Το υψηλό επίπεδο της ανεργίας (26,5%), η μείωση των μισθών (35%-45%), η εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή (15 δισ. ευρώ), οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία (22,5 δισ. ευρώ), το PSI (απώλειες 12,5 δισ. ευρώ), η μείωση της κρατικής επιχορήγησης προς τα ασφαλιστικά ταμεία (από 18,9 δισ. ευρώ το 2009 σε 8,6 δισ. ευρώ το 2014), οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις κ.λπ, οδήγησαν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στη χώρα μας σε ασφυξία οικονομική και λειτουργική, παρά τη μείωση των συντάξεων κατά 45% (44,8% των συνταξιούχων έχει σύνταξη που αντιστοιχεί κάτω από τα όρια της φτώχειας – 655 ευρώ τον μήνα), τη θεσμική και λειτουργική κακοποίησή του, το δομικό μετασχηματισμό το χαρακτήρα του (από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό) και τον ιδιωτικοποιημένο προσανατολισμό του.
Με άλλα λόγια, το συστημικό κέντρο βάρους του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) μετατοπίζεται από ένα σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης αναδιανεμητικό και συλλογικό σε ένα εξατομικευμένο σύστημα, κεφαλαιοποιητικό (βασική σύνταξη, ιδιωτικά επικουρικά συνταξιοδοτικά σχήματα, επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση) (...)

Προσανατολισμός στην ιδιωτικοποίηση

Από την άποψη αυτή διαπιστώνεται ότι εκτός από την ασφυξία και την αποσάρθρωση του ΣΚΑ στην Ελλάδα, οι δανειστές και οι ασκούμενες πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης οργανώνουν και θεσμοποιούν σταδιακά την ιδιωτική διαχείριση των κοινωνικών δαπανών και την ατομική ευθύνη της ασφάλισης κινδύνων (κεφαλαιοποιητικό σύστημα), θεωρώντας λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται από την αναλογιστική ανάλυση, ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι αποτελεσματικότερο από το αναδιανεμητικό (...)
Η ανάσχεση αυτής της πορείας ασφυξίας (οικονομική και κοινωνική) του ΣΚΑ επιτυγχάνεται με την πλήρη αποκατάσταση του δημόσιου, κοινωνικού, αναδιανεμητικού και καθολικού χαρακτήρα του ΣΚΑ. Ένα δημόσιο, καθολικό και αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το οποίο έχει ως κύριο στόχο τη δυναμική ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, σχεδιάζει, οργανώνει, παρέχει και επιδιώκει:
α) Ένα αξιοπρεπές επίπεδο υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης.
β) Μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων διαμέσου της αναδιανομής του εισοδήματος.
γ) Ύπαρξη επαρκούς αποθεματικού κεφαλαίου, που στην Ελλάδα έχει εξανεμισθεί
δ) Συνεχή και συστηματικό ποσοτικό έλεγχο του πραγματικού μεγέθους των μελλοντικών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.

Προϋπόθεση η επανεκκίνηση της οικονομίας

Όμως, θεμελιακή προϋπόθεση προς αυτή την κατεύθυνση του ΣΚΑ αποτελεί η ενίσχυση της χρηματοδότησής του, με την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, την πραγματοποίηση επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών), τη δημιουργία εισοδήματος και νέων θέσεων εργασίας, η απώλεια των οποίων το 2014 στέρησε το ΣΚΑ από πόρους που ανέρχονται στα επίπεδα των 6 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, στις σημερινές κρισιακές οικονομικές συνθήκες μεγάλης στενότητας πόρων στην ελληνική οικονομία και συρρίκνωσης της ρευστότητας στο ΣΚΑ, θεμελιακή προϋπόθεση άμβλυνσης της παρατηρούμενης ασφυξίας του αποτελεί η σταδιακή ανασύσταση του αναγκαίου αποθεματικού κεφαλαίου (3,5 δισ. ευρώ το 2014), με την είσπραξη καταρχήν των οφειλών, την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και την αναζήτηση νέων συμπληρωματικών πόρων (...)
Είναι προφανές ότι η οικονομική, παραγωγική και κοινωνική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός σχεδίου εξόδου από την οικονομική κρίση, με βάση το οποίο αλληλοτροφοδοτείται η ανάπτυξη με την απασχόληση και την αποκλιμάκωση του χρέους, σε αντίθεση με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, που αλληλοτροφοδοτεί την ύφεση με την ανεργία και την αύξηση του χρέους.
Όμως στην κατεύθυνση αυτή διαπιστώνεται δυστυχώς ότι η κρίση στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρώπης, δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός σοβαρού προβληματισμού κατανόησης της αποβιομηχάνισης σε όφελος των ασιατικών χωρών, καθώς και της αναγκαιότητας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής οικονομίας ανάκτησης της χαμένης ηγετικής θέσης στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού, προκειμένου να πραγματοποιήσει τη μετάβασή της από την παραδοσιακή παραγωγή σε νέες τεχνολογίες αιχμής, έρευνας και ανάπτυξης.

Ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση

Από την άποψη αυτή, για παράδειγμα, τα προβλήματα της αγοράς εργασίας και ειδικότερα της απασχόλησης, εκτιμάται ότι θα είναι καθοριστικά τις επόμενες δύο δεκαετίες από την πλευρά της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ανεργίας, της ποιότητας της εργασίας και της χρήσης της νέας τεχνολογίας στην οικονομία, που η συμβολή της στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν θα είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες εκτιμάται ότι θα εμφανισθεί η μεγάλη σύγκρουση της εποχής μεταξύ της νέας τεχνολογίας και της εργασίας, η ισορροπία των οποίων απαιτεί αλλαγή στη σχέση του εργάσιμου και του ελεύθερου χρόνου. Παράλληλα, οι νέες εξελίξεις της ρομποτικής, του αυτοματισμού, της καινοτομίας και της τεχνολογίας που αξιοποιούνται σταδιακά και σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από τους ευρωπαϊκούς και διεθνές ανταγωνιστές της ελληνικής οικονομίας επιβάλλουν νέο προσανατολισμό και περιεχόμενο, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε επίπεδο αλλαγής του παραγωγικού προτύπου με την απομάκρυνση της οργάνωσης της οικονομίας από τη θεωρία των περιοριστικών πολιτικών και από τη μονοκαλλιέργεια των υπηρεσιών και του τουρισμού στην ανασυγκρότηση και πλήρη ικανοποίηση των παραγωγικών (πρωτογενής, δευτερογενής τομέας, υπηρεσίες, τουρισμός, έρευνα-τεχνολογία) και των κοινωνικών αναγκών.
Ακριβώς, η νέα συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές επιβάλλεται να προβλέπει την υλοποίηση της παραγωγικής και βιομηχανικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας με την ενεργοποίηση και την κινητικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, προκειμένου να αυξηθεί το παραγόμενο προϊόν και να αποτραπεί η περαιτέρω καταστροφή των υπαρχουσών θέσεων εργασίας σε όφελος της αύξησης της απασχόλησης.

Παραγωγική ανασυγκρότηση

Πράγματι, από την άποψη αυτή, η ύφεση των προηγουμένων πέντε ετών δεν σηματοδοτεί νομοτελειακά στο μέλλον τη στασιμότητα, την αποβιομηχάνιση (από 28,3% το 1980 ο μεταποιητικός τομέας παρήγαγε το 13,5% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, ο πρωτογενής τομέας από 12% το 1980 παρήγαγε το 3,5% το 2013 της συνολικής ΑΠΑ και ο τομέας των υπηρεσιών από 57,3% το 1980 παρήγαγε το 82,4% της συνολικής ΑΠΑ το 2013) ή την αναιμική ανάπτυξη, αλλά αποτελεί την απόδειξη επιδείνωσης των σημαντικών διαρθωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, όχι η επανεμφάνιση μίας σειράς από «φούσκες» που ενίσχυαν την ζήτηση και έκρυβαν ουσιαστικά την ασθενική ανάπτυξη για περισσότερο από τρεις δεκαετίες πριν το 2010, αλλά η στρατηγική της παραγωγικής και βιομηχανικής ανασυγκρότησης.
Η στρατηγική αυτή με ατμομηχανή τον σχεδιασμό ανά Περιφέρεια ενός master plan επενδύσεων, ανάπτυξης, εργατικού δυναμικού και έρευνας σε βαθμό που να μετατοπίζεται το κέντρο βάρους του ελληνικού προβλήματος προς την κατεύθυνση της αναγκαιότητας αναδιάρθρωσης του χρέους, μεθοδικής και προγραμματισμένης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πόρων καθώς και των επιχειρηματικών συμπράξεων (clusters).
Στην κατεύθυνση αυτή επιβάλλεται η επιλογή κλάδων ως ηγετικών όπως: ενέργεια, πρωτογενής τομέας, μεταποίηση, τρόφιμα-ποτά, δομικά-μεταλλικά ορυκτά, τουρισμός (ενίσχυση των διακλαδικών του διασυνδέσεων), νέες τεχνολογίες, φαρμακοβιομηχανία. Ο προσανατολισμός αυτός της ελληνικής οικονομίας στον μετα-υφεσιακό κύκλο ανάπτυξης, είναι προφανές ότι θα της προσδώσει ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από ποιότητα της παραγωγής, της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.

Σάββας Γ. Ρομπόλης, ομοτ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet