Απόσπασμα της ομιλίας του Γιάννη Δραγασάκη στο ΣΕΒ
Βγαίνοντας η Ελλάδα από τα μνημόνια και το ειδικό καθεστώς επιτροπείας, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις του μέλλοντος. Η χώρα ανέκτησε τη στοιχειώδη προϋπόθεση να σχεδιάζει το μέλλον της αυτόνομα και με δική της ευθύνη.
Η νέα ατζέντα
Ορισμένοι, όμως, κηρύσσουν μια στρατηγική λήθης. Η ιστορία γι’ αυτούς αρχίζει το 2015. Θέλουν, ο κόσμος να ξεχάσει και την κρίση και τη χρεοκοπία και όσους ευθύνονται γι’ αυτή. Όμως και να θέλαμε να ξεχάσουμε την κληρονομιά του παρελθόντος, δεν μπορούμε. Διότι είναι εδώ, αιχμαλωτίζει το παρόν και αποτελεί ανάχωμα για το μέλλον.
Αναφέρομαι σε προβλήματα διαχρονικά διαρθρωτικά που τα μνημόνια δεν τα ακούμπησαν, αλλά τα επιδείνωσαν κιόλας. Είναι τα προβλήματα, που μαζί με την κλιματική αλλαγή και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση ορίζουν τη μετά τα μνημόνια ατζέντα.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πάμε πουθενά με τη λήθη και τον εφησυχασμό. Θα κάνουμε την Ελλάδα καλύτερη, δηλαδή χώρα ανθεκτική, με οικονομία βιώσιμη, με κοινωνία αλληλέγγυα και δίκαιη, αν στηριχτούμε σε μια νέα αυτογνωσία που ενσωματώνει μαθήματα του παρελθόντος.
Κατά τη δεκαετία πριν από την κρίση εισέρευσαν στη χώρα, με διάφορες μορφές, 400, και κατ’ άλλους 700, δισ. ευρώ. Όμως αυτοί οι τεράστιοι πόροι αντί να στηρίξουν ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, κατευθύνθηκαν σε τομείς εύκολου και γρήγορου κέρδους. Αναπτύχθηκαν, έτσι, τομείς παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και δραστηριότητες προσοδοθηρικές.
Το αποτέλεσμα ήταν η αποβιομηχάνιση να ενταθεί, η αγροτική οικονομία να περιθωριοποιηθεί, η παραγωγική υποβάθμιση να μεγαλώσει.
Αυτό που ονομάστηκε, λοιπόν, πριν από την κρίση «ανάπτυξη» και μάλιστα ισχυρή, δεν ήταν παρά η παραγωγική υποβάθμιση, η δημογραφική επιδείνωση, οι επίμονες ανισότητες, η στροφή της οικονομίας σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας και δραστηριότητες προσοδοθηρικές, η εξάπλωση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Αυτή ήταν η βαθύτερη αιτία της χρεοκοπίας.
Οι δύο επιλογές
Ο ένας δρόμος είναι αυτός που αναζητά τις δήθεν εύκολες λύσεις και το άμεσο και μέγιστο όφελος, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες, και για τις προοπτικές. Διότι παρουσιάζουν ως μέλλον, το παρελθόν, το μοντέλο της επίπλαστης ευμάρειας με δανεικά, του εύκολου κέρδους και των δήθεν εύκολων λύσεων.
Στην παρούσα συγκυρία ο εύκολος δρόμος συμπυκνώνεται στην υπόσχεση για ανάπτυξη 4%, με «όπλο» τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Όμως σε μια εποχή που τόσο η κλιματική αλλαγή, όσο και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δημιουργούν νέες απαιτήσεις, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον αναχρονισμό που ταύτιζε την ανάπτυξη με την οικονομική μεγέθυνση, ονόμαζε «πρόοδο» την καταστροφή του περιβάλλοντος και επεδίωκε την ανταγωνιστικότητα με συμπίεση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων. Διότι ανάπτυξη στην εποχή μας σημαίνει ποιοτικούς μετασχηματισμούς που καθιστούν την οικονομία και την κοινωνία ανθεκτική και καινοτόμα.
