Του Στίβεν Φόρτι*Απόλυτο αδιέξοδο. Η Ισπανία είναι εγκλωβισμένη. Τίποτα δεν άλλαξε από τα τέλη Ιουλίου, μετά την αποτυχημένη συνεδρίαση ανάθεσης της διακυβέρνησης κατά την οποία το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) και το Unidas Podemos (UP) δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν για να σχηματίσουν μια αριστερή κυβέρνηση στη Μαδρίτη. Στην περίοδο του θερινού διαλείμματος υπήρξαν δηλώσεις, πιέσεις, προσπάθειες άτολμων προσεγγίσεων, αλλά τίποτα σοβαρό. Η πολιτική πήγε κι αυτή διακοπές, μέσα σε ένα κλίμα γενικής κόπωσης έναντι των κομμάτων. Με λίγα λόγια, βρισκόμαστε στο σημείο εκκίνησης, αλλά με μια μεγάλη διαφορά: απομένουν μόνο δύο εβδομάδες για να γίνει κατανοητό αν υπάρχουν περιθώρια για κάποια μορφή συμφωνίας. Αν την 23η Σεπτεμβρίου δεν έχει σχηματιστεί μια κυβέρνηση, το ισπανικό Σύνταγμα προβλέπει την αυτόματη προσφυγή σε νέες εκλογές, που θα γίνουν τη 10η Νοεμβρίου. Θα είναι η τέταρτη φορά μέσα σε μόνο τέσσερα χρόνια. Ένα αρνητικό ρεκόρ, αναμφίβολα.
Οι μετεκλογικές εξελίξειςΑς ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: την 28η Απριλίου έλαβαν χώρα οι βουλευτικές εκλογές τις οποίες κέρδισαν οι σοσιαλιστές με 28,7%. Ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα για το PSOE, αλλά όχι αρκετό για να κυβερνήσει. Ο Πέδρο Σάντσεθ χρειάζεται και τις ψήφους του Unidas Podemos (14,3%) και τη στήριξη ή την αποχή του Compromís της Βαλένθια, του Περιφερειακού Κόμματος της Κανταβρίας, του Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος και τουλάχιστον ενός ή δύο αυτονομιστικών καταλανικών κομμάτων. Δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, εφόσον αυτοί οι σχηματισμοί εγγυήθηκαν ότι δεν θα εμπόδιζαν κάποια συμφωνία μεταξύ του PSOE και του UP. Δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει κάποιος που να θέλει να ρισκάρει την επιστροφή της δεξιάς στην εξουσία. Τον Μάιο η Ισπανία φαινόταν ότι βάδιζε προς μια προοδευτική κυβέρνηση: έπρεπε μόνο να καταλάβουμε αν θα επρόκειτο για μια κυβέρνηση συνασπισμού PSOE-UP ή σοσιαλιστικής μειοψηφίας (ανάλογη με το πορτογαλικό μοντέλο). Το Podemos υπερασπιζόταν την πρώτη επιλογή, ο Σάντσεθ προτιμούσε τη δεύτερη.
Αυτό που άλλαξε ριζικά τα πράγματα ήταν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου, όπου οι σοσιαλιστές ενισχύθηκαν και το Unidas Podemos υπέστη πανωλεθρία. Το PSOE, και κυρίως η ομάδα κοντά στον Σάντσεθ, κατάλαβε ότι μπορούσε να πετύχει πολλά, αποφεύγοντας να υποχωρήσει σε οτιδήποτε. Οι σοσιαλιστές έχασαν χρόνο, αποφεύγοντας τις συναντήσεις με τον Ιγκλέσιας και τους συντρόφους του. Προώθησαν στη συνέχεια μια μιντιακή καμπάνια υποστηρίζοντας ότι το Podemos δεν θα ήταν ένας αξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος, κυρίως σε ευαίσθητα θέματα όπως η καταλανική κρίση ή κάποιες επιλογές εξωτερικής πολιτικής, π.χ. Βενεζουέλα. Τέλος, έθεσαν βέτο στη συμμετοχή του Ιγκλέσιας στην κυβέρνηση. Δεν είχε αποτέλεσμα ούτε το γεγονός ότι ο Ιγκλέσιας στα μέσα Ιουλίου δήλωσε ότι θα δεχόταν τη γραμμή εξωτερικής πολιτικής και την απόφαση του PSOE για το καταλανικό ζήτημα, ούτε ότι παραιτήθηκε από τη συμμετοχή του στο υπουργικό συμβούλιο. Τίποτα. Οι διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής δεν εξομάλυναν τις διαφορές και φθάσαμε στο πλήρες αδιέξοδο της συνεδρίασης για την ανάθεση της διακυβέρνησης της 23ης-25ης Ιουλίου.
Διφορούμενη πρόταση συμφωνίαςΑπό τότε, όπως είπαμε, δεν άλλαξε κάτι. Ο Σάντσεθ εκμεταλλεύτηκε τον μήνα Αύγουστο για να συναντηθεί με συλλογικούς φορείς, συνδικάτα και συλλόγους της κοινωνίας των πολιτών. Την 3η Σεπτεμβρίου παρουσίασε τέλος ένα «κοινό προοδευτικό πρόγραμμα» αποτελούμενο από 370 μέτρα που κλείνουν το μάτι σε πολλές από τις προτάσεις του κόμματος του Ιγκλέσιας, έστω και κάπως άχρωμες. Στην πραγματικότητα η εντύπωση είναι ότι πρόκειται για την πρώτη πράξη μιας μακράς προεκλογικής εκστρατείας για να επιρριφθούν οι ενοχές πάνω στο Podemos. Οι σοσιαλιστές εν ολίγοις ζητάνε από το UP να υπογράψει μια συμφωνία χωρίς να μπει στο υπουργικό συμβούλιο, προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποια απροσδιόριστα αξιώματα στη διοίκηση του κράτους. Ταυτόχρονα αυξάνουν την πίεση, συναντώντας τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς που ζητάνε από τον Ιγκλέσιας, άμεσα ή έμμεσα, να υποχωρήσει. Παρότι στο εσωτερικό του Podemos υπάρχουν διαφορετικές θέσεις ως προς αυτό –κάποιες ομάδες είναι υπέρ του να δοθεί μόνο η εξωτερική στήριξη στον Σάντσεθ–, ο Ιγκλέσιας μοιάζει αμετάπειστος: ή θα γίνει κυβέρνηση συνασπισμού ή τίποτα. Αυτές οι θέσεις επαναλήφθηκαν και από τις δύο πλευρές στην πρώτη συνεδρίαση των αντιπροσωπειών των δύο κομμάτων που συναντήθηκαν την περασμένη Πέμπτη.
Τα βασικά ζητήματα είναι ουσιαστικά δύο. Από τη μια πλευρά, ολόκληρη η στρατηγική του Ιγκλέσιας στα δύο τελευταία χρόνια βασίζεται στην υπεράσπιση της εισόδου στην κυβέρνηση ως πολιτικού ορίζοντα: το να μείνει εκτός θα φανεί ως ήττα. Επιπλέον το κόμμα, αποδυναμωμένο σε σχέση με το 2015-2016, διατρέχεται από ουκ ολίγες εσωτερικές εντάσεις και υποφέρει ακόμη από την εγκατάλειψη του πρώην νούμερο δύο, Ινίγκο Ερεχόν, ο οποίος είναι πιθανό ότι θα προωθήσει μια νέα πολιτική πλατφόρμα σε εθνικό επίπεδο. Από την άλλη, υπάρχει η ανικανότητα και η απροθυμία του PSOE, που ξαναβρήκε την αυτοπεποίθηση που έχει χάσει στα χρόνια της κρίσης, να κυβερνήσει στη Μαδρίτη μαζί με αυτούς που βρίσκονται στα αριστερά του (ενώ σε περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο οι συμφωνίες επιτεύχθηκαν με μεγαλύτερη ευκολία). Μια ιστορία που ξαναείδαμε τον καιρό της Ενωμένης Αριστεράς. Η αίσθηση είναι ότι ο στόχος του PSOE είναι να ταπεινώσει ή να θέσει εκτός κυκλοφορίας το Podemos, έναν αντίπαλο τον οποίο, παρόλο που δεν μπορεί πια να αποβλέπει στην πολυπόθητη «προσπέραση» των σοσιαλιστών, βλέπει ως εχθρό ή, το λιγότερο, ως ενόχληση. Είναι γεγονός ότι παίζει με τη φωτιά. Αν η Ισπανία πάει σε νέες εκλογές, εκτός από το γεγονός ότι αυτό αποτελεί μια πολιτική ήττα για όλους, τα πιθανά σενάρια φαίνεται να είναι μόνο δύο: ή μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή –άρα θα είμαστε για άλλη μια φορά στο σημείο εκκίνησης– ή μια νίκη της δεξιάς.
Αδιέξοδο;Τίποτα δεν είναι δεδομένο, αυτό είναι αλήθεια. Μπορεί να υπάρξουν εκπλήξεις μέχρι την 23η Σεπτεμβρίου. Φαίνεται, όμως, πραγματικά δυσκολότερη μια επίλυση του αδιεξόδου, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη την πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων που προβλέπουν την αναζωπύρωση των εντάσεων στην Καταλονία: την 11η Σεπτεμβρίου, όπως κάθε χρόνο, θα πραγματοποιηθεί η μεγάλη διαδήλωση της «Diada» στη Βαρκελώνη και μέσα στον Οκτώβρη θα εκδοθεί η απόφαση της δίκης των ηγετικών στελεχών των αυτονομιστών που έχουν φυλακιστεί για τα γεγονότα του φθινοπώρου του 2017, την οποία θα ακολουθήσουν, στην πολύ πιθανή περίπτωση μιας καταδίκης, μεγάλες διαμαρτυρίες. Όλα κρέμονται από μια κλωστή, επομένως. Και η αντίστροφη μέτρηση σχεδόν τελειώνει.
*Καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και ερευνητή του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Νέου Πανεπιστημίου της Λισαβόνας.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς