Του Γιώργου Αγγελόπουλου*Τον Αύγουστο του 1992 κυκλοφόρησε ένα αφιέρωμα του βρετανικού συντηρητικού πολιτικού περιοδικού Σπεκτέιτορ όπου υποστηριζόταν ότι στη χώρα μας υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες μειονοτικοί «Μακεδόνες, Τούρκοι και Αλβανοί». Οι εικόνες του περιοδικού παρουσίαζαν την Ακρόπολη ως στρατόπεδο συγκέντρωσης. H Ελλάδα αποκαλείτο «ο νέος ταραχοποιός των Βαλκανίων» και προσομοιαζόταν με την εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία. Μόλις τέσσερις μήνες πιο πριν, ο Α. Σαμαράς είχε διατυπώσει τις θέσεις του ως υπουργός Εξωτερικών και η ελληνική διπλωματία ήταν παγκοσμίως απομονωμένη. Το αφιέρωμα του Σπεκτέιτορ δημιούργησε αναστάτωση στην Ελλάδα. Εκτός Ελλάδος δημιούργησε την αίσθηση ότι στις επόμενες εκλογές θα εμφανίζονταν στο ελληνικό κοινοβούλιο δεκάδες βουλευτές ποικίλων «μειονοτικών καταβολών». Η διάψευση εκείνης της υπόθεσης εργασίας είναι σε όλους μας σήμερα κατανοητή. Την ίδια περίοδο, η ελληνική δεξιά επανάφερε το ζήτημα της ύπαρξης Ελλήνων στην τότε Π.Γ.Δ.Μ. Την πρωτοχρονιά του 1992, δημοσιεύεται στην Καθημερινή άρθρο που υποστηρίζει ότι «στην περιοχή των Σκοπίων διαβιούν 250.000 ακραιφνείς Έλληνες». Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε δημιουργηθεί ο «Σύλλογος Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδας - Μοναστηρίου» και ακολούθησε η δημιουργία ορισμένων άλλων πρωτοβουλιών υπέρ της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στην τότε Π.Γ.Δ.Μ.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα διαπιστώσει ότι σε αυτές τις πρωτοβουλίες συμπυκνώνονται οι πολιτικές ταυτοτήτων των εθνικισμών του 19ου και του 20ού αιώνα στα νότια Βαλκάνια, οι περιπέτειες της εθνικής συγκρότησης στην Ελλάδα, στο Βασίλειο των Σέρβων και των Κροατών και στη μετέπειτα Γιουγκοσλαβία, οι περί των Μοναστηριωτών Βλάχων διαμάχες στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία, η μοίρα όσων εγκλωβισμένων στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία Σαρακατσάνων δεν μετοίκησαν στον Εύοσμο στη δεκαετία του 1960, η μοίρα των μαχητών του ΔΣΕ που εξαιρέθηκαν το 1982 της δυνατότητας επιστροφής στην Ελλάδα ως «μη Έλληνες το γένος», η σταδιακά αυξανόμενη επιρροή του δικαιωματικού λόγου, η εμπέδωση της εθνικής ιδεολογίας στη σλαβομακεδονική διασπορά που εντάχθηκε στην αστική τάξη του Καναδά και της Αυστραλίας, ο ρόλος των ΜΚΟ στην περιοχή, οι ανάγκες για μεταφραστές στις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις του τομέα ένδυσης που μετακινήθηκαν από την κεντρική Μακεδονία στα Μπίτολα και στο Γευγελή στη δεκαετία του 2000, οι ανάγκες ελληνόφωνων υπαλλήλων στις ελληνικών συμφερόντων πολυεθνικές εταιρίες που δραστηριοποιήθηκαν στην τότε Π.Γ.Δ.Μ., η ανάπτυξη του διασυνοριακού τουρισμού των Καζίνο και των υπηρεσιών ιατρικών παροχών, η τάση τμήματος της μεγαλο-αστικής τάξης των Σκοπίων να αποκτά εξοχικά στη Χαλκιδική και να σπουδάζει τα παιδιά της στη Θεσσαλονίκη. Τέλος, η όλη συζήτηση συνδέεται και με τις αντιφάσεις της συντηρητικής παράταξης. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση της Ν. Μπακογιάννη, ως υπουργού Εξωτερικών, σε ερώτηση βουλευτών του ΛΑΟΣ το 2008: «Στην ΠΓΔΜ δεν εκδηλώνεται συνεκτική ομάδα Ελλήνων, με συνείδηση και δράση εθνικής μειονότητας. Ομάδες ατόμων σε διάφορες περιοχές (Σκόπια, Μοναστήρι, Γευγελή, Πέχτσεβο) οργανώνονται σε συλλόγους είτε επειδή τα μέλη έλκουν οικογενειακή καταγωγή από Έλληνες, είτε ομιλούν την ελληνική».
Η Συμφωνία των Πρεσπών ενάντια στους αλυτρωτισμούςΔεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περιπέτειες της εθνικής συγκρότησης, συνοριακών μεταβολών, ανταλλαγών πληθυσμών, εκτοπισμών, διακρατικών και εμφύλιων πολεμικών συγκρούσεων καθώς και γεωπολιτικών διαιρέσεων έχουν παράξει αβάσταχτο πόνο στα Βαλκάνια. H εθνική συγκρότηση σε κανένα κράτος του κόσμου δεν υπήρξε εξαντλητικά καθολική ακόμα και όταν επιδιώχθηκε με απίστευτα βίαιες στρατηγικές (π.χ. ανταλλαγές πληθυσμών Ελλάδας - Τουρκίας). Σε κάθε όμως περίπτωση, η καθολικότητα αυτών των δραματικών διαδικασιών του 18ου, του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα έχουν διαμορφώσει συγκεκριμένα δεδομένα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία. Οι εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ας μην κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε τις γλωσσικές δεξιότητες και την «καταγωγή» ως εκ προοιμίου τεκμήριο ύπαρξης μειονότητας. Αν αποδεχθούμε μια τέτοια υπόθεση εργασίας, δημοσιεύματα όπως αυτά του Σπεκτέιτορ το 1992 και το πρόσφατο του BBC θα προκαλούν πανικό, οι γνώστες της ελληνικής στα Μπίτολα θα ανάγονται σε εθνικά εκθέματα, τα αγάλματα σε Αθήνα και Σκόπια θα μετατρέπονται σε γκροτέσκο μνημειακούς τόπους, οι επιστημονικές έρευνες θα κατατάσσονται σε εθνοπρεπείς και μη εθνοπρεπείς, στις αίθουσες των πρωτοδικείων θα διατυπώνονται ερωτήσεις βγαλμένες από τις ρατσιστικές θεωρίες του 19ου αιώνα περί «ράτσας» και όλοι στη Βόρεια Μακεδονία και στην Ελλάδα θα παραμένουμε χαμένοι στην οιονεί μετάφραση των ανεκπλήρωτων εθνικισμών των περασμένων αιώνων.
