Του Θωμά Τσαλαπάτη
Λοιπόν, υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις “ας φάνε παντεσπάνι”. Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό το αποδεικνύει με κάθε αφορμή. Από το “μαζί τα φάγαμε” μέχρι τις παραδοχές του Κυριάκου Μητσοτάκη, πως οι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούν να είναι ίσοι, η ρητορική του αφ’ υψηλού φτυσίματος στην πλέμπα έχει πολλές άξιες στιγμές. Η κανονικοποίηση της ανισότητας, η δημιουργία ενοχής και αποκλειστικά προσωπικής ευθύνης για οποιονδήποτε βρίσκεται σε δύσκολη θέση, η απενοχοποίηση του κοινωνικού κυνισμού και ο κανιβαλισμός ως φυσιολογικός τρόπος ενός συστήματος να υπάρχει, ο κοινωνικός δαρβινισμός ως αρμονική και αυταπόδειχτη συνθήκη είναι στοιχεία που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 στην Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την περίοδο του πλαστικού χρήματος και της χάρτινης ευμάρειας αποτέλεσαν έναν τρόπο να οριστεί η επιτυχία. Με την κρίση η ρητορική τέτοιου τύπου μεταμορφώθηκε σε μια ατελείωτη μετακύλιση της ευθύνης από τους θύτες στα θύματα. Σήμερα, με την επερχόμενη νίκη της Νέας Δημοκρατίας το επιχείρημα επιθυμεί να βροντοφωνάξει τον εαυτό του, να μας υπενθυμίσει πως είναι ακόμα εδώ και πως είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του Εδώ, να βουίσει θριαμβευτικά στα ερείπια σαν χορτασμένο ρέψιμο πάνω από άδεια τραπέζια. Όλες αυτές οι εικόνες και τα ιδεολογήματα βρήκαν τη θέση τους στο άρθρο της Μιράντας Ξαφά στην «Καθημερινή» της προηγούμενης εβδομάδας με τον ευφυέστατο και πρωτότυπο τίτλο «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας: Νέα εκδοχή».
Αφήστε τα τζιτζίκια να ψοφήσουνΜε μια λογική πιο απλοϊκή και από παιδική ιστορία, η Ξαφά διαχωρίζει τους ανθρώπους σε τεμπέληδες και σκληρά εργαζόμενους. Σε μια οπτική που αδιαφορεί πλήρως για το αντικείμενο που εξετάζει (άντε να ξεμπερδεύουμε χρησιμοποιώντας τον πιο τετριμμένο μύθο από συστάσεως ανθρώπινης γλώσσας) η συντάκτρια ηθικολογεί όχι υπέρ της νίκης του νικητή, αλλά υπέρ της ήττας του ηττημένου. Με λίγα λόγια, το πρόβλημά της δεν είναι πως δεν αποθεώνουμε τα μερμήγκια τα οποία δεν κερδίζουν αυτά που τους αντιστοιχούν, αλλά πως καθόμαστε και ασχολούμαστε με τους τεμπέληδες τζίτζικες. Η ίδια επιθυμεί το άρθρο της να έχει και επιμύθιο. “Συμπέρασμα: Ψηφίστε υπεύθυνα!”. Το επιμύθιο όμως που προκύπτει από την ανάγνωση και τη χρήση του μύθου είναι: “αφήστε τα τζιτζίκια να ψοφήσουν” (κάτι που άλλωστε συμβαίνει και στον μύθο του Αισώπου).
Υπάρχουν πολλά που μπορεί κανείς να θαυμάσει σε αυτό το άρθρο. Η κοινωνική ευαισθησία ψυχοπαθή δολοφόνου που ξύπνησε σε μια μέρα που τα μαλλιά του πετούσαν, η αναλυτική ικανότητα γορίλα που τον άφησαν να παίζει με το πληκτρολόγιο, καθώς και η συγγραφική δεξιότητα μεθυσμένου 6χρονου που δοκιμάζει τους μαρκαδόρους του.
Στα όρια του σαδισμούΑυτό που αισθάνομαι ως πιο ενοχλητικό είναι το θλιβερό χαμόγελο του συντάκτη πίσω από τις γραμμές. Τις αποτυπώσεις του ανθρώπου που πιστεύει πως κάνει χιούμορ και γράφει κάτι πολύ γαργαλιστικό και πρωτότυπο ενώ συντάσσει την μετριότητά του. Αυτή η αίσθηση υπεροψίας σε συνδυασμό με την, κάτω του μετρίου, σύνταξη του κειμένου. Εκείνη η θλιβερή στιγμή που τόσο συχνά συναντάς όταν οι άνθρωποι κορδώνονται ως έξυπνοι, αλλά καταφέρνουν να είναι το πολύ εξυπνάκηδες. Ο πούρος καθαρός νεοφιλελευθερισμός μετά τις επιπτώσεις της κρίσης που γέννησαν οι εκδοχές και εφαρμογές του ως λύση στα προβλήματα μοιάζει εξίσου εκλεπτυσμένος με το να προσπαθείς να σβήσεις μια φωτιά κατουρώντας την. Η συγκεκριμένη ηθική στάση απέναντι σε μια κοινωνία απελπισμένη και εξαντλημένη που όχι μόνο της λες πως ευθύνεται, αλλά ουσιαστικά της υπόσχεσαι πως θα ματώσει περισσότερο φτάνει στα όρια του σαδισμού. Το σημαντικότερο όμως είναι πως στις ερχόμενες εκλογές, οι λογικές αυτές θα επικρατήσουν. Και μάλιστα με την ψήφο των μυρμηγκιών, που κατονομάστηκαν τζίτζικες για να τελειώνουμε. Ο χειμώνας έρχεται και οι Ξαφάδες ακονίζουν τις χειμερινές κιθάρες τους.
http://tsalapatis.blogspot.com/