Της Βιβής ΚεφαλάΣτις 16 Ιουλίου συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, την οποία ο τούρκος πρόεδρος χρησιμοποίησε ως μία εξαιρετική ευκαιρία επίδειξης ισχύος. Μάλιστα, η εικόνα της τουρκικής ισχύος την οποία κατασκευάζει ο πρόεδρος Ερντογάν ενισχύθηκε και από την παράδοση του πρώτου φορτίου εξοπλισμού του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 στην Τουρκία, που έγινε στις 12 Ιουλίου. Αποδέκτης αυτής της επίδειξης, όμως, δεν είναι μόνο το εσωτερικό ακροατήριο, αλλά και οι σύμμαχοι και αντίπαλοι της Τουρκίας στο εξωτερικό.
Το εσωτερικό μέτωποΣτο εσωτερικό ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει, πρώτα από όλα, την κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η τουρκική οικονομία, η ανάπτυξη της οποίας του επέτρεψε τη διεύρυνση μίας ισλαμικής αστικής τάξης, η οποία και αποτελεί τη βασική –και σταθερή- δεξαμενή ψήφων για το ΑΚΡ. Έπειτα, έχει να αντιμετωπίσει την ήττα του ΑΚΡ στις επαναληπτικές εκλογές –τις οποίες επέβαλε ο ίδιος, μη αποδεχόμενος την ήττα του υποψηφίου του ΑΚΡ- για τον -άκρως συμβολικό και όχι μόνο- μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο κέρδισαν οι κεμαλιστές. Επίσης, έχει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια διακεκριμένων μελών του κόμματος του, η οποία απορρέει από τον αυταρχισμό του, αλλά και από την απαξίωση και την περιθωριοποίησή τους. Έτσι, μετά την παραίτηση του Αλί Μπαμπατζάν, ιδρυτικού στελέχους του ΑΚΡ και επί σειρά ετών αντιπροέδρου της κυβέρνησης, πληθαίνουν οι φήμες για επικείμενη διάσπαση του ΑΚΡ.
Στη συνέχεια, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση των κεμαλιστών, οι οποίοι του επιστρέφουν στην πραγματικότητα τον χαρακτηρισμό του εθνικού μειοδότη, χαρακτηρισμό που είχε ο ίδιος χρησιμοποιήσει για τον Μουσταφά Κεμάλ –αν και χωρίς να τον κατονομάσει- όταν ελεεινολογούσε «εκείνους που δέχθηκαν την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, αν και δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του τουρκικού έθνους». Ενισχυμένος από τη διάχυτη δυσαρέσκεια, ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, στις 19 Ιουνίου ανταπέδωσε τις κατηγορίες στο ΑΚΡ –δηλαδή τον ίδιο τον τούρκο πρόεδρο- ότι σιωπά για την κατοχή 16 τουρκικών νησιών στο Αιγαίο (sic!) ενώ δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο ως «ειρηνευτική επιχείρηση» (sic!) και βεβαίως να ζητήσει την διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους. Τέλος, οι αρνητικές δηλώσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων για την περιφερειακή πολιτική της Άγκυρας επιτείνουν το δυσμενές κλίμα που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό της χώρας εναντίον του Τούρκου προέδρου.
Το εξωτερικό μέτωποΌσον αφορά την εξωτερική του πολιτική, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εδώ και καιρό καταφέρει να δημιουργήσει ένα τέλειο αδιέξοδο, που συντηρείται από μία ασταθή ισορροπία, η οποία διατηρείται διότι η κατάρρευση της θα κοστίσει σε όλους τους εμπλεκόμενους. Πράγματι, ο τούρκος πρόεδρος επιδιώκει την ενδυνάμωση της χώρας του –και τη δική του- κάνοντας άλματα στο κενό, με τη βεβαιότητα(;) ότι η ρευστή και συγκρουσιακή κατάσταση που επικρατεί στις γειτονικές χώρες του επιτρέπει να τονίζει ότι η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη χώρα για να αγνοηθούν τα αιτήματα της είτε αυτά είναι η εξαφάνιση των Κούρδων της Συρίας –και βεβαίως της Τουρκίας- είτε αυτό είναι η νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο είτε αυτό είναι το Αιγαίο είτε, τέλος, αυτό είναι οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ και την Ρωσία.
Παρά τα όσα νομίζει όμως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και τα όσα ισχυρίζεται για την προάσπιση των νόμιμων δικαιωμάτων της χώρας του, επικαλούμενος μάλιστα τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου (!) το βάρος της Τουρκίας δεν είναι ικανό να εξασφαλίσει την επίτευξη των στόχων του, διότι οι εμπλεκόμενοι δρώντες ούτε λίγοι είναι ούτε αμελητέοι. Έτσι, ο τούρκος πρόεδρος εκτοξεύει συστηματικά απειλές εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, προχωρά σε έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας με την αποστολή του Φατίχζ και του Γιαβούζ συνοδεία πολεμικών πλοίων, πράγμα το οποίο ανάγκασε τους Ευρωπαίους να επιβάλλουν μάλλον ήπιες οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία, συνοδευόμενες από προτροπές περί σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας. Τέλος, ο πρόεδρος Ερντογάν διαρρηγνύει τα ιμάτια του για την «προστασία των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων έναντι της ελληνοκυπριακής κοινότητας».