Το καθεστώς των μειονοτήτων μετά τoν Α’ Π.Π. αναπτύχθηκε μεν ως πλαίσιο σεβασμού συλλογικών δικαιωμάτων αλλά λειτούργησε και ως όχημα αλυτρωτισμού. Στο σημείο αυτό ας επισημάνουμε ότι τα άρθρα της 3 και 4 της Συμφωνίας των Πρεσπών αναμφίβολα απαλείφουν τον κρατικά εκπορευόμενο αλυτρωτισμό («Τα δύο Μέρη… επιβεβαιώνουν το υφιστάμενο κοινό τους σύνορο ως διαρκές και απαραβίαστο… Έκαστο Μέρος δεσμεύεται να μην προβαίνει σε ή επιτρέπει οιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις… και επίσημα δηλώνει ότι τίποτα στο Σύνταγμά του όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον, μπορεί ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή θα αποτελέσει ποτέ τη βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου Μέρους σε οιαδήποτε μορφή και για οιοδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες του»). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα συγκεκριμένα άρθρα ξεσήκωσαν τις πιο ισχυρές αντιδράσεις τόσο από οργανώσεις στην Αυστραλία και στον Καναδά, προσκείμενες σε εθνοπρεπείς κύκλους της Βόρειας Μακεδονίας, όσο και από τη δεξιά αντιπολίτευση του VMRO-DPMNE στα Σκόπια. Στα ίδια άρθρα εστιάζει την κριτική του και το Ουράνιο Τόξο τονίζοντας ότι η Συμφωνία είναι «εξόφθαλμα ετεροβαρής υπέρ της Ελλάδας» και καταδικάζει τη «νέα αλλαγή άρθρων του μακεδονικού συντάγματος» διότι αυτό αποσυνδέει τους «εθνικά Μακεδόνες εντός συνόρων από εκείνους στη Δημοκρατία της Μακεδονίας». Πιο ειλικρινής παραδοχή ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ακυρώνει τον όποιο κρατικά εκπορευόμενο αλυτρωτισμό δεν μπορεί να υπάρξει.
Η περί του αλυτρωτισμού «φιλολογία»Ενώ όμως οι δυνατότητες κρατικά εκπορευόμενου αλυτρωτισμού ακυρώνονται με τη Συμφωνία, αναπτύσσεται η περί του αλυτρωτισμού «φιλολογία» συντηρητικών πολιτευτών στις δύο χώρες. Οι συντηρητικοί πολιτικοί της μιας χώρας, στην προσπάθειά τους να καταδικάσουν τον αλυτρωτισμό των συντηρητικών πολιτικών της άλλης χώρας, ουσιαστικά τον διευρύνουν. Κλασσικό παράδειγμα αποτελούν οι δηλώσεις συντηρητικών βουλευτών, στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτευτών, προέδρων σωματείων και συλλόγων και οι ανταποκρίσεις των φίλα προσκείμενων προς τη συντηρητική παράταξη ΜΜΕ στις δύο χώρες. Πρόκειται για ένα πλαίσιο που συνεχώς αλληλοτροφοδοτεί δύο διαδικασίες. Στο πολιτισμικό επίπεδο, τροφοδοτεί αλλά και επιβεβαιώνει τη λογική της «καταγωγής» και της «ράτσας» ως βασικά κριτήρια κατάταξης των ανθρώπων και ως πυλώνες του ανήκειν στο έθνος. Στο επίπεδο της πολιτικής τακτικής, τροφοδοτεί τους περί εθνικών κινδύνων φόβους. Ο συνδυασμός των δύο επιπέδων παράγει ένα σπιράλ δυνάμεων που όσο διευρύνεται τόσο μας απορροφά. Το πιο καυτό μέρος αυτού του λόγου αποτελούν οι αναφορές σε μειονότητες. Επιδιώκεται η δημιουργία ενός διάχυτου φόβου και το όφελος προκύπτει για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που διατείνονται ότι παρέχουν τις πιο σθεναρές εγγυήσεις έναντι της υποτιθέμενης απειλής εθνικής ακεραιότητας.
