Συνέντευξη με την σκηνοθέτιδα Έφη Θεοδώρου*, με αφορμή την Φαίδρα του Ρακίνα, που ανεβαίνει το επόμενο διάστημα στην ΑθήναΟι ανά την Ελλάδα καλοκαιρινές θεατρικές περιοδείες έχουν πάψει να είναι ελκυστικές, κυρίως γιατί στη διψασμένη περιφέρεια προσκαλούνται –για την ακρίβεια στοιβάζονται στο πρόγραμμα– παραστάσεις χωρίς κριτήριο επιλογής άλλο, εκτός της εμπορικότητας που μπορεί να σηκώσει τα κόστη μιας περιοδείας. Χωρίς πολιτική στον πολιτισμό από τις περισσότερες δημοτικές αρχές και χωρίς προϋπολογισμό για τον πολιτισμό, όποιος αντέχει περιοδεύει και όποιος αντέχει παρακολουθεί. Η σκηνοθέτιδα που δίνει συνέντευξη στην «Εποχή» σήμερα, η Έφη Θεοδώρου, καλείται να ανταποκριθεί σε πολλές από τις αιχμές που προκύπτουν από τις παραπάνω διαπιστώσεις. Πρώτη φορά περιοδεύουσα και πρώτη φορά καλλιτεχνική διευθύντρια σε ΔΗΠΕΘΕ, αυτό της Κρήτης. Με αρκετά βέλη στη φαρέτρα της και εξαιρετικούς συνεργάτες ανέβασε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση της Φαίδρας του Ρακίνα, συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Επιδαύρου και του ΔΗΠΕΘΕΚ. Μας παρακίνησε να παρακολουθήσουμε την παράσταση και μετά το πέρας της παράστασης ζέστανε μέσα μας την ελπίδα για το μέλλον ενός θεσμού ταλαιπωρημένου εν γένει και τραυματισμένου στην Κρήτη.Για του λόγου το αληθές, η παράσταση ανεβαίνει: 11/9 στο Βύρωνα, «Φεστιβάλ στη Σκιά των Bράχων 2019», 15/9, στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου, 20/9, στα Βριλήσσια, «Θέατρο Αλίκη Βουγιουκλάκη», ενώ μετά από παραχώρηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, μία και μοναδική παράσταση θα δοθεί στον αρχαιολογικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας, για περιορισμένο αριθμό θεατών, την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου, στο φως της μέρας.Τη συνέντευξη πήρε η Ζωή ΓεωργούλαΑς ξεκινήσουμε με την επιλογή του έργου. Πώς το επιλέξατε;Το ήξερα λόγω της γαλλικής παιδείας μου, γεγονός που με έχει οδηγήσει αρκετές φορές να σκηνοθετήσω έργα γάλλων δημιουργών. Θέλησα να πιάσω το νήμα της γαλλικής παράδοσης και να συναντήσω τον Ρακίνα. Ήξερα ότι ο Στρατής Πασχάλης έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μετάφραση τέτοιων κειμένων. Η μετάφρασή του αποτέλεσε έναυσμα για να προχωρήσω να προτείνω αυτό το έργο. Μου είχε μιλήσει για την επιθυμία του να ξανακοιτάξει την
Φαίδρα, που ήταν η πρώτη μιας σειράς μεταφράσεων δικών του ήδη από το 1988 –την είχε πρωτοκάνει σε ελεύθερο στίχο και το έργο είχε ανεβάσει, το 1993, ο Γιάννης Χουβαρδάς στο θέατρο Αμόρε με την Όλια Λαζαρίδου ως Φαίδρα. Συνέπεσε με τη δική μου επιθυμία να δουλέψω πάνω σε αυτό το έργο, στη διδασκαλία του, και σε αυτό το λόγο του Σ. Πασχάλη, που αποτελεί καθεαυτό ζήτημα στην απόδοση, πώς δηλαδή εκφέρεται ο στίχος. Το προτείναμε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου και, αφού έγινε δεκτό, στη συνέχεια προέκυψε και η συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης.
Η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη πράγματι δεσπόζει στην παράσταση. Εξαιρετική δουλειά που δημιουργεί ιδιαίτερες απαιτήσεις στην απόδοσή της.Πράγματι. Είναι μια μετάφραση σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο, ακριβής, πολύ κοντά στο πρωτότυπο, ένας άθλος. Από δωδεκασύλλαβο, στον οποίο είναι γραμμένο το πρωτότυπο, αποδόθηκε σε δεκαπεντασύλλαβο, που είναι η επιλογή σε κάθε απόπειρα μετάφρασης κλασικών κειμένων στα ελληνικά –σκέφτομαι πάντα τις εξαιρετικές μεταφράσεις της Χρύσας Προκοπάκη στον
Μισάνθρωπο του Μολιέρου–, γιατί μέσα εκεί χωράει, αποδίδεται καλύτερα η ελληνική γλώσσα. Η
Φαίδρα συγκεκριμένα μεταφράστηκε σε ζευγαρωτό δεκατετρασύλλαβο-δεκαπεντασύλλαβο, γεγονός που, επιπλέον, συναντά τον δεκαπεντασύλλαβο του αναγεννησιακού κρητικού θεάτρου. Αυτή η συνάντηση, μαζί και με την εξοικείωση με τον ίδιο το μύθο, εξηγεί ίσως και την ιδιαίτερα καλή πρόσληψη που είχε το κείμενο στην Κρήτη. Το κείμενο του Ρακίνα, έχοντας και ποιητική διάσταση, είναι ακόμα πιο δύσκολο για την υποκριτική απόδοση.
Η μελωδικότητα και ο ρυθμός του ίδιου του λόγου είναι τέτοια που στην παράσταση η υποκριτική χρειάζεται να παίζει και ρόλο εξισορροπητικό.Ουσιαστικά η υποκριτική χρειάζεται να συγκρατήσει τη μελωδικότητα. Χρειάζεται η ακρίβεια και τα φέροντα νοήματα του λόγου να είναι τέτοια ώστε να μην ακούμε ένα τραγούδι. Άλλωστε η
Φαίδρα πραγματεύεται τραγικά μεγέθη, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης και του προκαθορισμού, πόσο ο άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος και να αποτρέψει το πεπρωμένο. Πώς ο άνθρωπος γίνεται παίγνιο στα χέρια των θεών ή άλλων δυνάμεων μεγαλύτερων από αυτόν. Ερωτήματα που απασχόλησαν το 17ο αιώνα και απασχολούν μέχρι σήμερα τη φιλοσοφία.
Στο μύθο της Φαίδρας έχουν υπάρξει, προγενέστερα και μεταγενέστερα, διαφορετικές εκδοχές που θέτουν την Φαίδρα σε κάπως διαφορετική θέση.Πράγματι, ωστόσο πάντα βλέπουμε ένα διπλό πρόσωπο, του σκότους και του φωτός. Στον Ευριπίδη δεν είναι η ίδια η Φαίδρα τόσο γλαφυρό πρόσωπο, προτάσσεται ο Ιππόλυτος περισσότερο. Στον Ρακίνα, το κεντρικό πρόσωπο είναι η Φαίδρα και η διπλή της φύση. Μια φύση κοντά στην ευριπίδεια Μήδεια: κατάγονται και οι δύο από τον ήλιο και εν τέλει επιθυμούν να ενωθούν με το φως, συμπαρασύροντας τους πάντες στην καταστροφή. Υπάρχει πάντα ένα παιδί που θυσιάζεται σε αυτό το δρόμο, και στις δύο περιπτώσεις. Οι άνθρωποι είναι έρμαια παθών, ο έρωτας είναι ύψιστο κακό που καταβάλλει τους πάντες. Η μόνη αχτίδα φωτός είναι ο έρωτας ανάμεσα στα δύο παιδιά, τον Ιππόλυτο και την Αρικία –άλλη μία ιδιαιτερότητα είναι ότι ο Ιππόλυτος εμφανίζεται ερωτευμένος. Αλλά και αυτός ο έρωτας είναι απαγορευμένος, οπότε πάλι σκοτεινιάζει.
Στην παράσταση αυτή συνεργάζεσαι με δημιουργούς εξαίρετους, ο καθένας στον τομέα του. Εκτός από τον Σ. Πασχάλη στου οποίου τη μετάφραση αναφερθήκαμε, είναι η Εύα Μανιδάκη στα σκηνικά, ο Άγγελος Μέντης στα κοστούμια, ο Κορνήλιος Σελαμσής στη μουσική, ο Λευτέρης Παυλόπουλος στους φωτισμούς. Όλα αυτά τα στοιχεία είχαν ιδιαίτερο ρόλο στην παράσταση. Μίλησε μας για αυτές τις συνεργασίες και τις επιλογές που κάνατε.Είναι πράγματι εξαιρετικοί. Στο σκηνικό επιχειρήσαμε με τρόπο αφαιρετικό και λιτό να έρθουμε κοντά στο ταφικό τοπίο,
στα μνήματα και τους αρχαίους ναούς, όπως λέει το κείμενο. Οι επιτύμβιες στήλες, οι λίγο ανθρωπόμορφες, άσπρες με τα μαύρα ηχεία πάνω τους, κουβαλούν, εκπέμπουν τις φωνές των γάλλων ηθοποιών που εκφέρουν το πρωτότυπο κείμενο. Στόχος ήταν η μουσικότητα του πρωτότυπου κειμένου να μπει σε διάλογο με τη μουσικότητα του νέου μεταφρασμένου κειμένου. Αυτή η ιδέα ξεκινά από το γεγονός ότι ο Σ. Πασχάλης καθώς μετάφραζε από τα γαλλικά, άκουγε τις μεγάλες ερμηνεύτριες, την Σάρα Μπερνάρ, την Μαρί Μπελ να εκφέρουν αυτούς τους στίχους του γαλλικού κειμένου. Πάνω εκεί φτιάχτηκε η μουσική της παράστασης, που δεν έχει κανένα άλλο μουσικό στοιχείο, μόνο τις φωνές επεξεργασμένες.
Η επιθυμία του θανάτου είναι πολύ ισχυρή στο έργο και μολύνει όλα τα πρόσωπα. Κανείς δεν είναι ευτυχής σε αυτή την Τροιζήνα, όλοι είναι βυθισμένοι στο πένθος. Περιφέρονται σαν ιέρειες και ιερείς του πένθους, σαν μαύρες φιγούρες, σχεδόν σαν μοναχοί. Αυτό αποδώσαμε με τα κοστούμια, ότι τα σώματα έχουν παραδοθεί σε κάτι ανώτερο.
Σε αυτό το έργο χρειάστηκε σχεδόν σε κάθε παράσταση να αναπροσαρμόζεις τη σκηνοθεσία με βάση το χώρο που παίζατε. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία, τι σας δίδαξε;Είχα ακούσει από φίλους καλλιτέχνες να μιλούν για αυτήν την περιπέτεια, αλλά για μένα ήταν η πρώτη φορά που έζησα την εμπειρία της περιοδείας. Το σκηνικό μπορεί να προσαρμοστεί με κάποιους τρόπους από θέατρο σε θέατρο. Το είχαμε προβλέψει. Το ζήτημα είναι για τους ηθοποιούς, που καλούνται να σηκώσουν το βάρος της κάθε παράστασης, που η σχέση σκηνής και πλατείας αλλάζει, που οι ήχοι της φύσης ή της πόλης αλλάζουν. Αυτό που μαθαίνουμε είναι ότι κάνουμε θέατρο επί ποινή θανάτου, πρέπει να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας σε οποιαδήποτε συνθήκη.
Οπωσδήποτε ήταν «αποκάλυψη» το θέατρο της Ανατολικής Τάφρου στα Χανιά, που απέχει πολύ από το να είναι κατάλληλο για θεατρικές παραστάσεις, ιδιαίτερα τέτοιου είδους.Οπωσδήποτε είναι καταλληλότερο για άλλου είδους θεάματα ή παραστάσεις, πιο εξωστρεφή, που δεν φοβούνται το χάσμα μεταξύ σκηνής και θεατών. Χρειάζεται συνεργασία και με τον Δήμο Χανίων και με άλλους φορείς για να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις όπου να προσαρμόζονται καλύτερα οι κάθε λογής παραστάσεις που θα σχεδιάσουμε.
Πώς σχεδιάζεις και πώς ονειρεύεσαι τα επόμενα βήματα του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης;Ονειρεύομαι μια πολύ ανοιχτή δομή και προς τους πολίτες και προς τους φορείς της πόλης. Η περιφέρεια σήμερα, που το κέντρο έχει κατά κάποιο τρόπο κορεστεί, μπορεί να παίξει σημαντικό καλλιτεχνικό ρόλο. Πιστεύω ότι χρειάζεται να δούμε το ζήτημα της έδρας του ΔΗΠΕΘΕΚ, διότι δεν έχουμε ακόμα δικό μας χώρο αλλά χρησιμοποιούμε ως φιλοξενούμενοι τη σκηνή του Βενιζέλειου Ωδείου. Είναι μεν ένας όμορφος χώρος, που θα γινόταν καταλληλότερος αν τον ανακαινίζαμε, είμαστε δε πολλοί οι φιλοξενούμενοι, οπότε δεν μπορούμε να δώσουμε τη δική μας ταυτότητα στο χώρο. Χρειάζεται λοιπόν να ανοιχτούμε στην πόλη και για αυτό το λόγο, για να βρούμε και άλλους πολλούς εναλλακτικούς χώρους. Επιπλέον κρίνω ότι πρέπει να ανοιχτούμε και στις άλλες πόλεις του νησιού και με αυτό το σκοπό ήδη συναντήθηκα με τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου Ηρακλείου, Μύρωνα Μιχαηλίδη. Υπάρχει το αίτημα το ΔΗΠΕΘΕΚ να ταξιδεύει περισσότερο σε όλη την Κρήτη. Εδώ χρειαζόμαστε και την αρωγή του υπουργείου Πολιτισμού ώστε να ανταποκρινόμαστε σε αυτό το ρόλο μας να είμαστε θέατρο όλης της Κρήτης.
Παράλληλα, το νησί διακρίνεται από μεγάλη αγάπη για το θέατρο αφού υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες και ομάδες. Υπάρχει άνθιση του ερασιτεχνικού θεάτρου, όμως χρειάζεται να σκεφτούμε πάνω στο διαχωρισμό επαγγελματικού και ερασιτεχνικού θεάτρου.
* Η Έφη Θεοδώρου είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986), με σπουδές Θεατρολογίας στο Université de la Sorbonne Nouvelle - Paris III: Licence d’Etudes Théâtrales (1987), Maitrise d’Etudes Théâtrales (1988), D.E.A. d’Etudes Théâtrales (1990). Μαθήτευσε πλάι στους σκηνοθέτες: Αντουάν Βιτέζ, Γιάννη Κόκκο, Ανατόλι Βασίλιεφ, Αναστασία Βερτίνσκαγια και Αλεξάντερ Καλιάγκιν. Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης πλάι στους: Γιάννη Χουβαρδά, Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, Μιχαήλ Μαρμαρινό και ως καλλιτεχνική συνεργάτιδα του Γκρεγκουάρ Ινγκόλντ.Το διάστημα 1996-1999 ήταν βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου «Αμόρε» (Γιάννης Χουβαρδάς). Το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 δίδαξε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. Το 2014 και το 2015 δίδαξε στους κύκλους εργαστηρίων που διοργανώνει το BIOS για νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Από τον Οκτώβριο του 2015 διδάσκει υποκριτική στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη.Το διάστημα 2007-2013 υπήρξε αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου στο πλευρό του Γιάννη Χουβαρδά.Τον Μάιο του 2013 τιμήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία με τον τίτλο του «Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών».Από τον Απρίλιο του 2019 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης (2019-22).