Ο κόσμος δεν είναι όπως τον γνωρίζουμε. Βρισκόμαστε μετά την καταστροφή, οι παραθαλάσσιες πόλεις έχουν καταστραφεί. Τα αποθέματα τροφής, νερού και καυσίμων είναι περιορισμένα και συμμορίες μάχονται για τον έλεγχό τους.
Ο Μαξ Ροκατάνσκι (Μαντ Μαξ) είναι ένας άνδρας ο οποίος έχει επιλέξει τη μοναχική πορεία, επειδή πιστεύει πως αυτός είναι ο καλύτερος να επιβιώσει κάποιος μέσα σε έναν αφιλόξενο και επικίνδυνο κόσμο.
Αυτή τη φορά, όμως, θα ακολουθήσει ένα καραβάνι το οποίο προσπαθεί να δραπετεύσει στην Άγονη Γη και το οποίο καθοδηγεί η Φουριόσα. Όλοι αυτοί έχουν δραπετεύσει από το Οχυρό ο αρχηγός του οποίου τους καταδιώκει.
Η ταινία του Τζορτζ Μίλερ, η οποία προβλήθηκε την περασμένη Πέμπτη εκτός συναγωνισμού, στο Φεστιβάλ των Κανών, έρχεται ως συνέχεια της επιτυχημένης τριλογίας που ξεκίνησε το 1979 («Μαντ Μαξ: Ο εκδικητής της νύχτας»), συνεχίστηκε το 1981 («Μαντ Μαξ: Εκδικητής πέρα από το νόμο») και ολοκληρώθηκε το 1985 («Μαντ Μαξ: Απόδραση από το βασίλειο του Κεραυνού»). Τελικά όμως, μετά από 30 χρόνια, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να δώσει συνέχεια στην περιπλάνηση του Μαξ, αντικαθιστώντας -εύλογον, λόγω ηλικίας- τον Μελ Γκίμπσον με τον Τομ Χάρντι, πλάι στον οποίο τοποθέτησε τη Σαρλίζ Θίρον.
Ο Μίλερ ανέκαθεν ήθελε να γυρίσει μια ταινία που θα έμοιαζε με ένα αδιάκοπο ανθρωποκυνηγητό από την αρχή μέχρι τους τίτλους τέλους. «Για μένα οι περιπέτειες είναι κάτι σαν οπτικοποιημένη μουσική. Ο Δρόμος της Οργής ισορροπεί ανάμεσα στο ροκ και την όπερα, Θέλω να ξεσηκώσω τους θεατές, να τους παρασύρω σε μια θορυβώδη και γεμάτη ένταση περιπέτεια, αφήνοντάς τους να ανακαλύψουν στην πορεία τόσο τους ήρωες, όσο και τα γεγονότα που προκάλεσαν τα όσα διαδραματίζονται. Ανέκαθεν με εντυπωσίαζε ο τρόπος που εξελίσσεται μία κοινωνία. Αυτή η διαδικασία κάποιες φορές μπορεί να σε εμπνεύσει αλλά μπορεί και να σε προβληματίσει. Αν απογυμνώσεις τον σύγχρονο κόσμο από την πολυπλοκότητά του, αποκαλύπτεις κάτι το στοιχειώδες, το λιτό, και οι ιστορίες που προκύπτουν ουσιαστικά είναι αλληγορίες».
Σ.Κ.