
To Ίδρυμα ‘Ρόζα Λούξεμπουργκ’ και η Μη Κυβερνητική Οργάνωση ‘Human Rights 360’, σε συνεργασία με τον δήμο Αθηναίων, προχώρησαν στη δημιουργία ενός άμεσου και διαδραστικού χάρτη ο οποίος και απεικονίζει τις επιθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο που έλαβαν χώρα στην πόλη της Αθήνας, ιδίως την περίοδο από το 2011 έως το 2013.
Ανάμεσα σε αυτές, εμβληματικές υποθέσεις που δικάζονται στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όπως η επίθεση κατά συνδικαλιστών του ΚΚΕ, η επίθεση κατά Αιγυπτίων αλιεργατών και η δολοφονία Φύσσα, καθώς και παλαιότερα περιστατικά, όπως η επίθεση στον Δημήτρη Κουσουρή το 1998 έξω από το δικαστήριο της Ευελπίδων, αλλά και πολύ πιο πρόσφατα, όπως η επίθεση το 2017 στον φοιτητή Αλέξη Λάζαρη.
Η καθημερινότητα της ρατσιστικής βίαςΈχοντας τον εύγλωττο τίτλο “Βαλ’ τους Χ- Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας”, το όλο εγχείρημα δύναται να προβεί στη συνάρθρωση νέων, τεχνικών δυνατοτήτων χωρικής απεικόνισης και σήμανσης του βίαιου-ρατσιστικού συμβάντος με την επάλληλη εικονοποίησή του από διάφορους κομίστες, την ανάδειξη της κοινωνιο-οντολογίας της βίας που ασκείται επί του σώματος και δη του ‘εκτός χρόνου’ σώματος, με τις ‘γραμμές’ και με τις εκφάνσεις της ‘ειδικά’ ρατσιστικής βίας που αναπαράγεται και διαχέεται στο χώρο, προσιδιάζοντας παράλληλα στη διαδικασία μίας εμπρόθετης συμπερίληψης των περιστατικών-συμβάντων που δεν παύουν να φέρουν το πρόσημο του ‘επείγοντος’: από την δολοφονική επίθεση στον Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι το 2013, επίθεση που συμπύκνωσε τους όρους άσκησης της Χρυσαυγίτικης-νεοναζιστικής ‘βιοπολιτικής’ (Achille Mbembe) που καθίσταται σημαίνον τμήμα της χωρικής πολιτικής της οργάνωσης υπό το πλέγμα μίας διάστικτης όσο και βίαιης “εκκαθάρισης” της “νεγρότητας” με ό,τι δύναται να σημάνει αυτός ο όρος, έως την φόνευση του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν το 2013, φόνευση προσώπου και παράλληλα “φόνευση” των κοινωνιο-πολιτισμικών εκφάνσεων που έφερε το υποκείμενο “Σαχζάτ Λουκμάν”, από την πολιτική-ιδεολογική χρήση της βίας που διαρκώς αναπαρίσταται ως “οργασμικός ενθουσιασμός”, και δεικνύεται στην περίπτωση της επίθεσης κατά συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, έως τις πιο πρόσφατες επιθετικές ενέργειες με επίκεντρο την χωρικότητα ως εγκάρσιο σημείο τομής που διαχωρίζει κοινωνιο-συμβολικά, το μείζον εθνικό από την “ανιστορική” ετερότητα, το όλο χωρικό-πολιτικό όσο και καλλιτεχνικό project διαπνέεται από το “πνεύμα” ενός εγκλητικού και μαχόμενου ‘αντι-φασισμού’, εννοιολογώντας αυτό που δύναται να αποκαλέσουμε ως “καθημερινότητα της ρατσιστικής βίας”.
Σε αυτό το πλαίσιο, η βία ως ρατσισμός και ρατσιστική στρατηγική και ο ρατσισμός ωσάν ‘οικεία’ βία, ενσκήπτουν καθημερινά σε διαφορετικά σημεία της πόλης, ‘συν-διαλέγονται’ με τους ‘χρόνους’ της κρίσης (το ίδιο το project διακρατεί ως σημείο αναφορά την πρώτη περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης), εναλλάσσουν μεταξύ βίαιου και ‘μαύρου’ ακτιβισμού με τακτικές ‘ανορθόδοξου’ πολέμου στο κέντρο της πόλης και μη, τακτικές που ενίοτε επεδίωξαν να προσλάβουν και μαζικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την συγκρότηση ενός διφυούς που πλαισίου που ‘ασκείται’.
Σε ποιον ανήκει η σκιά;Εντός αυτών των ίδιων “εκφράσεων”, του φασισμού ως πρωτεϊκή-πρωταρχική φαντασιακή “υπόσχεση” του πάντα δυνατού και συνάμα αισθητού, “υπόσχεση” μίας εκφραστικής “απελευθέρωσης”, η ρατσιστική ακόμη και η ανοιχτά φασιστική βία, νοηματοδοτεί την «αναπαράσταση» του σώματος σε διάφορες μορφές, σημαίνεται και σημαίνεται από την δεσπόζουσα του χώρου ως καθαυτό «συγκροτησιακού μύθου», δεικνύοντας προς τους άξονες της “κίνησης”, εκεί όπου προγραμματισμένα και “ανύποπτα”, ορατά και “αόρατα”, δραστικά και μη, το πρόταγμα της βία που διεκδικείται από νεο-ναζιστικές και ακροδεξιές-εθνικιστικές συλλογικότητες, προσλαμβάνει ή αλλιώς, μετασχηματίζεται σε ίδια μαρτυρία που δεν απέχει και πολύ από τις εκφάνσεις και το πεδίο του κινητοποιητικού “μύθου”, του μύθου που “συλλαμβάνοντας” με όρους επι-γενόμενης αντίστιξης την κοινωνική ολότητα, ασκείται “αξιωματικά”, θέτοντας στο στόχαστρο πρόσφυγες και μετανάστες, κομμουνιστές και αναρχικούς, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, προτάσσοντας την μεγέθυνση επί του όλου: σε ποιον ανήκει η σκιά;
Η ιστορία της βίαςΤο όλο εγχείρημα “Bαλ’ τους Χ”, συνιστά ένα κριτικό εγχείρημα ανάδυσης της καθημερινότητας της ρατσιστικής βίας σε όλες τις διαστάσεις της, ανα-καλεί τις αξιώσεις της κοινωνιο-πολιτικά οριζόμενης Χρυσαυγίτικης μήτρας που εκβάλλει εντός αλλά και πέραν της βίας, δυνάμενη να αντλήσει από το “δυναμολογικό” υπόστρωμα του σωματικού όσο και λεκτικού ίχνους που αφήνουν στο πεδίο της πόλης, η ασκούμενη βία της Χρυσής Αυγής όσο, και αυτή είναι μία σημαίνουσα διάσταση, εθνικιστικές συλλογικότητες που λειτουργούν τελετουργικά.
Υπό το πρίσμα του χώρου και δη του κοινωνικού χώρου, το συγκεκριμένο εγχείρημα επικοινωνεί με τις φωτογραφικές απεικονίσεις της ρατσιστικής βίας από τον Γιάννη Μπεχράκη η ματιά του οποίου καθίσταται χωρικά προσδιορισμένη, καθώς και θεωρητικά εστιασμένη σε έναν διάστικτο Χρυσαυγιτισμό ωσάν κοινωνική και πολιτική αισθητική.
Αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες, την θεωρητική σκευή περί ρατσισμού και την αμεσότητα της καλλιτεχνικής προσέγγισης (το “μυστήριο” που πα��άγει η θέαση του βίαιου “εκτελεστή”), το εγχείρημα ανασυγκροτεί την ‘τοπολογία’ της ρατσιστικής βίας ως συμβολική και μη ‘επανεκκίνηση’, ήτοι την Αθήνα ως ρηξιακό όριο, εκθέτοντας μέσω έντονων χρωμάτων σώματα, σώματα που βιώνουν όχι μία, αλλά διάφορα ‘φορτία’ βίας, βίας που ετίθετο στην προμετωπίδα μίας “ρέουσας” αφήγησης.
Η ιστορία της βίας ανασυντίθεται εκ νέου, διαμέσου της δυνατότητας που διαθέτει ο χρήστης να παρατηρήσει στο κινητό του τηλέφωνο, οπτικά και αδιαμεσολάβητα, τα χαρακτηριστικά της επίθεσης, εντρυφώντας στις προϋποθέσεις που καθιστούν την βία, την ρατσιστική βία “εφαρμόσιμη”, θεμελιωμένη σε ένα γίγνεσθαι ‘ασύγγνωστων’ ενορμήσεων.
Η ρατσιστική βία δεν αποτελεί “μηδενικό άθροισμα”, παρά δράση που καταγράφεται με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν, στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Το έργο ‘Βαλ’ τους Χ’ που νοείται ως καθαυτό πολιτική πράξη, περιλαμβάνει και τις έμφυλες διαστάσεις της ρατσιστικής-χωρικής βίας, επιδιώκοντας να αποτελέσει, με βάση την διαπίστωση της Judith Butler, «άσκηση μιας συγκεκριμένης μορφής ελευθερίας και διεκδίκηση μιας συγκεκριμένης μορφής ισότητας».
Σίμος Ανδρονίδης