«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει μέχρι τώρα... Αισθάνομαι όπως το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία, αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση...»
Mario de Andrade (1893 - 1945)
Ξεκινώ κάνοντας έκκληση για κατανόηση, ανοχή και συν-πάθεια. Αυτό το τρίπτυχο που πάνω του εδράζεται, πιστεύω, η σχέση φιλίας και συντροφικότητας ανάμεσα σε συν-πάσχοντες. Αυτό που, αν υποτιμηθεί, αν αθετηθεί, όλη η εξίσωση βρίσκεται στον αέρα. Παρακαλώ λοιπόν, φίλοι και σύντροφοι, συγχωρήστε τη χρήση του πρώτου προσώπου. Δείτε το σαν απόπειρα για μια συνεννόηση που πρέπει να είναι τόσο ειλικρινής όσο απαιτεί το πολύ μέλλον που έχει μπροστά της.
Έρχομαι στο προκείμενο.
Από την πλούσια σοδειά των προβληματισμών που κυκλοφορούν για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ –άρα και της «Προοδευτικής συμμαχίας»—, για την ανάγκη το κόμμα να αντιστοιχηθεί με την εκλογική επιρροή του, την πρόκληση για διεύρυνση και ανασυγκρότησή του, θα σταθώ σε τρία κείμενα. Τρία κείμενα, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή βοήθησαν τον υποφαινόμενο να ορθοτομήσει δικές του σκέψεις επί του συγκεκριμένου. Δεύτερον, επειδή δικές τους επισημάνσεις συναντήθηκαν με δικές του εμπειρικές παρατηρήσεις. Τα άρθρα «Ο σκοπός υποδεικνύει τα μέσα» (του Χ. Γεωργούλα) και «Ο ΣΥΡΙΖΑ, η “διεύρυνση” και η προγραμματική ανασυγκρότηση (του Θόδωρου Παρασκευόπουλου), αμφότερα στην “Εποχή” 1 Σεπτεμβρίου 2019, και το άρθρο «Ο επόμενος ΣΥΡΙΖΑ: Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν» (του Σταύρου Παναγιωτίδη, στο Left.gr 12.09.2019).
Ο πρώτος από τους δύο λόγους δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απόπειρα συγγραφής δοκιμίου για τον δαιδαλώδη αλληλεπηρεασμό συγγραφέα-κειμένου-αναγνώστη. Έρχομαι, άρα, στον δεύτερο από τους δύο λόγους – και, χωρίς χρονοτριβή:
Ο λόγος, πρώτα, στον σ. Παρασκευόπουλο: «… Εάν η πολιτική του κόμματος περιοριστεί σε μια «πιο κοινωνική», «πιο δίκαιη» διαχείριση του καπιταλισμού, η μοίρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ) στέκει απειλητική στη γωνία. Βλέπεις, κόμματα που φιλοδοξούν να είναι πυρήνας και πολιτική ηγεσία μιας λαϊκής παράταξης δεν μπορούν να μην είναι κόμματα της υπερβατικής ελπίδας (υπογράμμιση δική μου). Η «δικαιότερη» διαχείριση του καπιταλισμού στη σημερινή νεοφιλελεύθερη, καθαρή, κατά τη γνώμη μου, μορφή του οδηγεί στον αστισμό. αφού προηγουμένως καταστρέψει τις ελπίδες των λαϊκών ανθρώπων […]. Από την ίδρυσή του ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να απαλλαγεί από μια «θρησκευτική» μορφή της υπερβατικής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Εξαρχής […] αντιλαμβανόταν την ανατροπή της αστικής εξουσίας και του καπιταλισμού ως διαδικασία που προχωράει ψαχουλεύοντας, με ρήξεις και τομές, και δεν θεώρησε ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει μια «στιγμή νύχτας» που θα τη διαδεχτεί το φως του σοσιαλισμού […] Η τέχνη της επανάστασης σήμερα είναι ακριβώς […] το ρεαλιστικό παράδειγμα, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε σε αρκετά μεγάλο βαθμό να παρουσιάσει – τώρα πρέπει να το επεξεργαστεί, να το αναδείξει και να το εντάξει στο πρόγραμμα και στην πρακτική του. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος για να αποκρούσει τη διπλή τακτική του αστισμού: από τη μια να απομονώσει το κόμμα της Αριστεράς και από την άλλη να το ενσωματώσει…».
Ύστερα, στον σ. Γεωργούλα: «…Δεν αρκεί να λογίζεται κάποιος μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να νιώθει και ο ίδιος, να λειτουργεί και να δρα ως μέλος. Όχι να αναλώνεται σε συζητήσεις χωρίς πρακτική απόληξη ή να μεταλαμβάνει της κομματικής γραφειοκρατίας, αλλά να υπάρχει, να κάνει αισθητή την παρουσία του ως ενεργός αριστερός πολίτης στον κοινωνικό του χώρο, εκεί που ζει και εργάζεται, εκεί που συναντά τα ενδιαφέροντά του, μέσα στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλιώς δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί η άλλη μεγάλη αναντιστοιχία, να ψηφίζουν κοντά στα δύο εκατομμύρια πολίτες τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές, και στην αυτοδιοίκηση ή στα συνδικάτα, εκεί που κρίνεται μεγάλο μέρος της τύχης όλων μας, να μη συναντούμε στις κάλπες ούτε το ένα δέκατο από αυτό το σύνολο φίλα προσκείμενων στην αριστερά ψηφοφόρων…».
Τέλος, στον σ. Παναγιωτίδη: «Ας συνειδητοποιήσουμε πως όποιος μπαίνει σήμερα σε μια συνεδρίαση μιας τοπικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ αντικρίζει την ίδια εικόνα που θα αντίκριζε αν έμπαινε στα γραφεία μιας αριστερής οργάνωσης στον Μεσοπόλεμο. Ένας άνθρωπος που κάνει μια εισήγηση, πολλοί από κάτω που ακούνε και μετά τοποθετούνται και στην καλύτερη περίπτωση στο τέλος αποφασίζουν κάποια δράση […] Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί να είναι η μοναδική. Είναι πια παρωχημένη και βαρετή, ακόμα και για εμάς που μεγαλώσαμε μέσα σε κομματικές διαδικασίες. Ήδη η γενιά των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω στα 40 έχει αποκτήσει μέσω των smartphones μία εντελώς νέα σχέση με τον χρόνο και τον χώρο. Είναι μια γενιά που […] έχει μάθει πια να έχει στο χέρι της όλη την πληροφορία και όλη τη δράση ανά πάσα στιγμή. Είναι μια γενιά, δηλαδή, που βαριέται τρομερά εύκολα […] Και αυτό δεν επιτρέπεται να το αγνοεί κανείς, ούτε να το βλέπει ως καπρίτσιο. Είναι μια γενιά που βαριέται όταν νιώθει ότι ακούει πάλι τα ίδια...».
Θα είμαι λακωνικός… πριν βαρεθείτε.
Από την εμπειρία μου σαν απλό μέλος, έχω να προσθέσω τούτο στα παραπάνω. Την ανάγκη, επιπλέον, να καλλιεργηθεί επίμονα, ανάμεσα στα μέλη, παλαιά και νέα, το στοιχείο της προσωπικής, φιλικής —ας μου επιτραπεί ο πλεονασμός— συντροφικότητας. Το κόμμα έχει πρόσωπο, κυριολεκτικά, και είμαστε εμείς αυτό. Μετράω αρκετά χρόνια για να μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτή η προϋπόθεση έδωσε τους πιο ουσιαστικούς καρπούς, που άντεξαν στο χρόνο και τις δοκιμασίες — από τη Νεολαία και το κόμμα της ΕΔΑ, έως τους Λαμπράκηδες και τον Ρήγα Φεραίο, το ΚΚΕεσωτερικού και την Ενωμένη Αριστερά, τον Συνασπισμό και, τώρα, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά αυτή η κουβέντα δεν τελειώνει εδώ.
Απλώς κλείνω επιλέγοντας από τη συνέχεια και το τέλος του μικρού μανιφέστου «Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων», του Βραζιλιάνου ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφου και μουσικολόγου, Mario de Andrade, που μου έδωσε το έναυσμα:
«Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά… Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
»Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες… Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους…
»Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που να μπορούν να γελούν με τα λάθη τους… Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια, την ειλικρίνεια και το ουσιώδες, γιατί αυτό είναι που αξίζει τον κόπο στη ζωή…
»Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται... Δεν θέλω να πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες από όσες έχω φάει…»
Κωστής Γιούργος