Συνέντευξη με τον Γιώργο Πλειό, καθηγητή του τμήματος επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών** Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή που αλλάζει ο τρόπος που σχεδιάζεται η επικοινωνιακή στρατηγική των κομμάτωνΤη συνέντευξη πήρε η
Ιωάννα ΔρόσουΚατά την προεκλογική περίοδο διέκρινες κάποιο καινούριο-ειδοποιό στοιχείο, σε σχέση με το παρελθόν;Πριν απαντήσω σε αυτή ή άλλες ερωτήσεις να πω πως ως ερευνητής θα ήθελα πρώτα να συγκεντρώσω και οργανώσω το απαραίτητο υλικό, και να δημιουργήσω τα εργαλεία μελέτης για να έχω αξιόπιστες απαντήσεις. Ωστόσο, λόγω εμπειρίας, θα αποτολμήσω κάποιες απαντήσεις με την αίρεση των όποιων διορθώσεων. Νομίζω ότι αυτή εδώ η προεκλογική καμπάνια, για όλα τα κόμματα μιλώντας, ήταν μια καμπάνια με δυο ημίχρονα, ως τώρα ποδοσφαίρου γιατί ενδέχεται να προκύψει πως ήταν ημίχρονο αγώνα μπάσκετ. Το πρώτο για τις ευρωεκλογές, και το δεύτερο για τις εθνικές. Και τούτο διότι αυτές οι ευρωεκλογές, όπως και οι ευρωεκλογές πριν το 2014, είχαν έντονο εθνικό χρώμα, όπως σε πλείστες άλλες χώρες. Συνεπώς, και οι δυο αναμετρήσεις αφορούσαν πάνω κάτω τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις, τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες λύσεις. Πέραν αυτού αν εξαιρέσει κάποιος τη βαρύτητα της ΝΔ στην ποικιλία των μέσων προβολής, ιδιαίτερα των νέων μέσων, που χρησιμοποιεί, αξίζει να σημειώσουμε την πολύ έντονη πόλωση, η οποία μάλιστα είναι και δυσανάλογη σε σχέση με το διακύβευμα των εκλογών και τις υποσχέσεις των κομμάτων.
Δεδομένου ότι έχει καταγραφεί σε διάφορες έρευνες ότι ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, πιστεύεις ότι έδειξε ενδιαφέρον να παρακολουθήσει την προεκλογική συζήτηση; Αναδείχθηκαν οι ιδεολογικές διαφορές-θέσεις; Θεωρώ πως λόγω της διάρκειας της προεκλογικής περιόδου αλλά και του μικρού πολιτικού και οικονομικού καλαθιού καθ’ όλη τη διάρκεια τα κρίσης, και ιδιαίτερα σε αυτές τις εκλογές, όπου η κρίση πλέον έχει κανονικοποιηθεί, έχει ενσωματωθεί στην καθημερινή ζωή και δεν είναι «εισβολέας» όπως τα προηγούμενα χρόνια, οι μεγάλες υποσχέσεις άρα και οι μεγάλες αυταπάτες είναι αδύνατες, ως εκ τούτου και το διακύβευμα, αν υπάρχει γενικά, μικρό και αμφίβολο. Αυτό σε συνάρτηση με την απογοήτευση κάνει δύσπεπτη την προεκλογική πολιτική τροφή από όπου κι αν προέρχεται και κυρίως δύσπιστη την κοινή γνώμη απέναντι στις προτεινόμενες διαφοροποιήσεις των μεν απέναντι στους δε και τούμπλαλιν. Δεν λέω αν πραγματικά υπάρχουν διαφοροποιήσεις ή όχι, λέω πως ερμηνεύω την ερμηνεία της κοινής γνώμης και δυνητικά του εκλογικού κοινού, κάτι που οφείλεται και στα ΜΜΕ, θα έλεγα με τη μερίδα του λέοντος να την παίρνει σε αυτόν τον τομέα το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, αντίθετα από ότι συνέβαινε το 2015. Το 2015, οι «μαχητές» του διαδικτύου ήταν σαφώς με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σήμερα έχουν μείνει λιγότεροι ή κάποιοι έχουν ταχθεί και εναντίον του.
Αλλά για αυτόν πάλι το λόγο, εξ αιτίας του μικρού καλαθιού και της δυσπιστίας του κοινού, έχει αυξηθεί η ένταση της αντιπαράθεσης και της πόλωσης. Συνήθως η πόλωση εντείνεται, εκατέρωθεν, ακριβώς όταν το καλάθι δεν είναι μεγάλο. Και σε συνθήκες κανονικοποίησης η πόλωση αντίθετα από ότι επιδιώκεται, δεν εμπνέει.
Ποιο ήταν το πλεονέκτημα και ποιο το μειονέκτημα του κάθε κόμματος στην καμπάνια του;Κατά τη γνώμη μου, σε αυτές τις εκλογές, τόσο τις ευρωπαϊκές όσο και τις εθνικές, ο ΣΡΙΖΑ έχει ως αξονική στρατηγική πρώτο το έργο της περιόδου διακυβέρνησης με τα θετικά, όπως αναφέρει, αποτελέσματα στα δημόσια οικονομικά και ορισμένες κατηγορίες πληθυσμού όπως οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι κ.λπ. και δεύτερο την επίκληση του φόβου επανόδου της ΝΔ που, όπως επικαλείται, θα σημάνει όχι απλώς επιστροφή στην πολιτική της πρώτης περιόδου της κρίσης, αλλά ακόμα πιο εκτεταμένο ξήλωμα της κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή ακόμα βαρύτερες κοινωνικές συνέπειες από όσα γνωρίσαμε την πρώτη περίοδο της κρίσης. Συνολικά απευθύνεται σε ένα κοινό που πλήγηκε βαρύτερα από την κρίση, είναι μεγαλύτερης ηλικίας και ζει πιο κοντά στα σύνορα του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής υποβάθμισης, με επικέντρωση στο φόβο και στο παρελθόν, αντίθετα από ότι συνέβαινε τον Ιανουάριο 2015 που επικέντρωνε στο μέλλον, στην ελπίδα και αρκετά περισσότερο στους νέους. Πρέπει να σημειωθεί πως ιδιαίτερα δε στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε την πολιτική των διασημοτήτων (celebrities), μια πολιτική που είτε ξενίζει είτε «ξινίζει» ένα μέρος της της αριστεράς και την πολιτική της κουλτούρας.
Αντίθετα, η ΝΔ απευθύνεται σε ένα εκλογικό κοινό που είναι ή θέλει να γίνει μικρός ή μεγαλύτερος επιχειρηματίας ή να έχει τον τρόπο ζωής και τις αξίες τους, γι’ αυτό δίνει έμφαση στις ατομικές επιλογές σε παιδεία, υγεία, επικοινωνία κ.λπ. έναντι της συλλογικής κατανάλωσης και ταυτόχρονα στη μείωση της φορολογίας, δηλαδή με μια επιλογή δυο προτάσεις, με άλλα λόγια δίνει την προτεραιότητα στις αξίες του ατομικισμού έναντι της αλληλεγγύης. Ταυτοχρόνως,, σε συνάρτηση με τον πιο πάνω στόχο χρησιμοποιεί μια πλειάδα μέσων επικοινωνίας, ακόμα λ.χ. και τις σχετικές διαφημιστικές θέσεις στο μετρό, ιδίως όμως τις διάφορες πλατφόρμες του διαδικτύου. Ως εκ τούτου, απευθύνεται σε ένα κοινό με πιο νεανικό προφίλ, όχι απαραίτητα μικρής ηλικίας, μυημένο στις νέες τεχνολογίες και τον σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής, μέσα ή κοντά στις τάσεις τις μόδας σε διαφόρους τομείς της κοινωνικής ζωής και του πολιτισμό.
Με λίγα λόγια, ενώ στην προεκλογική εκστρατεία Ιανουαρίου 2015, η ΝΔ πρόβαλε το Grecovery και το φόβο από τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε την ελπίδα για τη χώρα τα θύματα της κρίσης τώρα διαφαίνεται περίπου το αντίστροφο. Με μια διαφορά. Ενώ υπήρχε η υπόσχεση πως πόροι θα έρθουν από την αναδιανομή, διαμέσου του κράτους, δηλαδή από αυτούς που έχουν, τώρα διατυπώνεται η υπόσχεση πως θα έρθουν μέσα από την αναδιανομή που θα γίνει μέσω της αγοράς, δηλαδή από τον διπλανό. Σε γενικές γραμμές, αυτό που διαφαίνεται είναι πως το καλάθι είναι μικρό, κι αυτό είναι αναμενόμενο όταν κατ’ ουσία η οικονομική πολιτική είναι βασικά ήδη διαμορφωμένη και υπαγορευμένη.
Η προσέγγιση των ψηφοφόρων έγινε κυρίως με διαφήμιση σε σόσιαλ μίντια και youtube.Νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή που αλλάζει ο τρόπος που σχεδιάζεται η επικοινωνιακή στρατηγική των κομμάτων. Νομίζω πως έχουμε περάσει για τα καλά πλέον σε μια άλλη εποχή σε ότι αφορά το σχεδιασμό και την υλοποίηση των τις προεκλογικών εκστρατειών, που δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά τώρα ωριμάζει. Και η εξέλιξη της κρίσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Βασικά της στοιχεία της είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους όχι πλέον στα ΜΜΕ, ούτε πλέον γενικά στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά σε νέες πλατφόρμες όπως το Instagram, η χρήση νέων πιο εξατομικευμένων, ανάλαφρων και επιτηδευμένων αφηγηματικών στρατηγικών, η αξιοποίηση νέων διαφημιστικών μέσων όπως οι σχετικές πινακίδες στο μετρό κοκ. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί η χρήση του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων είναι πλέον σημαντικά πιο διαδεδομένη και πιο εκτεταμένη για όλες τις χρήσεις, η πολιτική συμμετοχή και το πολιτικό ενδιαφέρον μειωμένα, το διακύβευμα των εκλογών μικρό και η απογοήτευση μεγάλη. Κάποιες φορές για κάποιο κοινό είναι πιο σημαντικό να ζει την ίδια την προεκλογική περίοδο παρά τις ίδιες τις εκλογές, ειδικά αν πιστεύει ότι δεν αλλάξουν και πολλά πράγματα. Σαν να βλέπει ωραίες διαφημίσεις αλλά χωρίς να αγοράζει τα διαφημιζόμενα προϊόντα.
Νομίζω όμως ότι τα κόμματα, όχι όλα στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο, πρώτα καθορίζουν την πολιτική στρατηγική της προεκλογικής περιόδου μετά σχεδιάζουν τη διαδικασία της επικοινωνίας, και αυτό εδώ και καιρό έχει αποδειχθεί λάθος, όχι μόνο στην Ελλάδα και σαφώς όχι πρώτα στην Ελλάδα.
Τα ΜΜΕ θεωρείς ότι έπαιξαν το ρόλο τους προεκλογικά;Τα ΜΜΕ συνολικά έπαιξαν το ρόλο που μπορούσαν να παίξουν μέσα στις διαμορφωμένες οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικο-αξιακές και κοινωνικές συνθήκες. Δεν κατοικούν στον Όλυμπο αλλά και ούτε έπεσαν από τον ουρανό. Ότι έγινε πριν την προεκλογική περίοδο στη διάρκεια της «κανονικής» περιόδου και ότι γίνεται στην προεκλογική περίοδο γίνεται δια των ΜΜΕ και κυρίως γίνεται μέσα στα ΜΜΕ. Λίγες στιγμές, κυρίως στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που έχουν χάσει την αίγλη τους, όπως η πολιτική το ενδιαφέρον, η πολιτική θυμάται κάτι από τον παλιό εαυτό της, για κάποιους σαν ξαναζεσταμένο φαγητό.