Επιζητά, δηλαδή, ο δρόμος αυτός τη μεγέθυνση της υπάρχουσας δομής, του τρόπου ανάπτυξης που έχει χρεοκοπήσει. Γι’ αυτό οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, όπως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, άλλοτε ανοίγει και άλλοτε κλείνει το μάτι στη φοροδιαφυγή, άλλοτε καταγγέλλει και άλλοτε υπόσχεται προστασία στην επιχειρηματική παραβατικότητα.
Η επιστροφή στις λογικές του παρελθόντος είναι επικίνδυνη, διότι εγκυμονεί το κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού και κοινωνικής αποσύνθεσης.
Παράδειγμα η φορολογία. Βεβαίως υπάρχει θέμα υπερφορολόγησης για όσους πράγματι πληρώνουν φόρους, και πρέπει να γίνουν φοροελαφρύνσεις στοχευμένες.
Αλλά είναι γνωστό πότε και γιατί δημιουργήθηκε το πρόβλημα αυτό. Την περίοδο 2009-2014 αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την περίοδο 2015-2018 το φορολογικό βάρος αυξήθηκε περαιτέρω κατά 1,6 μονάδες.
Ο δικός μας δρόμος
Ο δικός μας δρόμος δεν αναζητά τις δήθεν εύκολες λύσεις, που όμως συσσωρεύουν βάρη στο μέλλον, αλλά τις βιώσιμες λύσεις, τα διατηρήσιμα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και είναι ανηφορικός.
Όμως αν θέλουμε μια ανάπτυξη διατηρήσιμη και βιώσιμη, όπως απαιτούν και οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, πρέπει να επενδύσουμε σε ανθεκτικά «ακριβά» υλικά: στη γνώση, την έρευνα, την καινοτομία, το καθαρό περιβάλλον, την οργανωμένη δόμηση, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη. Όλα αυτά απαιτούν το ριζικό μετασχηματισμό του κράτους. Διότι όλα αυτά απαιτούν ένα κράτος που να στηρίζει τη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, που θα οργανώνει τη συνεργασία δημοσίου, ιδιωτικού και κοινωνικού τομέα, ένα κράτος που θα εμπιστεύεται τους πολίτες και θα κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Και χαίρομαι που αυτή η κυβέρνηση έδωσε τέτοια προτεραιότητα στην έρευνα και μπόρεσε σε συνθήκες κρίσης να αυξήσει τη δαπάνη γι’ αυτήν και να δημιουργήσει απτές δυνατότητες σε νέους ερευνητές και νεοφυείς επιχειρήσεις κερδίζοντας την ευρωπαϊκή αναγνώριση γι’ αυτό.
Η μετάβαση στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης απαιτεί σχέδιο και συγκεκριμένη στρατηγική, στόχους, και πολιτικές που να τους υπηρετούν, ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία, κοινωνικές συμμαχίες, και θεσμούς κοινωνικού διαλόγου.
Ισχυρή αφετηρία
Η Ολιστική Αναπτυξιακή Στρατηγική για το μέλλον που υλοποιούμε ως υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης και ως κυβέρνηση συνολικά αποτελεί μια ισχυρή αφετηρία και μια βάση συνεννόησης και συνεργασίας τόσο με την ελληνική κοινωνία και τους φορείς της όσο και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Στρατηγική διαμορφώθηκε σε αντιστοιχία προς τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Εξειδικεύεται σε 100 περίπου διαρθρωτικές αλλαγές και 40 ποσοτικούς στόχους και δείκτες ελέγχου.
Η δική μας απάντηση στο πρόβλημα της φορολογίας είναι «ναι» σε στοχευμένες αναπτυξιακές και δίκαιες φοροελαφρύνσεις με βάση το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργούμε. Λέμε όμως ένα ισχυρό «όχι» σε κάθε προσπάθεια επιστροφής ή διολίσθησης στο πριν από την κρίση καθεστώς υποφορολόγησης και ασυδοσίας. Η αύξηση του συντελεστή απόσβεσης στο 150%, η μείωση του συντελεστή φορολογίας νομικών προσώπων, η υπερέκπτωση σε δαπάνες έρευνας, τα κίνητρα για ευρεσιτεχνίες κ.α. είναι μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η δική μας απάντηση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας και των επενδύσεων είναι η προώθηση των μεταρρυθμίσεων και η χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων, που βελτιώνουν το επιχειρηματικό και το επενδυτικό περιβάλλον, μειώνουν το διοικητικό κόστος, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
•