Του Γιώργου Πάλλη*
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε το καλοκαίρι του 2015 αντιμέτωπη με ένα εκρηκτικό φαινόμενο, το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε, για λόγους που την υπερβαίνουν, σε ένα ανεπίλυτο πρόβλημα. Για πρώτη φορά μετά τον Β΄ ΠΠ μια κυβέρνηση αντιμετώπισε μια τέτοια πληθυσμιακή μετακίνηση προς το έδαφος της: σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μόνο το 2015, με τελικό προορισμό τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Η συνέχεια γνωστή: αποκλεισμός του «βαλκανικού διαδρόμου», Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας, μερική ανακατανομή των ροών, εγκλωβισμός δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα είναι ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη πιάστηκαν εντελώς απροετοίμαστες το 2015. Η μεν πρώτη δεν είχε ουσιαστικά μεταναστευτική πολιτική, καθώς τα προηγούμενα χρόνια αναλωνόταν σε πρακτικές αποτροπής και κράτησης, έξω από κάθε έννοια δικαίου και στοιχειώδους έστω ανθρωπισμού. Η δε δεύτερη, μετά τον αιφνιδιασμό και τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης που προκάλεσε το προσφυγικό κύμα (και όταν έφτασε στα όρια των δυνατοτήτων και των σχεδιασμών της, η κύρια χώρα υποδοχής Γερμανία), σκλήρυνε τη στάση και το κέλυφός της και αρκέστηκε σε ένα σύστημα καταμερισμού/μετεγκατάστασης που ποτέ δεν εφαρμόστηκε, αφήνοντας όλη την ευθύνη και το διαχειριστικό βάρος στις χώρες πρώτης εισόδου.
Για πρώτη φορά μεταναστευτική πολιτικήΣε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την απειρία της και τη διαρκώς επείγουσα διαπραγμάτευση που ταυτόχρονα εξελισσόταν, πέτυχε –με καθυστερήσεις έστω και σκοντάμματα- να δημιουργήσει από το μηδέν ένα σύστημα υποδοχής, ταυτοποίησης και φιλοξενίας (το οποίο, μετά τον πρώτο καιρό και σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ενδοχώρα, προσφέρει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης σε κέντρα φιλοξενίας, διαμερίσματα, ξενοδοχεία και άλλες δομές σε περίπου 55.000 άτομα)· να θεσπίσει το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής (το οποίο κατάφερε σταδιακά να στελεχώσει σε ασφυκτικές δημοσιονομικές συνθήκες)· να προσφέρει στο μεταναστευτικό και προσφυγικό πληθυσμό πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας μέσω του ΕΣΥ (το οποίο επί τούτου ενισχύθηκε: το ΓΝ Μυτιλήνης λ.χ. έλαβε επιπλέον χρηματοδότηση 300.000 ευρώ για τον σκοπό αυτόν)· να στήσει νηπιαγωγεία σε όλα τα Κέντρα Υποδοχής και να στείλει 12.500 προσφυγόπουλα σε ειδικά προγράμματα στα δημόσια σχολεία, δίνοντάς τους ελπίδα και προοπτική ένταξης· να εμβολιάσει όλα τα παιδιά σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα· να φροντίσει για τα ασυνόδευτα ανήλικα· να υλοποιήσει με τη Γερμανία διμερές πρόγραμμα οικογενειακής επανένωσης (5.500 άτομα το 2018).
Τα προβλήματα φυσικά παραμένουν. Η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου δέχεται τα περισσότερα αιτήματα ασύλου από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ αναλογικά με τον πληθυσμό της (67.000 περίπου το 2018). Η κυβέρνηση ψήφισε τον Ν. 4540/2018 που επιτάχυνε τις διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου μέχρι και κατά 45% και ενισχύει συνεχώς με προσωπικό τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ωστόσο, η πίεση που δέχεται το σύστημα παραμένει τεράστια.
Έπειτα, εξαιτίας των εγγενών προβλημάτων της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, τα ΚΥΤ των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται σε διαρκή συναγερμό. Η κυβέρνηση έκανε μεγάλη προσπάθεια να αποσυμφορήσει και να στηρίξει αυτές τις δομές: το 2018 μεταφέρθηκαν σε δομές της ενδοχώρας 29.090 άτομα και άλλα 3.700 το α’ τρίμηνο του 2019· γίνεται αγώνας για τη βελτίωση των υποδομών (στη Σάμο ετοιμάζεται καινούριο ΚΥΤ, στη Μόρια υλοποιείται η σύνδεση του ΚΥΤ με την Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων Μυτιλήνης)· παρέχονται αντισταθμιστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες (π.χ. γήπεδο Μόριας) και αποζημιώσεις στους κατοίκους για ζωικό κεφάλαιο, κλοπές κ.λπ. Ωστόσο, η κατάσταση στα νησιά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εποχιακή διακύμανση των ροών, που η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει.
Περνώντας στην ένταξηΓι’ αυτόν το λόγο, η προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσεται σε δύο άξονες.
Ο πρώτος αφορά τις ροές κι έχει τρεις διαστάσεις: την υποστήριξη των χωρών προέλευσης από τη διεθνή κοινότητα, ώστε να ελεγχθούν οι αιτίες που παράγουν πρόσφυγες και μετανάστες· τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων με βάση τη Συνθήκη της Γενεύης και το διεθνές δίκαιο· το δίκαιο καταμερισμό των βαρών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.
Ο δεύτερος αφορά την υλοποίηση μιας «Εθνικής Στρατηγικής για την Ένταξη», σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και με επίσης τρεις διαστάσεις: την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας· την καταγραφή και ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων· τη στέγαση και την οικονομική στήριξη.
Πυξίδα μας παραμένει η αλληλεγγύη. Όχι μόνο επειδή είναι μια αξία συστατική της ταυτότητας της Αριστεράς, αλλά επειδή πιστεύουμε ότι μόνο με αυτήν θα πάει μπροστά η κοινωνία μας. Με τη βοήθεια στους ανθρώπους που τη χρειάζονται, με τη συμπερίληψή τους, με την ενεργή συμβολή τους στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Και σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε.
*υποψήφιος βουλευτής Λέσβου με τον ΣΥΡΙΖΑ.