κάνοντας τη συμπεριφορά του ανεξέλεγκτα παρορμητική και συχνά συγκρουόμενη με τις εσωτερικές του τάσεις.
Η δηλωμένη αντίθεση και η περιφρονητική στάση προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κοζάνη και το περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας αναιρούνται ταυτόχρονα από κάποιες ασυναίσθητες ενέργειές του, που επισημαίνουν την κρυμμένη μέσα του έλξη προς τούτες τις αποκηρυγμένες αξίες. Τις ορχήστρες που κατά καιρούς τον πλαισίωναν τις ονόμαζε «φουρφούρια», όρος που χρησιμοποιείται στην Κοζάνη για τη χάρτινη φτερωτή που περιστρέφεται πάνω σ’ ένα ξύλο, ενώ δεν παρέλειπε ποτέ να πει το δημοτικό του τόπου του «Ένα είν’ τ’ αηδόνι κι αυτό το Μαη λαλεί» διανθίζοντάς το βέβαια πάντα με στιχουργικές αυθαιρεσίες της στιγμής. Ο ακατανόητος νεολογισμός «κροκάνθρωπος» που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του «Αναζητώντας κροκανθρώπους» είναι προφανέστατος για όσους τον γνώριζαν, καθώς αποτελεί συμβολισμό του ελεύθερου, δημιουργικού και περιπλανώμενου ανθρώπου, που δεν είναι μουντός σαν εκείνους που συγκροτούν την απρόσωπη μάζα, αλλά λαμπερός σαν να έχει χρωματιστεί από το φυτό κρόκος που ευδοκιμεί μόνο στον τόπο του και αποτελεί ένα παραδοσιακό μέσο ανεξίτηλης βαφής.
Δεν ξέρω αν είναι λίγο ή πολύ αυτό που άφησε πίσω του ο Άσιμος, πάντως είναι κατώτερο των δυνατοτήτων του, αφού έκρυβε μέσα του έναν ποιητή ελκόμενο από τον τραχύ λόγο και την παράξενη ατμόσφαιρα. Ήταν βέβαια πιο έντιμος από πολλούς άλλους της εποχής του, που αφού εξάντλησαν τις επιφάσεις της άρνησης κατένευσαν ύστερα σε κάθε σύμβαση της κοινωνίας. Η εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση του περιώνυμου προοδευτισμού δικαιώνει τη χλεύη και την απόσυρση του Άσιμου από τους χώρους που εκδηλωνόταν και εξηγεί επίσης την τάση πολλών ανθρώπων με απλή γόνιμη σκέψη να καταφύγουν σε μια αντίληψη ζωής αντίστοιχη με των αρχαίων κυνικών.
•