Η στάση αυτή αποσκοπεί αφενός στο να δημιουργήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα προβλήματα στις περιφερειακές και διεθνείς συνεργασίες που ήδη υπάρχουν και προωθούν σχέδια για την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ η Τουρκία παραμένει απομονωμένη. Αφετέρου, εκμεταλλευόμενος την διεθνή πολιτική κόπωση σχετικά με το Κυπριακό, αποσκοπεί στην επιβολή της λύσης της διχοτόμησης της Κύπρου, η οποία -εφόσον συντελεστεί- θα σημαίνει και διχοτόμηση της κυπριακής ΑΟΖ, που κατ’ αυτόν τον τρόπο θα περάσει υπό τουρκικό έλεγχο. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται μετά την εξαγγελία της τουρκοκυπριακής πλευράς για το άνοιγμα του Βαρρωσίου, το οποίο θα γίνει ένα «νέο Λάς Βέγκας». Αυτό αποκλείει εκ των πραγμάτων την περιοχή της Αμμοχώστου από τις διαπραγματεύσεις, εάν και όποτε γίνουν, πράγμα που σημαίνει ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά, με την στήριξη της Άγκυρας, δεν σκοπεύει να επιστρέψει τίποτα από τα κατεχόμενα στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όσον αφορά τους S-400 η έναρξη της παραλαβής τους δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές των ΗΠΑ, που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα. Ο πρόεδρος Τράμπ προσπάθησε να δικαιολογήσει την τουρκική στάση, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον προκάτοχό του, ο οποίος αρνήθηκε να προμηθεύσει την Άγκυρα με το αντίστοιχο αμερικανικό σύστημα (!). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την προεδρική λογική, η Τουρκία αναγκάστηκε να κάνει άλλη επιλογή. Τελικά, ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε μέτρα εναντίον της Τουρκίας, όπως ήταν αναγκασμένος, διότι είχαν ήδη αποφασιστεί από το Κογκρέσο σε περίπτωση που η Άγκυρα παραλάμβανε τα επίμαχα οπλικά συστήματα, δηλαδή ότι δεν θα της παραδοθούν τα F-35 και βεβαίως ότι θα αποκλειστεί από το πρόγραμμα συμπαραγωγής τους. Αυτό το τελευταίο μέτρο είναι και το οδυνηρότερο για την Άγκυρα, καθώς η συμμετοχή τουρκικών εταιριών θα απέφερε σημαντικά κέρδη, που είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία στην χειμαζόμενη τουρκική οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο πρόεδρος Τράμπ φρόντισε να τονίσει ότι η Τουρκία είναι μία πολύ σημαντική σύμμαχος και οι σχέσεις των δύο χωρών είναι πολυεπίπεδες, ενώ αναμένεται να επιλέξει τα ηπιότερα πρόσθετα μέτρα εναντίον της Τουρκίας από αυτά που προβλέπονται στον Νόμο περί αντιμετώπισης των αντιπάλων των ΗΠΑ μέσω κυρώσεων (CAATSA).
Νέες απειλές και αβεβαιότητεςΌπως προκύπτει, η αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας με στόχο να εξαναγκάσει τους πάντες να της εκχωρήσουν όλα όσα διεκδικεί αλλά δεν δικαιούται, δημιουργεί νέες απειλές και αβεβαιότητες σε μία ήδη βεβαρυμμένη περιοχή. Την ίδια στιγμή, οι δυνατότητες άσκησης πιέσεων στην Άγκυρα για σεβασμό στοιχειωδών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου είναι εξαιρετικά περιορισμένες, διότι η Τουρκία αποτελεί έναν αναγκαίο εταίρο για το ΝΑΤΟ αλλά και για την Ε.Ε., τουλάχιστον για την ανάσχεση των προσφυγικών ροών. Το αδιέξοδο ολοκληρώνεται, από το γεγονός ότι η πολιτική συνοχή κάθε άλλο παρά αποτελεί χαρακτηριστικό της Ε.Ε. όπως επίσης και από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπάρχει σαφής διάσταση απόψεων και πολιτικής μεταξύ του προεδρικού επιτελείου και των υπόλοιπων θεσμικών πολιτικών κέντρων της χώρας.
Προς το παρόν, λοιπόν, ο τούρκος πρόεδρος βγαίνει κερδισμένος. Για πόσο όμως;