Ο φόβος φυλάει τα έρμαΑς παραμείνουμε στο επιχείρημα των συντηρητικών κύκλων που υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη μειονοτήτων προκύπτει από το συνδυασμό (α) ταυτοτικών χαρακτηριστικών και (β) ύπαρξης ικανού αριθμού πολιτών με βούληση αυτοπροσδιορισμού, διατήρησης και προστασίας των ταυτοτικών τους χαρακτηριστικών. Το σημαντικότερο πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι η σύνδεση χαρακτηριστικών και ταυτότητας. Κανένα πολιτισμικό ή/και βιολογικό διακριτικό (σωματότυπος, γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, ήθη, καταγωγή κ.λπ.) δεν αποτελεί ταυτοτικό χαρακτηριστικό από μόνο του. Τα όποια πολιτισμικά ή βιολογικά διακριτικά ανάγονται, αλλάζουν και δυναμικά αναδιαμορφώνονται ως ταυτοτικά χαρακτηριστικά μόνο στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας της εθνικής συγκρότησης. Δεν είναι θέμα αυτοπροσδιορισμού, δεν είναι θέμα «ράτσας», ούτε θέμα αριθμών («ικανού αριθμού πολιτών»). Στο κοινωνικό πεδίο, οι μειονότητες προκύπτουν όταν τα εθνικά κράτη «εθνικοποιούν» βίαια κάποια πολιτισμικά ή/και βιολογικά στοιχεία. Αυτό γίνεται συνήθως μέσω αποκλεισμών και διώξεων. Οι λόγοι για τους οποίους επιλέγονται τα συγκεκριμένα πολιτισμικά ή/και βιολογικά στοιχεία ποικίλουν ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητες των κυρίαρχων στρωμάτων κάθε κοινωνίας. Πολιτικές προτεραιότητες που αφορούν ανταγωνισμούς για πόρους και εξουσία. Έτσι προκύπτει η δημιουργία ταυτοτικών χαρακτηριστικών. Να το πούμε απλά: η συγκρότηση μειονοτήτων ως κοινωνική διαδικασία δεν έχει να κάνει με τις γλώσσες, με το χρώμα των μαλλιών τη θρησκεία τους, τα έθιμα τους, την «καταγωγή» τους κλπ. Η συγκρότηση μειονοτήτων προκύπτει όταν κάποιοι διώκονται, «τρώνε ξύλο» από φορείς της όποιας κρατικής εξουσίας βάσει της αφήγησης του ότι μιλούν κάποιες γλώσσες, είναι κοκκινομάλληδες, έχουν δικές τους θρησκευτικές πρακτικές, έθιμα κλπ. Αν δεν «φάνε ξύλο» στη βάση της όποιας αφήγησης, δεν θα υπάρξουν ούτε ταυτοτικά χαρακτηριστικά, ούτε μειονοτική συγκρότηση.
Η ουσιοκρατία σύζευξης χαρακτηριστικών και ταυτότητας πηγάζει από όσους εθνικισμούς του 19ου αιώνα επηρεάστηκαν από τον Ρομαντισμό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ. Ν. Δήμου, Σ. Μάνος), η συντηρητική διανόηση στην Ελλάδα δεν έχει δυστυχώς υπερβεί την εθνικιστική ουσιοκρατία. Από την άλλη πλευρά, το συντριπτικό κομμάτι της αριστερής σκέψης του 20ου αιώνα επιχειρεί να προσπεράσει την εθνικιστική ουσιοκρατία. Ανεξαρτήτως των νέων προβλημάτων που οι αριστερές και οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές ταυτότητας εν δυνάμει παράγουν, σημαντικό είναι ότι επιχειρούν να αποδεσμευτούν από τα δεινά του παρελθόντος. Η εμμονή όμως στην ταυτοτική ουσιοκρατία των πολιτικών της ΝΔ και του VMRO-DPMNE δημιουργεί πολλαπλά συμπλέγματα. Ίσως όμως αυτή να είναι η πραγματική επιδίωξη. Η δεξιά αγαπά τις μειονότητες γιατί είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος των πλειονοτήτων. Η κρυφή γοητεία των μειονοτήτων έγκειται στη συγκρότηση των πλειονοτήτων μέσω της ταυτοτικής λογικής περί «καταγωγής» και «ράτσας». Η δεξιά χρειάζεται τις μειονότητες γιατί μέσω της επίκλησης τους συσπειρώνει φοβικά τις πλειονότητες. Αν μη τι άλλο, τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα το αποδεικνύουν περίτρανα.
* Ο Γ. Αγγελόπουλος διετέλεσε γγ του ΥΠΠΕΘ.