Τον περασμένο Δεκέμβριο, μιλώντας στο αμερικανικό Κογκρέσο, η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής, τότε, του ΔΝΤ, απηύθυνε έκκληση για «πολυμερή διεθνή συνεργασία», για να αποφευχθεί, όπως είπε, μια νέα «εποχή οργή» εξαιτίας των οικονομικών ανισοτήτων. Ήταν τρεις μόλις ημέρες μετά τη μεγάλη κινητοποίηση των «Κίτρινων Γιλέκων», Σάββατο 1 Δεκεμβρίου, σε ολόκληρη τη Γαλλία, την ογκώδη διαδήλωση στο Παρίσι, τις καταλήψεις αποθηκών καυσίμων, τα οδοφράγματα, τις επιθέσεις σε τράπεζες, τις συγκρούσεις με την αστυνομία που θύμισαν Μάη του 1968 – ένα ξέσπασμα οργής που πυροδοτήθηκε από τις αυξήσεις στα καύσιμα και υποδαυλίστηκε από τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος και τα απροσχημάτιστα ταξικά φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης Μακρόν, που μείωσαν το εισόδημα του φτωχότερου 22% των Γάλλων και αύξησαν, μέσω φοροαπαλλαγών, το εισόδημα του πλουσιότερου 1% κατά 6%.
Στην προτροπή της κ. Λαγκάρντ να υπάρξει ένα νέο διεθνές σύστημα περιστολής της φορολογικής ασυδοσίας των πολυεθνικών εταιριών —η οποία, όπως είπε, οδηγεί ώστε, «σε είκοσι χρόνια από τώρα», οι προνομιούχες τάξεις «να μπορούν να ζουν μέχρι τα 120», όταν «εκατομμύρια άλλοι θα υπομένουν τη φτώχεια»— διακρίνεται καθαρά η ανησυχία για τη συστημική σταθερότητα. Είχαν αρχίσει να πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια νέα περίοδο αστάθειας, σοβαρών κοινωνικών αναταράξεων, πολιτικών ανατροπών ακόμη ακόμη.
Δεν ανησυχούσαν μόνο η κ. Λαγκάρντ και το ΔΝΤ. Σε λιγότερο από 24 ώρες, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προέτρεπε στην ίδια κατεύθυνση — στην ανάγκη για ένα «Σχέδιο Μάρσαλ για την παγκόσμια οικονομία»: Σε συνθήκες όπου το παγκόσμιο ΑΕΠ «έχει μεν ανακάμψει, όμως όχι στα επίπεδα πριν την κρίση» και «η παραγωγικότητα έχει εξασθενήσει, η άνοδος του δημοσίου χρέους αφήνει μικρό περιθώριο στις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δαπάνες σε περίπτωση σημαντικής επιβράδυνσης».[1]
Σήμερα, λιγότερο από ένα χρόνο μετά, και ενώ το παγκόσμιο «Σχέδιο Μάρσαλ» αργεί ακόμη, η «σημαντική επιβράδυνση» είναι ήδη εδώ. Απλώς τώρα ονομάζεται με το πραγματικό της όνομα, «νέα ύφεση» και «επαπειλούμενη κρίση», από έγκριτους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές. Που προειδοποιούν για τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης, εξαιτίας, κυρίως, της υπερχρέωσης. Για πρώτη φορά μετά την κρίση του 2007-2008, η φούσκα του χρέους διογκώνεται, υπογραμμίζουν. Το παγκόσμιο χρέος, από 174% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2008, ανέβηκε στο 212% το 2014, για να εκτιναχτεί στο 324% στις αρχές περίπου του 2018.
Οι αριθμοί σιωπούν ακόμη για το 2019, όμως λίγοι σοβαροί αναλυτές αμφιβάλλουν πλέον ότι ο κόσμος, πριν καλά καλά συνέλθει από την κρίση του 2008, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα. Πότε ακριβώς θα συμβεί; Ο πρόεδρος Τραμπ και ο πόλεμος δασμών που απειλεί εναντίον της Κίνας, κυρίως, και της Ευρώπης μπορεί να την πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή. Όμως δεν αργεί. Την προεξοφλούν οι αγορές των αμερικανικών ομολόγων: Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων τίτλων (π.χ. δεκαετή ή τριακονταετή ομόλογα) τείνουν μικρότερες από τις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων (π.χ. διετή ή πενταετή), που σημαίνει ότι οι χρηματαγορές προεξοφλούν δραματική μείωση την επιτοκίων μελλοντικά, ως αντίδραση σε ύφεση.
Η Ευρώπη μπορεί να ανησυχεί, μαζί με τη διεθνή κοινότητα, για έναν επιπλέον λόγο. Οι ανταγωνισμοί και οι πολώσεις που δυσχεραίνουν τη συνεννόηση και τον συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, ισχύουν ακέραια και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με αποτέλεσμα τα πιο επισφαλή από τα κράτη-μέλη της Ένωσης να μην μπορούν, έστω, να υπολογίζουν σε ένα «Σχέδιο Μάρσαλ για την ευρωπαϊκή οικονομία» — για την οποία η έκθεση του ΟΟΣΑ προβλέπει καχεκτική ανάπτυξη: μόλις 1% φέτος και 1,2% το 2020.
Ο ΟΟΣΑ κάλεσε πρόσφατα τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να συντονίσουν τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές τους για να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα – στην ουσία κάλεσε το διευθυντήριο των Βρυξελλών, δηλαδή το Βερολίνο, να εγκαταλείψει την εμμονή στην πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων και να υιοθετήσει πολιτικές αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αύξησης της ζήτησης, με μέτρα «επωφελή για τους εργαζομένους, μέτρα ώθησης των μισθών».
Πρόκειται, θα λέγαμε, για την αλφάβητο της Πολιτικής Οικονομίας. Πώς θωρακίζεις στοιχειωδώς την οικονομία σου όταν η διεθνής οικονομία οδεύει στην ύφεση; Ένα: φροντίζεις να κρατάς, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ζωντανή την εσωτερική αγορά ενισχύοντας τη ζήτηση, δηλαδή τους μισθούς, ώστε να ενθαρρύνεται η εγχώρια παραγωγή και έτσι να λειτουργεί ο οικονομικός κύκλος. Δύο: φροντίζεις να έχεις σχέδιο ανάπτυξης που να συνυπολογίζει, ακριβώς, το ενδεχόμενο ύφεσης.
Τι διαθέτει σήμερα η χώρα, με το φάσμα της ύφεσης να επικρέμαται; Το πρώτο μέλημα δεν συγκαταλέγεται στις επιλογές της νέας κυβέρνησης. Αντί της ενίσχυσης της ζήτησης, η κυβέρνηση επιμένει στη μείωση του κόστους παραγωγής με καθήλωση των μισθών και μείωση των εργοδοτικών εισφορών, με την προσδοκία να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, που θα παράξουν ένα μοντέλο ανάπτυξης, στη θέση αυτού που η παρασιτική εγχώρια καθεστηκυία τάξη αδυνατεί να συναρθρώσει και να προσφέρει στη χώρα.
Το δεύτερο απλώς δεν αποτελεί μέλημα της κυβέρνησης, όπως εύλογα συνάγεται από τα αμέσως προηγούμενα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης —ή ό,τι, τελοσπάντων, αυτή η κυβέρνηση θέλει να νομίζει για δικό της αναπτυξιακό σχέδιο— δεν μπορεί να προκαλέσει τον βαθύ παραγωγικό μετασχηματισμό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, για την αναβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, την ποιοτική και καλά αμειβόμενη απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, που χρειάζεται ανυπερθέτως σε εποχές κρίσης, όπως η προεξοφλούμενη.
Τα πράγματα σοβαρεύουν. Θα επανέλθουμε.
Κωστής Γιούργος- - - - - -
[1] Με την υπογραφή της κ. Laurence Boone, επικεφαλής οικονομολόγου του ΟΟΣΑ. Τετάρτη 5/12/2018, στην ιστοσελίδα των Financial Times.