Το ενεργειακό ζήτημα δεν θα κλείσει εύκολα και στην Ελλάδα. Η «Εποχή», όσο μπορεί, θα δημοσιεύει άρθρα γι’ αυτό, γιατί έχουμε, εκτιμάμε, πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε και ως ΣΥΡΙΖΑ για να συγκροτήσουμε πολιτική, ιδίως αντίστοιχη με όσα πολύ τελευταία διακηρύσσει η ηγεσία του για την κλιματική αλλαγή κτλ. Το δισέλιδο άρθρο του Νίκου Καϊμάκη για το ενεργειακό ζήτημα παρακίνησε τον σύντροφο και φίλο Στάθη Λουκά να μας θυμίσει ένα άρθρο του στην Αυγή το 2009 το οποίο έθετε από τότε – θα λέγαμε προφητικά – ζητήματα που τώρα πρέπει να επιλύσουμε, όσον αφορά την κατεύθυνση, και με την προσείκουσα, βέβαια, αυτοκριτική. Η αναδημοσίευσή του δίνει στη συζήτηση ιστορικό βάθος.
Του Στάθη Λουκά(Αυγή, 02/06/2009)Η σημερινή κρίση θα πρέπει να μας ωθήσει σε μια βαθιά αλλαγή -όχι μόνο των κανόνων της χρηματιστηριακής αγοράς, που ουσιαστικά δεν υπάρχουν- αλλά βασικά στην πραγματική οικονομία. Αρχίζοντας από την αμφισβήτηση της χονδροειδούς ειδωλολατρίας της «αύξησης του ΑΕΠ» (σαν απόλυτο δείκτη ανάπτυξης και ποιότητάς της), που χαρακτηρίζει, χωρίς τεράστιες διαφορές, σημαντικά τμήματα του πολιτικού φάσματος, διαγωνίως από τα αριστερά προς τα δεξιά. Η βιωσιμότητα, που από δεκαετίες προτείνεται από το δυτικοευρωπαϊκό προοδευτικό οικολογικό κίνημα, μπορεί να είναι η πυξίδα προσανατολισμού για μια νέα οικονομία και επόμενα η θεματολογία «της πράσινης οικονομίας» δεν είναι ένα πεδίο σνομπιστικής -και με αυτάρεσκη ανωτερότητα- απόρριψης, αλλά σκληρής μέσα από τα πράγματα, και τη δημιουργία αναγκαίας υποκειμενικότητας, σύγκρουσης και σύγκρισης.
Ενέργεια, κλιματική αλλαγή και ΕυρώπηΣήμερα, με την τεράστια οικονομική κρίση σε έμφαση, τα σοβαρότατα γεγονότα των κλιματικών αλλαγών σε εξέλιξη καταμαρτυρούν δραματικά ότι, στη σχέση ενέργεια-κλίμα, είναι ειδικά η ενέργεια το στοιχείο που μπορεί να προσφέρει το πλαίσιο για μια καινούργια συνολική οικονομική πολιτική, που -μαζί με τη διακυβέρνηση του χώρου- είναι αρχή και τέλος για κάθε πολιτική βιωσιμότητας. Γύρω από τη σχέση ενέργεια-κλιματικές αλλαγές διεξάγεται μια από τις πιο μεγάλες αναμετρήσεις αυτού του αιώνα και η Ευρώπη, με όλες τις ελλείψεις και αντιφάσεις της, ευρίσκεται σε καλή θέση μια και είχε την πολιτική πρωτοβουλία (Κιότο) και την ανάλογη τεχνολογική εξέλιξη και καινοτομία. Η οποία μπορεί εύκολα να χαθεί όσο η πολιτική ολοκλήρωση θα μετατοπίζεται στο μέλλον, ενώ παράλληλα θα αυξάνεται το βάρος της στροφής των ΗΠΑ και των τεραστίων επενδύσεων της Κίνας σε αυτό τον τομέα.
Το ότι στη χώρα μας διαμορφώνονται στοιχεία πολιτικής στη σχέση ενέργειας-προστασίας περιβάλλοντος, πέρα από το εμβρυώδες οικολογικό κίνημα, οφείλεται στην ευρωπαϊκή πολιτική και πολιτισμική όσμωση και στο αναγκαστικό αντιστοίχων οδηγιών της ΕΕ. Το ότι, δε, στη χώρα μας δεν έχει διαμορφωθεί μια ενεργειακή πολιτική οφείλεται στο γεγονός ότι την τελευταία δωδεκαετία δεν έγιναν οι κατάλληλες επιλογές, μια και οι ενεργειακές επιλογές θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν και να δώσουν αποτελέσματα. Η λογική που βλέπει την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος έξω από την ΕΕ, και την ολοκλήρωσή της είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος για την οποία μέχρι το 2007 το Πρωτόκολλο του Κιότο δεν υπήρχε και το ενεργειακό πρότυπο (λόγω εθνικής αυτάρκειας) ήταν σε γενικές γραμμές το υπάρχον -ενεργοβόρον και εξαιρετικά ρυπογόνον- με αιχμή του δόρατος το λιγνιτικό της ΔΕΗ.
Έχει κλείσει ο ιστορικός κύκλοςΉταν γνωστό π.χ από τη δεκαετία του ‘90 ότι το μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας είχε κλείσει τον ιστορικό του κύκλο και ότι από τη στιγμή της υπογραφής του Πρωτόκολλου του Κιότο η ΔΕΗ θα καλούνταν να πληρώσει (με μετακύλιση στους καταναλωτές) κάποια στιγμή -από το 2013- 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι ευθύνες είναι βέβαια των κυβερνώντων, αλλά δεν είναι ότι τα πέραν αυτών πολιτικά (κόμματα και στελέχη και της ριζοσπαστικής αριστεράς χωρίς ίχνος «αυτοκριτικής», λες και -ανιστόρητα- έχουν πάντα «δίκιο») και κοινωνικά υποκείμενα (συνδικάτα κ.λπ.) είχαν κατανοήσει τη ροή μιας εναλλακτικής ενεργειακής και οικολογικής επιλογής. Και ακόμα δεν έχει πλήρως κατανοηθεί.
Επειδή το πέρασμα από ένα ενεργειακό μοντέλο υψηλής ενεργειακής έντασης, όπως το σημερινό, που διαμορφώθηκε στο διάβα μιας τεσσαρακονταετίας, σε ένα μοντέλο διάχυτο στο χώρο συναντάει αντιστάσεις: οι αντιστάσεις οφείλονται όχι μόνο σε κεκτημένες ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και σε διαμορφωμένα οικονομικά συμφέροντα, όπως και στη μετατόπιση των κέντρων απόφασης και στις αναγκαίες πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Από την άλλη πλευρά -η εναλλακτική ενεργειακή και οικολογική επιλογή, ανοίγει δρόμο όχι μόνο στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στην καινοτομία, αλλά και σε μια καινούργια οικονομία με ενίσχυση της απασχόλησης. Προωθεί όμως, παράλληλα, καινούργιες μορφές συμμετοχής, συγκεκριμένης υπευθυνότητας, ελέγχου και κουλτούρας. Με λίγα λόγια, βασικά στοιχεία μιας βιώσιμης κοινωνίας. Αλλά το να αγωνιστεί κανείς για εκείνα που είναι χρήσιμα και εξυπηρετικά, στις καινούργιες παραγωγικές καταστάσεις της κοινωνίας, καθώς και στα επακόλουθα στυλ ζωής, απαιτεί μια θεώρηση που προβάλλεται στο μέλλον και ένα ξεπέρασμα των παλιών «βιομηχανιστικών» αντιλήψεων. Οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες, στ’ αλήθεια, όχι μόνον στη δεξιά, αλλά και σε κάθε «κομμουνιστική βουλγάτα», ιδίως στον ελλαδικό χώρο, με βασανιστική εξαίρεση της ευρωκομμουνιστικής παράδοσης.
Και έτσι είναι. Γιατί θα περίμενε κανείς ότι η κακομοιριά αυτής της κυβέρνησης θα έσπρωχνε την αριστερά να ανοίξει, πλήρως, τα μάτια της. Το σύνολο των αριστερών δυνάμεων, όμως, ευρίσκεται πίσω ακόμα περισσότερο από μια δεκαετία, σε σχέση με την πλήρη κατανόηση της οικολογικής αντίθεσης και της ισοτιμίας της με την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Φαίνεται σαν να μη θέλει να συλλάβει την μεγάλη ευκαιρία που προσφέρει η κρίση, που είναι η άλλη πλευρά των δραματικών κλιματικών αλλαγών, μια και οι δύο είναι εκφράσεις της έλλειψης της «λογικής ή ηθικής του ορίου», της γνώσης να αντιπαρατεθεί η ποιότητα στην ποσότητα.. Ενώ η αριστερά που με αυταρέσκεια αυτοαποκαλείται ριζοσπαστική κατανόησε από αυτά τα μεγάλα θέματα μόνον την εξυπηρετική πλευρά για τμηματικούς αγώνες, τοποθετώντας τους πλάι σε γηρασμένα εργαλεία, ανάγνωσης της κοινωνίας και οργάνωσης της πολιτικής, αδύναμες να προσεγγίσουν τις μεταμoρφώσεις του Πρωτέα καπιταλισμού.
Να «αναληφθεί» η οικολογική αντίθεσηΗ οικολογική αντίθεση πρέπει πλήρως να «αναληφθεί» και να εσωτερικοποιηθεί -συνοδευόμενη από την αναγκαία αυτοκριτική, μια και δεν υπάρχουν επιφωτίσεις στο δρόμο προς τη Δαμασκό- γιατί μόνον έτσι μπορεί να ανοίξει η διαδικασία των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, με χαρακτηριστικά ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού. Οι περιβαλλοντικές κρίσεις είναι συνέπεια καθορισμένων οικονομικών λογικών χρήσης της ενέργειας, της τεχνολογίας, του χώρου και της εργασίας. Αλλά αναγκαίες προϋποθέσεις, για να ξεπεράσουμε την κρίση και να προστατεύσουμε το περιβάλλον, είναι εκείνες: της αλλαγής του ενεργειακού προτύπου και της διακυβέρνησης του χώρου, μιας ανώτερης ποιότητας των προϊόντων, των παραγωγικών κύκλων, των καινούργιων τεχνολογιών, για περισσότερη εργασία και απασχόληση, καινούργια συνειδητοποίηση (συνδικάτα κ.λπ.) για την προστασία της υγείας στον χώρο της εργασίας και για την προστασία του περιβάλλοντος. Η αποδοχή, όμως, και η πλήρης ανάληψη της οικολογικής αντίθεσης απαιτεί για την σταδιακή έντονη μείωσή της όχι την αναμονή της σωτήριας έλευσης της «επαναστατικής λύσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας», γιατί τότε ίσως να μην υπάρχει κατάλληλον περιβάλλον για «ευτυχία της επαναστατικής εξουσίας», αλλά το άνοιγμα μιας διαδικασίας με έντονα μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά. Που στοχεύει στην ενίσχυση του αγώνα για την επέκταση της δημοκρατίας, για την δημοκρατικοποίηση των κρατικών και υπερεθνικών θεσμών και δομών που επηρεάζουν και καθορίζουν τις καταστάσεις των συνθηκών παραγωγής και διακυβέρνησης του χώρου κ.λπ., που επιβαρύνουν το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον.