Απόπειρα προσέγγισης όψεων του έργου της Κατερίνας ΜερτζάνηΤης Σοφίας ΤσούρτηΟποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης όψεων του έργου της Κατερίνας Μερτζάνη δίχως τη σοβαρή παράλληλη επεξεργασία του χρονικού παράγοντα, συνήθως καταλήγει σε ατελείς αναγνώσεις αν όχι παραναγνώσεις. Οι σειρές εργασιών της δημιουργού, ενδεικτικά από το it’s this and that and other things στον εκθεσιακό χώρο ΑΔ το 2004 έως το On the path of good intentions στον εκθεσιακό χώρο about to 2011, παρουσιάστηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο επικαθοριστικό της σχέσης μεταξύ θεατή και παραγόμενου έργου.
Special Space II, Acrylics on Canvas, 94x72cm
Το 2004, σε μια χώρα συνεπαρμένη από τη μεγάλη εικόνα και τις μεγάλες διοργανώσεις, παραδομένη στη μετατόπιση των ορίων της απόλαυσης και της κακής αισθητικής ως καθημερινής άσκησης επί χάρτου, η Κατερίνα Μερτζάνη μας έδειχνε τη σχέση με τη λεπτομέρεια, τη σημασία της λεπτομέρειας, του μικρού σχεδόν αδιόρατου κόκκου μιας επιφάνειας που έθετε υπό εξέταση, κι έβαζε κατά τρόπον ευρηματικό να συνυπάρχουν χαρτιά κουζίνας, μελάνια, ακρυλικά και χρυσόσκονη. Το 2011, μας έδειξε πάλι τον τρόπο συνύπαρξης ετερόκλητων υλικών επεξεργασμένων έτσι ώστε να καθίσταται εμφανής η ένταση της διαφοράς τους, του σκληρού με το μαλακό, του ακριβού με το ταπεινό, του αιχμηρού με το απαλό, όμως όλη αυτή η σύνθεση καθ’ όλα ελκυστική και διόλου εξωραϊσμένη εκούσια, έκρυβε ποικίλα μυστικά - ανταμοιβές για τον προσεκτικό θεατή/αναγνώστη: Ενώ ο επιπόλαιος επισκέπτης περιοριζόταν στη θέαση της γοητευτικής παράλληλης συνύπαρξης των πολυτελών ιλουστρασιόν χαρτιών με τα glitter και τη χρυσόσκονη, o ακάματος, ενδεχομένως και φιλύποπτος, φιλότιμος θεατής/αναγνώστης μπορούσε να διακρίνει τη συστηματική εργασία της δημιουργού αναφορικά με το νόημα της σχέσης μεταξύ πρώτης ύλης και ανθρώπινου σώματος, ειδικά όπως αυτό εξελίχθηκε σε περιόδους ιδιαίτερα σκοτεινές, περιόδους μαύρων μεγάλων αφηγήσεων κατά τη νεώτερη ιστορία της ανθρωπότητας. Η Κατερίνα Μερτζάνη το 2011 στη σειρά On the path of good intentions άφησε μεταξύ σκληρού και μαλακού, αιχμηρού και απαλού, ταπεινού και υψηλού, κατά βούληση μικρά χάσματα, ανοιχτές τρύπες-πληγές, χαραμάδες στα έργα της προκειμένου να αναδυθούν θραύσματα συλλογικής μνήμης και ενδεχομένως εθελοντικής άπωσης. Κι έτσι το 2011 με όλες τις καλές προθέσεις εκπεφρασμένες, οι άοκνοι θεατές/ αναγνώστες κατόρθωσαν να δουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το γερμανικό στρατό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανθρωποτοπία εξόριστων πληθυσμών, σύγχρονα και παλαιότερα, εγκαθιδρυμένα εργαστήρια αφανισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μαςΣε παλαιότερή μας εργασία(1) είχαμε υπογραμμίσει ότι δεν προβαίνουμε με ασφάλεια στον ισχυρισμό κατά τον οποίον η δημιουργός είχε με επαρκή σαφήνεια δηλωμένη την πρόθεση της παρουσίασης αυτού του σκοτεινού σημείου της ανθρώπινης βούλησης πίσω από μια καλοδουλεμένη χάρτινη πολυτέλεια. Ωστόσο τονίσαμε ότι δυνάμεθα να διακρίνουμε σ’ αυτές τις χαραμάδες (...) του σχισμένου χαρτιού, του σπασμένου γυαλιού, του ματωμένου κλείστρου, έναν πολιτικό λόγο που αρθρώνεται σε χαμηλές συχνότητες, αργά και σταθερά, ένα λόγο που σίγουρα δεν κραυγάζει, δεν παράγει συνθήματα, δεν πιάνει το κοινό από το λαιμό προκειμένου να αξιωθεί το βλέμμα του. (...) Αν μη τι άλλο σημειώναμε ότι διακρίνουμε ένα λόγο (...) καλών προθέσεων μόνο που στην περίπτωση της δημιουργού, το καλόν της πρόθεσης είναι ένα καλό μάχιμο, ικανό να διαφυλάττει το εγχείρημά της σ’ όλη τη διάστασή του από τη σύλληψη μέχρι την υλοποίηση, ένα καλό που δεν γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ακόμα και για έναν ευγενή σκοπό όπως θα μπορούσε να είναι η μαζικότερη δυνατή απεύθυνση.(...)
Grand Hotel 2017, Acrylics on Newspaper, 73x70cm
Ας μην λησμονούμε ότι το 2011, τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τη χρονιά των «αγανακτισμένων» της Πλατείας Ταχρίρ, της δικής μας Πλατείας Συντάγματος, τη χρονιά των απελπισμένων του κόσμου ετούτου, που η απελπισία τους δεν έπασχε από αφλογιστία, το leitmotif του έξω κόσμου ήταν το αδιέξοδο, η δυστυχία, ο (αυτο)περιορισμός, η υλικοπρακτική ανέχεια, ο λιγότερο ή περισσότερο αιτιολογημένος θυμός και τα paraphernalia του. Η δημιουργός απέναντι σε αυτόν τον ηχητικό, οπτικό και ιδεολογικό θόρυβο εμφανιζόταν στο σημείωμά της στο έντυπο της έκθεσης δηλωτική, καταλήγοντας: Πριν ανακοινωθούν οι αριθμοί των νέων νεκρών, κάνουμε fade out με επιδέξιο χέρι. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μας. Ούτε κι οι στρατιώτες του (...)
Η γεμάτη σύγχυση πραγματικότηταΑπό το 2011 έως το 2019, μια οκταετία μεγάλου θορύβου, μείζονος σημασίας ιστορικών γεγονότων, οι εμπόλεμες συρράξεις, η μετανάστευση, η προσφυγιά, οι αναγκαίες μετακινήσεις πληθυσμών, η διασπορά της ανθρώπινης δυστυχίας και εν γένει του ηθικού και πολιτικού κακού ιδωμένου σε πολλές εκτελέσεις, εγκαταστάθηκαν σαν εικόνες φωτορεπορταζιακές, εικόνες ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος, εικόνες της διπλανής πόρτας στη μνήμη και τη συνείδησή μας. Εκτός από οκταετία της διασποράς του κακού, της ύφεσης, της αστεγίας, της περιθωριοποίησης των περιθωριοποιημένων και της εξασθένησης των πλέον ευάλωτων, αναφερόμαστε σε μια οκταετία μεγάλων διαψεύσεων και υψηλού δείκτη δυσκολίας κατά την προσπάθεια ανασυγκρότησης της αρχικής σύλληψης της διανομής ρόλων. Ποιοι οι καλοί και ποιοι οι κακοί όταν το πολιτικό και ηθικό κακό έχει εγκατασταθεί στη σφαίρα του νομιμοποιημένου, δικαιωμένου, παρουσιασμένου ως «φυσιολογικού» ανθρώπινου ρεπερτορίου συμπεριφορών, συμπεριφορών υπογραμμισμένων δε ως των πλέον κατάλληλων για επιβίωση στους σύγχρονους όρους συλλογικής διαβίωσης;
A new cave 2018, Acrylics collage on paper, 72x71cm
Σε αυτήν εδώ τη γεμάτη σύγχυση πραγματικότητα,την πραγματικότητα χωρίς ηθική σήμανση, δίχως αντίστοιχους οδοδείκτες, φάρους, εν τέλει δίχως ιδιαίτερο φως, η δημιουργός επιλέγει να εμφανιστεί(2) μετά από μια κοπιώδη συστηματική εργασία με δεκατρία έργα που έχουν δεχθεί πλήθος επιστρώσεων χρωματικών, σχεδιαστικών, πλήθος τοποθετήσεων και αφαιρέσεων τμημάτων εικόνας, προκειμένου να αναδείξει τι απέμεινε από μια πολυετή άσκηση μνήμης, τι απέμεινε σε ένα νου που εξακολουθεί να εργάζεται φιλότιμα και να συνεργάζεται με τις άλλες λειτουργίες του οργανισμού, τις συναισθηματικές, τις ψυχολογικές, τις συνειδητές και τις ασυνείδητες, τι κρατήθηκε ορατό και ζωντανό και αναγνωρίσιμο μέσα από τον θόρυβο του πλήθους, των γεγονότων, των εξωτερικών πιέσεων.
Και όπως μπορεί κανείς να προβλέψει από τις επιδιώξεις και τις στοχεύσεις που έχουν προαναφερθεί, πρόκειται περί ενός αναντίρρητα κερδισμένου στοιχήματος.
Ζωντανή κοινότητα ομολόγων ευαισθησιώνΔιότι είτε η δημιουργός αποπειράται να εντοπίσει ένα απωλεσμένο σπήλαιο της ανάμνησης(3) είτε στρέφεται στην αναμνησιολογία μιας χαμένης μεγαλοπρεπούς επίφασης ζωής(4) είτε αναζητά φιλότιμα να βρει τον ειδικό εκείνο απελευθερωτικό χώρο, το πολύτιμο καταφύγιο του καθενός μας(5) σε κάθε περίπτωση ποτέ δεν σβήνει, ποτέ δεν παραμορφώνει κατά βούληση την πραγματικότητα, μόνο αφήνεται στην αποδοχή των ποικίλων στρωμάτων συμβάντων, των ποικίλων στρωμάτων υλικών της μνημοσύνης πριν τα τοποθετήσει σε μια δική της γωνιά-καταφύγιο την επιλογή της. Μας λέει «εγώ αυτό θα έχω να θυμάμαι» κι εμείς προσπαθούμε να αναμετρηθούμε με αυτήν της την τοποθέτηση.
Άραγε διαλέξαμε κάτι να θυμόμαστε από το θόρυβο του πλήθους; Κρατήσαμε προσεκτικά ή επιτρέψαμε να γλυστρήσει μέσα από τα χέρια μας η ακριβή μας στιγμή; Μπορέσαμε να διατηρήσουμε την αίσθηση ακόμα και του ισχυρού πόνου προκειμένου να θυμόμαστε την πρωτογενή διάκριση καλού-κακού σε ένα ανθρωπογεωγραφικό παράδειγμα που πάσχει σοβαρά από περιορισμένη δυνατότητα ανάκλησης γεγονότων και υπόκειται με μεγάλη ευκολία σε διαστροφή του λόγου, στρεψοδικία, κακοπροαίρετη παρερμηνεία της ιστορίας;
Η Κατερίνα Μερτζάνη, ξανά δηλωτική, κλείνει παιγνιωδώς το μάτι στον προσεκτικό, μελετηρό αναγνώστη/θεατή (άλλη μια ανταμοιβή) και παραδέχεται: I never really delete.
Τω όντι, προσθέτει, προσθέτει, διορθώνει και σβήνει μόνο για να δημιουργήσει την αναγκαία αντίσταση σε αυτό που δεν σηκώνεται, σε αυτό που δεν αντέχεται, στην α-σχήμια του κυρίαρχου τοπίου, στο ά-σχημο ως προϋπόθεση επιβίωσης στα σύγχρονα δεδομένα οργανωσιακής κουλτούρας και συνακόλουθα καθημερινότητας. Η δημιουργός δεν υποκύπτει στην ευκολία «φιλοξενίας» μιας ψευδούς μνήμης που δύναται να δημιουργηθεί μέσω της εικόνας, όπως υποδειγματικά έχουν παρουσιάσει οι Annette Kuhn(6) με την Kirstin Mc Allister καθώς επίσης και η Marianne Hirsch.(7) Δεν χάνεται καν στη γοητεία της μελέτης περί αναπαραγωγής των εικόνων, έννοια που εξαιρετικά εύστοχα έχει αναλυθεί από την Cara Finnegan(8).
Η δημιουργός αποφασισμένη, παρουσιάζει αυτό που η ίδια εν τέλει αντέχει και μπορεί να προτείνει στους ακάματους θεατές/αναγνώστες, αυτούς που διακατέχονται από μια περιπετειώδη διάθεση απώλειας εαυτού στο έργο του άλλου, μέσα από μυριάδες στρώματα και επιστρώσεις ιστορικού βιώματος, προσωπικού και συλλογικού, περιρέουσας αντίληψης περί αλήθειας και προσωπικής πρόσληψης αυτής: Η Κατερίνα Μερτζάνη μας δείχνει πώς μπορεί κανείς να βρει την προσωπική του απελευθερωτική γωνιά , μια λύση κοινά αναγνωρίσιμη ως ουτοπική καίτοι υλοποιήσιμη υπό όρους σε ένα υπεραισιόδοξο -βεβαίως- κι ολίγον αφελές σενάριο, εάν πέρα από το στοίχημα της επιλεκτικής μνήμης ή της αναβάπτισης του γεγονότος στην κολυμβήθρα των προσωπικών αντοχών κι αρεσκειών, επιλέξει να αφήσει ανοιχτό ένα παράθυρο για ένα επιπλέον δύσκολο στοίχημα: αυτό της ζωντανής κοινότητας των ομολόγων ευαισθησιών.
Σημειώσεις1. Τσούρτη, Σοφία. «Η Κατερίνα Μερτζάνη στο δρόμο των καλών προθέσεων» , εφημ. «Η Εποχή, Κυριακή 6 Νοεμβρίου 20112. Η αναφορά γίνεται στην τελευταία έκθεση της Κατερίνας Μερτζάνη, με τίτλο Groundless Records (Ανεδαφικές καταγραφές) που παρουσιάστηκε από τις 4 Ιουνίου έως τις 29 Ιουνίου 2019, στην Alma art Gallery (Υψηλάντου 24 Κολωνάκι, Αθήνα 10676, www.galleryalma.com/about)3. A New Cave, 2018, acrylics & collage on paper, 72 x 71 cm4. Grand Hotel, 2017, acrylics on newspaper, 73 x 70 cm5. Special Space acrylics on canvas, 94 x 72 cm6. Annette Kuhn & Kirstin McAllister Emiko (editors) Locating Memory: Photographic Arts. New York: Berghahn Books, 2006.7. Hirsch, Marianne, Family Frames: photography, narrative and postmemory. Cambridge: Harvard UP 20028. Σύμφωνα με την Finnegan (...) Η αναπαραγωγή αναγνωρίζει ότι οι εικόνες δεν είναι υβριδικές οντότητες, ότι δεν τις συναντούμε απομονωμένες και αποσπασματικά, και ότι η τοποθέτησή τους σε μια λογική σύνθεσης (τουλάχιστον σε ό,τι σχετίζεται με τους χώρους προβολής τους στα έντυπα) είναι πάντοτε αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιμελητικών επιλογών και επιλογών τρόπων παρουσίασης περιφερειακών και κεντρικών ιδεών (...) στο Cara A. Finnegan, “Doing Rhetorical History of the Visual: The Photograph and the Archive,” in Defining Visual Rhetorics, ed. Charles Hill and Marguerite Helmers (Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum, 2004.