Του Λόη Λαμπριανίδη*Η κυβέρνηση παρουσίασε το λεγόμενο «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο», που, πολύ εύλογα, αναφέρεται σε ζητήματα που αφορούν όχι μόνο στο στενό θεσμικό πλαίσιο των επενδύσεων, αλλά και σε ευρύτερα θέματα που επηρεάζουν με καθοριστικό τρόπο το «επενδυτικό περιβάλλον». Με κάποιες ρυθμίσεις δεν θα μπορούσε παρά να συμφωνήσει κανείς, όπως το «πρόγραμμα απλούστευσης διαδικασιών», ενώ επί άλλων εγείρονται πολύ έντονες ενστάσεις (εργασιακά κ.λπ.).
Στο σημείωμα αυτό θα μείνω μόνο στα θέματα που γνωρίζω καλύτερα από τη θητεία μου στην προηγούμενη κυβέρνηση, δηλαδή τις τροποποιήσεις που επέρχονται στη νομοθεσία για τις Στρατηγικές Επενδύσεις και στον Αναπτυξιακό Νόμο. Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως και στις δυο περιπτώσεις η σημερινή κυβέρνηση αποδέχεται ότι τα νομοθετήματα που είχαμε επεξεργαστεί ως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκαν λειτουργικά και αποτελεσματικά, εφόσον εισηγείται απλώς κάποιες σημειακές αλλαγές. Μια δεύτερη παρατήρηση, ωστόσο, είναι ότι η στόχευσή τους είναι τουλάχιστον προβληματική.
Περιβαλλοντικοί κίνδυνοιΕιδικότερα, όσον αφορά στις Στρατηγικές Επενδύσεις, με την παρ. 4 του άρθρου 1 προβλέπεται ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας έκδοσης κάθε άδειας, η αρμοδιότητα έκδοσης μπορεί να μεταφέρεται στον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ειδικά στην ευαίσθητη περίπτωση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης να παρακάμπτονται οι αρμόδιες υπηρεσίες και να δίδεται η άδεια ούτε καν από τον αρμόδιο υπουργό, αλλά από τον υπουργό Ανάπτυξης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αυτή είναι μια πρόβλεψη που είχε περιληφθεί και στο Ν.3894/2010, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε, λόγω ακριβώς των μεγάλων διοικητικών απαιτήσεων της αδειοδοτικής διαδικασίας.
Στην κατηγορία των «Αυτοδίκαια εντασσόμενων Στρατηγικών Επενδύσεων» θα περιλαμβάνονται στο εξής όλα τα έργα που έχουν εγκριθεί από τη Διυπουργική Επιτροπή για τις Συμπράξεις Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ – άρθρο 1 παρ. 1). Πρόβλεψη που όμως μπορεί να οδηγήσει ακόμη και ένα μικρό έργο ΣΔΙΤ των 1-2 εκ. να χαρακτηρίζεται ως «στρατηγική Επένδυση», αναιρώντας ουσιαστικά την ίδια την έννοια της στρατηγικότητας μιας επένδυσης.
Τέλος, δίνεται η δυνατότητα και σε μικρότερες επενδύσεις να έχουν διπλάσιο συντελεστή δόμησης (0,6 αντί 0,3 – άρθρο 1, παρ. 2), τη στιγμή που στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο αυτό το «προνόμιο» προβλεπόταν μόνο για εξαιρετικής σημασίας επενδύσεις.
Ευκαιριακή «ανάπτυξη»Στις προτεινόμενες τροποποιητικές διατάξεις για τον Αναπτυξιακό Νόμο, πρέπει να αναδειχθούν δύο σημεία που προκαλούν ερωτηματικά:
Καταρχήν παρέχεται στο εξής η δυνατότητα να ενταχθούν στον αναπτυξιακό νόμο πρόσθετοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας (άρθρο 2, παρ. 1 και 2), όπως: υπηρεσίες ταχυδρομικών πρακτορείων, ταχυδρομικές υπηρεσίες που αφορούν σε εφημερίδες και περιοδικά, υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης τροφίμων (delivery), οι οποίες δεν έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, δεν αφορούν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα ή υπηρεσίες. Προβλέπεται, επίσης, η δυνατότητα εξόρυξης μεταλλευμάτων και πολύτιμων μετάλλων (χρυσός κλπ), καθώς επίσης τα ορυχεία και τα λατομεία. Στις δραστηριότητες αυτές η χώρα μας διαθέτει φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα και άρα δεν υπάρχει λόγος να κινητροδοτηθούν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτούς.
Η βασική, λοιπόν, ένστασή μας είναι ότι οι χρηματικοί πόροι που διατίθενται για την ενίσχυση των επιχειρήσεων είναι πεπερασμένοι και πρέπει να αξιοποιούνται, ώστε να βοηθηθεί η ελληνική οικονομία να στραφεί στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων με ενσωματωμένη γνώση και παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας. Για παράδειγμα, είναι προτιμότερο να ενισχύουμε όχι απλώς την εξαγωγή μαρμάρου, αλλά και την επεξεργασία του, που δημιουργεί υψηλή προστιθέμενη αξία. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις, όμως, δεν κινούνται σε μια τέτοια λογική, παρά μόνο να αντιμετωπίζουν ευκαιριακά και εμβαλωματικά τη «διεύρυνση» των ενισχυόμενων δραστηριοτήτων.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά στον τρόπο ελέγχου της υλοποίησης των επενδύσεων (άρθρο 2, παρ. 3 και 4). Τι ισχύει σήμερα; Μία επένδυση που φτάνει στο 25% της υλοποίησής της παίρνει την αντίστοιχη ενίσχυση στέλνοντας ηλεκτρονικά στην υπηρεσία μόνο τα αντίστοιχα τιμολόγια. Όταν φτάσει στο 50%, ο επενδυτής μπορεί να πάρει το αντίστοιχο ποσό της ενίσχυσης με αυτοέλεγχο (βεβαίωση λογιστή και μηχανικών). Τέλος, όταν ολοκληρωθεί η επένδυση (100%), η επιχείρηση μπορεί να λάβει την αντίστοιχη ενίσχυση με βάση τον έλεγχο που πραγματοποιείται από 3μελή επιτροπή (οικονομολόγο και μηχανικούς) που προκύπτει με τυχαία κλήρωση από ειδικό μητρώο ελεγκτών, το οποίο πλέον αποτελείται από υψηλών προσόντων επαγγελματίες, που έχουν επιλεγεί με αυστηρά κριτήρια και με εξεταστικές και εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Προβλήματα ελέγχουΗ υπάρχουσα διαδικασία έχει επομένως μια λογική κλιμάκωση, που διασφαλίζει τον ορθό και διαφανή έλεγχο μιας επένδυσης. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες ένταξης και ελέγχου των επενδύσεων στον Αναπτυξιακό Νόμο έχουν σχεδόν ομαλοποιηθεί και επιταχυνθεί εξαιρετικά χάρη στις προσπάθειες που καταβάλαμε, μαζί με την αρμόδια υπηρεσία, την προηγούμενη περίοδο. Τα όποια προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, οφείλονται σε καθυστερήσεις στις πληρωμές των ελεγκτών. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να προτείνεται μια παρέμβαση που δίνει τη δυνατότητα οι έλεγχοι τόσο στο 50% όσο και στο 100% να γίνονται από ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία;
