Πώς να μιλήσεις για μια τόσο γεμάτη ζωή, όπως του Τάκη, στον περιορισμένο χώρο μιας επιφυλλίδας; Αλλά και πώς να μην αφιερώσεις αυτόν ειδικά το χώρο στον άνθρωπο που πίστεψε στην ανάγκη ύπαρξης της «Εποχής» και αγωνίστηκε για την ίδρυσή της και για τη στήριξή της επί τριάντα χρόνια; Δεν είδε τη συμμετοχή του στην έκδοσή της σαν πάρεργο, αλλά σαν κύρια μορφή πολιτικής ένταξης, όταν το ΚΚΕ Εσωτερικού, για το οποίο έδωσε κάθε ικμάδα του, έπαψε να υπάρχει μετά τη διάσπασή του και την ίδρυση της ΕΑΡ. Έτσι ερμήνευσε την ιδρυτική παρουσία του στην εφημερίδα μας και εφημερίδα του μιλώντας στον Λ. Μαυροειδή, όταν εκείνος τον ρώτησε πώς και έμεινε ανένταχτος: «Μόνο κομματικά ανένταχτος. Ενεργός όμως, όσο το μπορώ ακόμα, αριστερός πολίτης και βεβαίως αμετανόητος. Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύτηκα να πάρω μέρος στην ίδρυση της «Εποχής»».
Να πάρει μέρος σ’ ένα συλλογικό εγχείρημα, ούτε πιο πάνω, ούτε πιο μπροστά. Έτσι ήρθε και πρόσφερε την πείρα του, την ενέργειά του, την αισιοδοξία του. Τη νιώσαμε πολύτιμη και τιμητική. Ήταν τότε εξήντα πέντε χρόνων περίπου και είχε πίσω του πενήντα χρόνια προσφοράς στο κίνημα. Από νεαρή ηλικία στην εθνική αντίσταση, στο κομμουνιστικό κίνημα, με φυλακές και εξορίες, γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη στα χρόνια της άνοιξης του ’60, που μόνο χαμένη δεν αποδείχτηκε, ασύλληπτος από τη χούντα και στην παράνομη δράση εναντίον της από την πρώτη μέρα. Και στην πρώτη γραμμή του «εσωτερικού αγώνα», όταν έκρινε το 1968 ότι ήταν όρος ζωής για το κομμουνιστικό κίνημα η ανανέωσή του. Μια επιλογή που την υποστήριξε απόλυτα αναλαμβάνοντας στα μέσα της δεκαετία του ’80 το ρόλο του κύριου υποστηρικτή των θέσεων τής «αναβάθμισης», όταν άλλοι σύντροφοί του, αγαπημένοι, έκριναν πως είχε έρθει η ώρα της «μετεξέλιξης» και της άρσης της διάσπασης χωρίς κάποιο ιδεολογικό και πολιτικό απολογισμό.
Κι όλα αυτά χωρίς να πάψει να είναι ανθρώπινος στις σχέσεις με τους συντρόφους του, ευαίσθητος και συναισθηματικός ακόμα και μ’ αυτούς που συγκρούστηκε, και αυτοκριτικός με όσους πιθανόν αδίκησε. Ίσως γι’ αυτό θα ψάξεις μάταια να βρεις κάποιον που να μιλήσει πικρά για τον Τάκη, παρότι βρέθηκε σε θέσεις ευθύνης και σε δύσκολες εποχές, όταν ήταν συνηθισμένη και στην αριστερά η δογματική σκληρότητα και η αυθεντία τής ηγεσίας. Δοκιμασμένος μέσα και στους νεολαιίστικους αγώνες δεν είδε τους νεότερους αφ’ υψηλού ή με επιφύλαξη. Γι’ αυτό και θυμούνται ακόμα οι τότε νέοι φυλακισμένοι της χούντας, που είχαν καλύτερη επικοινωνία και θάρρος με τον Χρόνη Μίσσιο, τι τους είπε όταν τον έπαιρναν με μια ξαφνική μεταγωγή σε άλλη φυλακή και οι «πιτσιρικάδες» τον ρώτησαν με αγωνία: «Τώρα με ποιον θα κουβεντιάζουμε όπως με σένα;» Η απάντηση ήρθε με καθυστέρηση μόλις ενός δευτερολέπτου, άλλωστε δεν υπήρχε περισσότερος χρόνος: «Με τον Μπενά».
Και αποδείχτηκε πως είχε δίκιο, όχι μόνο για τότε, αλλά για μια ολόκληρη ζωή. Ο Τάκης κατάφερνε να σε κάνει να νιώθεις ισότιμος, ακόμα κι όταν είχες πλήρη συνείδηση ότι πολύ απείχες από αυτό.
Η επιμονή στις θέσεις του δεν είχε, ωστόσο, την έννοια της περιχαράκωσης. Όπου έβλεπε την ανάγκη και τη δυνατότητα για ανοίγματα, δεν δίσταζε. Όταν διέκρινε τη δυνατότητα για προωθητική ενότητα, δεν επιφυλασσόταν. Ο Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης τον βρήκε σύμφωνο, τα νέα εναλλακτικά στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση κινήματα τα δέχτηκε σαν αισιόδοξα μηνύματα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε τέκνο τους, τον υποστήριξε - και εκείνος έδειξε ότι τον τιμά.
Πώς θα είναι τώρα η ζωή -και εδώ στην «Εποχή» -χωρίς τον Μπενά; Για όσους τον ζήσαμε, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι. Έχουμε ζυμωθεί μαζί του, τον κουβαλάμε μέσα μας, θα τον έχουμε μαζί μας όσο ζούμε. Για τους υπόλοιπους, έχει φροντίσει ο ίδιος να αφήσει έντυπο ένα σημαντικό κομμάτι της εμπειρίας του και της γνώσης του, απ’ όπου μπορούν σ’ ένα βαθμό να τον γνωρίσουν*. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε εμείς, είναι να πείσουμε όσο γίνεται περισσότερους και νεότερους να το κάνουν, γιατί θα τους χρειαστεί και θα τους ωφελήσει.
Χ. Γεωργούλας* Τα βιβλία –παρακαταθήκη του Τ. Μπενά: Του εμφυλίου (Α. Α. Λιβάνη, 2018), Το ελληνικό ‘68: Συμβολή στην ιστορία του ΚΚΕ Εσωτερικού (Θεμέλιο, 2011), Από τον μαύρο σκλάβο μέχρι τον Ομπάμα (Οδυσσέας, 2009), Τα Αντιδογματικά μιας 40ετίας 1968-2008. Από το ελληνικό 68 μέχρι την πάσχουσα σημερινή Αριστερά (Η Εποχή, 2008), Της δικτατορίας (Θεμέλιο, 2007), Της κατοχής (Θεμέλιο, 1990), Η εισβολή του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα (Παπαζήση, 1978).