Του Βασίλη Παπαδόπουλου*Η ανακοίνωση του ΚΥΣΕΑ της προηγούμενης εβδομάδας επανάφερε στο προσκήνιο το προσφυγικό ζήτημα. Για όσους ασχολούνται με το ζήτημα, η έλευση προσφύγων στην Ελλάδα ποτέ δεν σταμάτησε μετά την κρίση του 2015-2016, αλλά περιορίστηκε ενόψει του κλεισίματος του βαλκανικού διαδρόμου και του περιορισμού των προσφύγων στα νησιά, συνεπεία της εφαρμογής της κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας.
Το σύστημα υποδοχής και ασύλου που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το 2016 λειτούργησε πάνω στη συγκέντρωση προσφύγων στα ελληνικά νησιά επί μακρόν, με σκοπό να μειώσει τη ροή προς την ενδοχώρα και να αποτρέψει τη μετακίνηση προς την Ευρώπη. Το σύστημα ήταν από την αρχή εύθραυστο, καθώς οι αριθμοί προσφύγων στα ελληνικά νησιά ήταν σταθερά πάνω από τη δυνατότητα των υπηρεσιών να ανταποκριθούν, τόσο στις ανάγκες υποδοχής, όσο και στην ανάγκη εξέτασης των αιτημάτων ασύλου.
Ο εγκλωβισμός πληθυσμού πλέον των 15.000 αιτούντων άσυλο στα 5 κύρια νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, σε κέντρα και δομές διαφόρων ειδών, χωρητικότητας περίπου 10.000 θέσεων, ποτέ δεν επέτρεψε την ομαλοποίηση του συστήματος. Αντίθετα επέτεινε τον πόνο και τη δυστυχία των προσφύγων και μεταναστών που παρέμεναν υπό άθλιες συνθήκες.
Αρκούσε μια μικρή αύξηση ροών το φετινό καλοκαίρι (σήμερα στα νησιά βρίσκονται περίπου 24.000 πρόσφυγες) για να ξαναφέρει για πολλοστή φορά τα κέντρα φιλοξενίας των νησιών σε κατάσταση κρίσης, ακόμη και με συμπλοκές, που οδήγησαν πρόσφατα και σε θάνατο ασυνόδευτου ανηλίκου, και ενίοτε μικρές εξεγέρσεις.
Η δε διαδικασία ασύλου, υπό τις συνθήκες αυτές από το 2016, ουδέποτε μπόρεσε να λειτουργήσει κανονικά, αυξάνοντας συνεχώς τις καθυστερήσεις, οι οποίες σωρεύονταν και μπλόκαραν το σύστημα.
Έτσι οι επιστροφές στις οποίες ομνύουν οι εκάστοτε ιθύνοντες και καταδικάζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν πραγματοποιεί, είναι άγνωστο πως μπορούν να γίνουν, όταν ήδη η διαδικασία σε α’ βαθμό στα περισσότερα από τα νησιά διαρκεί από 6 έως 12 ή και πολύ περισσότερο μήνες. Οι δε απορριφθέντες αιτούντες άσυλο που αναφέρονται στην ανακοίνωση του ΚΥΣΕΑ, δεν ανευρέθηκαν ουδέποτε, ούτε στις κατά καιρούς σκούπες της αστυνομίας μέσα στα κέντρα, που μόνο αναστάτωση και περαιτέρω καθυστέρηση προκάλεσαν.
Όσο τα κέντρα στα νησιά βρίσκονται σε κατάσταση ασφυξίας, ούτε διαδικασία ασύλου θα μπορεί να ολοκληρωθεί κανονικά, ούτε απελάσεις – επιστροφές θα μπορούν να γίνουν.
Δεν ευθύνεται ο δεύτερος βαθμόςΤο δε σύστημα εξέτασης προσφυγών σε β’ βαθμό και η δικαστική προστασία ποτέ δεν αποτέλεσαν την πηγή καθυστέρησης της όλης διαδικασίας ασύλου, καθώς αφορούν πολύ μικρότερους αριθμούς από το σύνολο των αιτήσεων ασύλου που υποβάλλονται. Από την άλλη, ο δεύτερος βαθμός εξέτασης αιτήσεων ασύλου προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και δεν μπορεί να καταργηθεί, κάτι το οποίο συνειδητοποίησε, ευτυχώς, η κυβέρνηση και ανασκεύασε την αρχική ανακοίνωση, με διορθωτικές δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου και του υπουργού Επικρατείας, που έχει αναλάβει την εποπτεία του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης.
Ούτε επίσης η δικαστική προστασία μπορεί να καταργηθεί, καθώς κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η σκέψη δε για συγχώνευση του δεύτερου βαθμού με τη δικαστική προστασία δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία ήδη έθεσε με ανακοίνωσή της η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, ενώ η πρόβλεψη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για ουσία εξέταση των αιτημάτων ασύλου σε β΄ βαθμό, με υποχρεωτική χορήγηση δωρεάν νομικής συνδρομής και με χορήγηση αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων που μας αφορούν (ακόμη και της περίπτωσης των Σύριων αιτούντων άσυλο, για τους οποίους μπορεί να χαρακτηρισθεί η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα, σύμφωνα με την κοινή δήλωση ΕΕ – Τουρκίας) δεν αφήνει περιθώρια για συντόμευση διαδικασίας. Αντίθετα, προοιωνίζει ατέρμονο κύκλο δικαστικών διενέξεων, που, αν υπάρξει αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, θα συμπεριλάβει και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Χωρίς σχέδιοΠρος το παρόν υλοποιείται το πρώτο σκέλος της ανακοίνωσης: η μεταφορά των αιτούντων στην ενδοχώρα, που γίνεται και πάλι εσπευσμένα, χωρίς σχέδιο και χωρίς ισομερή κατανομή των προσφύγων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Έτσι οι τοπικοί άρχοντες και πάλι πιέζουν για αντισταθμίσματα ή εξεγείρουν τις τοπικές κοινωνίες εναντίον ενός άγνωστου εχθρού. Η άκρα δεξιά ομιλεί ήδη για αποβάσεις, εποικισμούς, αλλοίωση της σύνθεσης του έθνους. Όσο δε η κυβέρνηση υποχωρεί και αποδέχεται πρακτικές σαν του δημάρχου Αχαρνών που, την προηγούμενη της ανάληψης των καθηκόντων του, εξασφάλισε από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη την εκ νέου μεταφορά οικογενειών που είχαν προηγούμενα εκδιωχθεί από κατάληψη στα Εξάρχεια, τόσο η αντιμετώπιση του ζητήματος θα παραμένει αποσπασματική και προβληματική.
Η δε αύξηση της επιτήρησης των συνόρων, οι κάμερες, τα drones, τα ευέλικτα μικρά σκάφη που θα εντοπίζουν μετακίνηση από τα τουρκικά παράλια στα ελληνικά, δεν γνωρίζουμε πώς θα σταματήσουν τους πρόσφυγες, που εκδιώκονται από τις χώρες τους και από την Τουρκία, να φθάνουν στα ελληνικά παράλια. Ελπίζουμε δε ότι σώφρονες γνώμες δεν θα ωθήσουν την Ελλάδα σε πρακτικές Σαλβίνι, οι οποίες ήδη, ευτυχώς, καταδικάστηκαν και στη χώρα του.
Η ένταξη των προσφύγων, ακόμη και στη μικρή Ελλάδα, μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον προωθηθεί με σχέδιο, κατανόηση και ανοχή του άλλου, του ξένου. Η πρόσφατη νέα αύξηση των ροών, πρέπει να ειδωθεί, όχι ως απειλή, αλλά ως πρόκληση.
* Συντονιστής νομικής υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες.