Της Όλγας ΣτέφουΕκάμαμεν Επανάστασιν Κοινοβουλευτικιά. Νούδε τανκς, νούδε όπλα. Μόνον γκεμπελισμός, ως οφείλει κάθε αστική, μα παρακμάζουσα, δημοκρατία που σεβάστηκε κάποτε τον εαυτό της. Τώρα μόνον κατουράει τα ξεφτισμένα της πλούτη.
Εκάμαμεν Επανάστασιν στο λυκόφως του παλιού κόσμου, του δώσαμε μια τελευταία ανάσα, ρόγχο, βρόγχο, ένεση και τέλμα. Εναλλάξ. Κι εκλεγήκαμε πάνω σε θρυμματισμένα φαντασιακά πλούτου και μεγαλείου. Κι η Μαντάμ Σουσού κι ο Μπύθουλας ψήφισαν γαλάζιες γραβάτες. Κι υποσχέσεις που δεν δόθηκαν ποτέ: Να γίνουμε τρανοί, σαν τους Τιτάνες, να μας ρίξουνε στα Τάρταρα οι Ολύμπιοι θεοί
Αλλά εκλεχτήκαμε. Επισυνέβη μία νίκη. Κι εμείς την αδράξαμε κι αρχίσαμε.
Θα κερδίσει η τάξη μαςΟ σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε. Έτσι λέει ένα τραγούδι.
Θα σας καταργήσουμε. Εσάς όλους. Θα καταργήσουμε εσάς, το φαντασιακό σας, την Υγεία σας, την Παιδεία σας, το θυμικό σας. Θα μπούμε στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, θα στείλουμε παπάδες στα παιδιά σας, θα πνίξουμε φτωχούς, θα πνίξουμε και ξένους κι αρχίζει το πάρτι του αιώνα.
Τι θες; Ιστορικό συμβιβασμό; Πάρε έναν μπάτσο. Τι θες; Σπίτι καθαρό; Πάρε έναν μπάτσο. Τι θες; Θες δεν θες, μπάτσο θα πάρεις. Αστυνόμε; Αστυνόμε, τράβα μια γκλομπιά. Σείρε απ’ τα μαλλιά. Ασφάλεια ζητήσατε, ασφάλεια θα λάβετε. Ντυμένη με πολιτικά.
Όλοι οι γέροι έχουν να λένε ιστορίες. Εμείς ξεκινήσαμε ήδη να σαπίζουμε. Όλοι οι γέροι λένε ιστορίες. Οι σαπίζοντες τις λένε καθώς βρωμούν.
Κι εμείς ιστορίες γεμάτες βρώμα ήρθαμε να πούμε. Ήρθαμε να βάλουμε τους λίγους στη θέση των πολλών. Ήρθαμε να διεκδικήσουμε πίσω τις ώρες που μας στέρησαν. Στον πόλεμο πάντοτε κάποιος κερδίζει. Σε αυτόν τον πόλεμο, θα κερδίσει η τάξη μας.
Η δική μας ιστορίαΚαι θα σας πούμε την δική μας ιστορία. Φτιάξαμε έναν κόσμο άδικο, των λίγων. Κι όποτε οι πολλοί υπέφεραν από την πείνα και τον θάνατο, ο κόσμος μας κατέρρεε. Ξέραμε πώς να τον πάρουμε πίσω.
Τον πήραμε με αποικίες, τον πήραμε με φασισμό, τον πήραμε με τους ναζί, τον πήραμε με δικτατορίες, τον πήραμε με εκλογές, τον είπαμε δημοκρατίες κι είμαστε πάλι εδώ, στο λυκόφως των ειδώλων μας, να στήσουμε ψευδές εικόνες για εσάς : Τι είστε και ποιοι είστε, αφήστε να το ξέρουμε εμείς.
Νοικοκύρηδες, συμμαζεμένοι, καθαροί κι ευλογημένοι. Πλούσιοι και αποφασισμένοι. Πατριώτες και εκνευρισμένοι. Κι εμείς, εμείς, του τέλους οι βασιλείς, χωροφυλάκοι και εντολείς, εμείς, εμείς, στον αγώνα μας συνεπείς, ήρθαμε.
Ήρθαμε να υπερασπιστούμε με όπλο τις ψευδαισθήσεις των φτωχών, έναν κόσμο που καταρρέει.
Εκάμαμεν Επανάστασιν κι ήσασταν τα τανκς μας.
Κι αυτή είναι η γέρική μας ιστορία.
Και η ιστορία της ΑρτέμιδαςΗ Νιόβη ήταν βασίλισσα με 7 γιους και 7 κόρες. Το μικρότερο παιδί της ήταν κορίτσι.
Υπεραγαπούσε τα παιδιά της, ήταν περήφανη που ήταν μάνα. Κάποτε προκάλεσε την Λητώ, τη μητέρα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας. Είπε πως εκείνη έχει 14 παιδιά, ενώ η Λητώ μονάχα 2.
Η Λητώ γέννησε τα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμις κατατρεγμένη. Η Ήρα είχε απαγορεύσει σε όλα τα νησιά να δεχτεί την ετοιμόγεννη, εκτός από ένα, την Δήλο.
Η Λητώ θύμωσε πολύ που την είπε η Νιόβη κατώτερη μάνα. Έτσι, φώναξε τα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη και τα πρόσταξε: Θα της σκοτώσετε τα 7 της αγόρια και τα 7 της κορίτσια με τα φοβερά της τόξα.
Και πήγαν. Μπήκαν στο παλάτι της Νιόβης κι άρχισαν τη σφαγή.
Η Νιόβη ούρλιαζε από τον πόνο. Ο Απόλλωνας σκότωνε με τα βέλη του τα αγόρια. Η Άρτεμις τα κορίτσια. Στο τέλος έμεινε μόνο ένα κοριτσάκι, το μικρότερο παιδί, 7 χρονών.
Η Νιόβη παρακάλεσε, παρακάλεσε, «αφήστε μου μόνο το ένα, το μικρότερο». Παρακάλεσε την Λητώ, ζήτησε συγγνώμη, είπε «εσύ είσαι η καλύτερη μητέρα, άσε μου μόνο το τελευταίο μου παιδί». Αλλά η Άρτεμις τεντωσε το τόξο της και με το τελευταίο βέλος, σκότωσε το κοριτσάκι που είχε απομείνει στη Νιόβη.
Η καημένη, λεηλατηθηκε. Πότε πριν δεν είχε γνωρίσει τέτοια υπεροψία από τους θεούς άνθρωπος. Αλλά δεν πέθανε.
Η καρδιά της Νιόβης πέτρωσε. Και στη συνέχεια, άρχισε κι η υπόλοιπη μα πετρώνει. Κι έγινε βράχος, έπειτα λόφος, έπειτα βουνό. Κι άρχισε να ορθώνεται πάνω και πιο πάνω, απέναντι από τον Όλυμπο. Κι οι θεοί φοβήθηκαν πως θα τους γκρεμίσει.
Κι η Νιόβη έκανε τον πόνο της οργή και ψήλωνε και ψήλωνε κι έφτασε στο ύψος των θεών κι είδε τα παλάτια τους στην κορυφή του Ολύμπου κι εκείνοι δεν μπορούσαν πια να κάνουν απολύτως τίποτα.
Η Νιόβη με το πόνο της τους εξόντωσε, τους σκότωσε και γκρέμισε όλα τους τα παλάτια, τους ναούς, τα πλούτη. Αυτό ήταν το τέλος των θεών του Ολύμπου.