Μία από τις πρώτες ανακοινώσεις της κυβέρνησης αφορά τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων των φυλακών στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για την αφαίρεση της σωφρονιστικής πολιτικής από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Τι εννοούμε με τον όρο σωφρονιστική πολιτική;Αναφερόμαστε μόνο στην εκτέλεση των ποινών και στις φυλακές ή σε κάτι ευρύτερο, όπως στη μεταχείριση του κρατουμένου, στην επανένταξή του ή ακόμα και στην πρόληψη του εγκλήματος. Το ερώτημα αυτό ασφαλώς και δεν είναι καινούργιο, αφού έχει ήδη απαντηθεί από το 1989 με την εισαγωγή του Κώδικα Μεταχείρισης Κρατουμένων. Ο σαφής προσανατολισμός του τότε Κώδικα στην κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, αποτυπωνόταν πανηγυρικά στο πρώτο του άρθρο με την «εκτέλεση των ποινών (να) αποβλέπει στην αγωγή των κρατουμένων και στην κοινωνική τους επανένταξη». Έγραφε χαρακτηριστικά η καθηγήτρια Κ. Σπινέλλη στην εισαγωγή της Σωφρονιστικής Νομοθεσίας1 «Η εγκατάλειψη του λεγόμενου «σωφρονιστικού ιδεώδους» είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα του νομοθέτη, ο πρώτος άξονας που καθορίζει αρνητικά το ιδεολογικό υπόβαθρο. Παράλληλα θετικά το προσδιορίζουν α) ο άμεσος στόχος μιας κατά το δυνατόν «ανώδυνης» θα έλεγα μεταχείρισης β) ο βραχυπρόθεσμος σκοπός της αγωγής και γ) ο κάπως απώτερος της κοινωνικής ένταξης». Σημειωτέον δε ότι ο κώδικας αυτός είχε αφομοιώσει μεταξύ άλλων τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες του 1973 και του 1987. Τις αρχές αυτές δεν τις εγκατέλειψε ούτε ο ισχύον σωφρονιστικός κώδικας (νόμος 2776/1999), ο οποίος αν και δεν προβλέπει στους σκοπούς του την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, κάνει ρητή αναφορά στη μετασωφρονιστική μέριμνα με τη δημιουργία της ΕΠΑΝΟΔΟΥ.
Αν λοιπόν το βάρος της σωφρονιστικής πολιτικής πέφτει στη μεταχείριση του κρατουμένου, η πολιτική αυτή δεν μπορεί παρά να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Αν όμως το βάρος πέφτει στην φυλακή, ως ανταπόδοσης στο έγκλημα, ως μέσου δηλαδή, που εξασφαλίζει την πλήρη απομάκρυνση του κρατουμένου από οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα, τότε η σωφρονιστική πολιτική θα μπορούσε να ασκείται ακόμα από την Αστυνομία, που η αρμοδιότητά της εξαντλείται ή πρέπει να εξαντλείται στην πάταξη και δίωξη του εγκλήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δεύτερη αυτή θέση δεν είναι επιλογή όχι μόνο του έλληνα νομοθέτη αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Μνημονεύω ενδεικτικά τους «Στοιχειώδες κανόνες του ΟΗΕ (1957) που στόχευαν σε «αποδεκτούς στοιχειώδεις όρους διαβίωσης» και στην αμερόληπτη, χωρίς διακρίσεις εφαρμογή», στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά Δικαιώματα (16.12.1966) – Πρωτόκολλα, στην παλαιότερη Απόφαση (73) 5 για το Σύνολο των στοιχειωδών κανόνων (Συμβούλιο της Ευρώπης, Επιτροπή Υπουργών 1973), η οποία αναφέρεται «στην εξασφάλιση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του κρατούμενου», στη Σύσταση R (87) 3 της Επιτροπής των Υπουργών των Κρατών - Μελών σχετικά με τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες (Συμβούλιο της Ευρώπης 1987), που «παροτρύνει τις σωφρονιστικές διοικήσεις να αναπτύξουν μια πολιτική, μια διαχείριση και μια πρακτική που να θεμελιώνονται στις σύγχρονες αρχές του σκοπού (:επανένταξης) και της επιείκειας» κ.ά.
Διεθνής διάστασηΣήμερα, η διαρκώς αυξανόμενη διεθνοποίηση της σωφρονιστικής πολιτικής οδηγεί και την εθνική σωφρονιστική πολιτική μας να αξιολογείται πλέον με βάση διεθνείς πάγιους κανόνες2. Και τούτη είναι μία διάσταση που η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη, όταν νομοθετήσει τη μεταφορά της αρμοδιότητας αυτής από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Η φυλακή ούτως ή άλλος είναι ένα περίκλειστος χώρος, όπου δύσκολα όσα συμβαίνουν μέσα μπορούν να γίνουν γνωστά. Στο εξαιρετικό βιβλίο του Π. Λάμπρου, Στη χώρα των κλουβιών, η Κ. Γκουλιώνη στο τελευταίο γράμμα της προς τους οικείους της, αναφέρει ότι η ονομασία Ελεώνα, του τόπου που βρίσκονται οι γυναικείες φυλακές, προέρχεται από το ελέω Θεού και όχι από τις ελιές. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, γιατί ο έλεγχος της νομιμότητας της μεταχείρισης των κρατουμένων έχει ήδη ανατεθεί από το νόμο σε δικαστή.
Ο εγκλεισμός ως η κυρίαρχη μορφή σωφρονισμού ιστορικά δεν κατάφερε ποτέ να εξαφανίσει το έγκλημα, ούτε καν να το περιορίσει. Αντίθετα θεσμοί, όπως οι εναλλακτικές μορφές έκτισης ποινών, η κοινωφελής εργασία, η συμμετοχή στην κοινότητα έχουν τη δύναμη να αναμετρηθούν με ζητήματα, που οι φυλακές ποτέ δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν παραγωγικά. Αλλά αυτό έχει σχέση με την ιδεολογία και όχι με τη μιντιακή επικοινωνία.
Ματίνα ΠούλουΔικηγόρος/ πρώην μέλος ΚεντρικούΕπιστημονικού Συμβουλίου ΦυλακώνΣημειώσεις:
1. Κ. Σπινέλλη, Ν.Κουράκης, Σωφρονιστική Νομοθεσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 1992 σελ. 49
2. Έτσι Α. Πιτσελά, Διεθνή Κείμενα Σωφρονιστικής Πολιτικής 2003