Η αναμφισβήτητη αλήθεια που ακούστηκε σ’ αυτή τη σύντομη προεκλογική περίοδο, είναι ότι οι κάλπες το πρωί της 7ης Ιουλίου δεν θα είναι γεμάτες με τα ψηφοδέλτια από την πρόσφατη αναμέτρηση, θα είναι τελείως αδειανές. Και θα πρέπει να γεμίσουν από την αρχή με βάση τα διακυβεύματα των εθνικών εκλογών. Αυτό σημαίνει ότι για το καθένα από τα κόμματα και τα προγράμματα που αναμετριούνται, η μάχη θα δοθεί μέχρι την τελευταία στιγμή και μία μία ψήφο. Γεγονός που καθιστά την τελευταία εβδομάδα αποφασιστική περίοδο για μια αντιπαράθεση που μπορεί να κριθεί στο νήμα. Αυτό τουλάχιστον αφήνουν να διαφανεί, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, όσοι παίρνουν μέρος σ’ αυτή την κρίσιμη αναμέτρηση.
Η ΝΔ που κινείται αξιοποιώντας το πλεονέκτημα της επικράτησης στις ευρωεκλογές, δείχνει τις τελευταίες μέρες να προβληματίζεται μήπως έχει υπερβάλει προβάλλοντας τον αέρα της νίκης και τονίζοντας τα νεοφιλελεύθερα στοιχεία του σχεδίου της. Είναι φανερή η προσπάθειά της να διορθώσει την εικόνα με στρογγύλεμα των αιχμών, με ελιγμούς ή αποσιωπήσεις. Το ενδεχόμενο ένα πλεονέκτημα να μεταβληθεί σε πρόβλημα λόγω της κατάχρησής του είναι ορατό.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας βάρος στην προβολή των κρίσιμων στοιχείων του προγράμματός του, και ιδίως σε σύγκριση και αντιπαράθεση με τα συνθήματα της ΝΔ, αλλά και τις μισές αλήθειες που τελευταία αυτή συνηθίζει, προσδοκά να κινήσει τα αντανακλαστικά όσων δεν έχουν αποφασίσει ακόμα όχι μόνο τι θα ψηφίσουν, αλλά και αν θα φτάσουν στην κάλπη της επόμενης Κυριακής. Ο τονισμός της σημασίας αυτών των εκλογών -«αποφασίζουμε για τη ζωή μας»- αλλά και της σημασίας κάθε ψήφου αποσκοπεί ακριβώς σ’ αυτό: στην κινητοποίηση στο μέγιστο βαθμό εκείνου του κρίσιμου ποσοστού ψηφοφόρων, που αντικειμενικά μπορεί να φέρει την ανατροπή των περισσότερων προβλέψεων. Η πείρα αρκετών και πρόσφατων αναμετρήσεων δείχνει ότι είναι στόχος εφικτός.