Δεν αποτελεί, μάλιστα, ασφαλιστική δικλείδα η συναφής πρόβλεψη ότι σε περίπτωση που οι ελεγκτές παραβιάζουν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, επιβάλλεται με απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων πρόστιμο ύψους από 10.000-100.000 ευρώ. Και αυτό γιατί ένα πρόστιμο 10-100.000 ευρώ μπορεί να είναι μικρό σε σχέση με τα χρήματα που διακινούνται μέσω του αναπτυξιακού νόμου. Άλλωστε, τα πολλαπλά κρούσματα κακοδιαχείρισης του παρελθόντος είχαν ως αποτέλεσμα οι αναπτυξιακοί νόμοι να ελέγχονται από το σύνολο των ελεγκτικών μηχανισμών (εγχώριων και ευρωπαϊκών) και το Δημόσιο να έχει υποστεί κυρώσεις λόγω διαπίστωσης της διασπάθισης κονδυλίων. Εξού και όταν ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είχε να αντιμετωπίσει την οριζόντια κύρωση 10% που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ατασθαλίες που είχαν εντοπιστεί στη διαχείριση των αναπτυξιακών νόμων, μαζί με την απαγόρευση διαχείρισης ευρωπαϊκών πόρων στο πλαίσιο του Αναπτυξιακού, αλλά και την υποχρέωση να εφαρμόζεται στο σύνολο των κρατικών ενισχύσεων πλήρης ηλεκτρονικοποίηση μέσω ενός ενιαίου, αλλά δύσκαμπτου πληροφοριακού συστήματος (ΠΣΚΕ), ώστε να διασφαλιστεί το αδιάβλητο της διαδικασίας. Η ριζική αλλαγή που επιφέρει η ανάθεση σε ελεγκτικές εταιρείες του συνόλου των ελέγχων μοιάζει πιθανό να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα προβλήματα του παρελθόντος, που με τόσο κόπο αντιμετωπίστηκαν. Εξάλλου, τυχόν ατασθαλίες που θα διαπιστωθούν εκ των υστέρων λόγω των κενών που θα δημιουργηθούν από τη νέα διαδικασία ελέγχων, δεν θα επιβαρύνουν μόνο τους ιδιώτες, αλλά και το ίδιο το Δημόσιο.
Κενά και ερωτηματικάΕίναι δύσκολο να κατανοήσουμε τα πλεονεκτήματα της πρότασης να αποδοθούν οι έλεγχοι σε ελεγκτικές εταιρείες και να παραγνωρίσουμε τα σοβαρά μειονεκτήματα: δεν υπάρχει εγγύηση για το αδιάβλητο στην επιλογή των ελεγκτών, οι ελεγκτικές εταιρείες μπορεί να έχουν σύγκρουση συμφερόντων σε αυτή τη διαδικασία, το κόστος των ελέγχων θα είναι πολύ μεγαλύτερο κ.ο.κ. Στην περίπτωση δε του ελέγχου για το 50% υλοποίησης της επένδυσης, είναι σαφές ότι σε σχέση με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, όπως το περιγράψαμε, η μετάβαση από τον αυτοέλεγχο στον έλεγχο από ελεγκτική εταιρία δημιουργεί και επιπλέον καθυστέρηση. Τέλος, πολύ σοβαρά ζητήματα που αφορούν στους ελέγχους δεν αναφέρονται στις προβλέψεις του νομοσχεδίου: με ποια διαδικασία θα κατανεμηθούν τα επενδυτικά σχέδια σε κάθε ελεγκτική εταιρεία, ποιο θα είναι το κόστος των ελέγχων και ποιος θα το επωμιστεί, πώς και σε ποιο ποσοστό θα γίνεται η δειγματοληψία για τον εκ των υστέρων έλεγχο του έργου των ελεγκτικών εταιρειών;
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως οι χρηματικοί πόροι που διατίθενται για την ενίσχυση των επιχειρήσεων είναι πεπερασμένοι και για αυτό πρέπει να αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με σαφείς κατευθύνσεις για τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν προκύπτει από τις προτεινόμενες διατάξεις της κυβέρνησης, αλλά αντίθετα μαρτυρούν μια μη συνεκτική, εμβαλωματική, λογική ανάπτυξης.
*καθηγητής Παν/μίου, τ. γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης