Το έγκριτο Κέντρο Δημογραφικής Έρευνας Max Planck της Γερμανίας ανακαλύπτει σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα, που διεξήγαγε σε 28 Ευρωπαϊκές χώρες και δημοσιεύτηκε στις 10/7/2013, ότι τα ποσοστά των γεννήσεων μειώνονται από το 2008, αμέσως μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, παράλληλα με την αύξηση της ανεργίας. Και ότι αυτή η μείωση είναι εντονότερη στους νέους κάτω των 25 ετών και στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ενώ δεν επηρεάζει τη γονιμότητα των γυναικών άνω των 40 ετών, όσον αφορά την απόκτηση του πρώτου παιδιού (...)
Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της μείωσης της γονιμότητας ως επακόλουθο της ανεργίας αναφέρονται η Ελλάδα και η Ισπανία, αλλά και η Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Λετονία, ενώ αντίθετα στη γειτονική της Λιθουανία δεν παρατηρείται έντονη μείωση της γονιμότητας ούτε και στην Πορτογαλία και Ιταλία, παρόλο ότι και αυτές παρουσίασαν έντονη ύφεση.
Εδώ, βέβαια, πιθανόν υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση οικογενειακών πολιτικών ευνοϊκών στην απόκτηση παιδιών, σε κοντινή χρονική απόσταση από την έναρξη της κρίσης, του πιθανόν να είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα για την απόκτηση παιδιών.
Στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου η κρίση έγινε ελαφρά αισθητή, τα ποσοστά γονιμότητας παρουσίασαν ελαφρά μόνο μείωση, ενώ στην Αυστρία, Ελβετία και Γερμανία, οι δείκτες γονιμότητας παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι λόγω της, όπως αναφέρεται στη μελέτη, επιτυχούς αντιμετώπισης της κρίσης!…
Συνοπτικά η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ γονιμότητας και ανεργίας στη Νότια, Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη (...)
Πληθυσμιακή γήρανσηΣτη σημερινή Ελλάδα, με την καθημερινή υποβάθμιση των παροχών υγείας και των όποιων κοινωνικών παροχών, είναι δυνατόν να μην επηρεαστεί αρνητικά η γονιμότητα, η θνησιμότητα (συμπεριλαμβανομένης της βρεφικής) και η προσδοκώμενη ζωή; Όταν θα έχουμε τους δείκτες για το 2013 και 2014 θα έχουμε και τις ανάλογες διαπιστώσεις. Αλλά τότε θα τρέχουν - εκτός αν υπάρξει η πολυπόθητη ανατροπή - ακόμη πιο δυσοίωνες εξελίξεις για το 2015 και το 2016.
Η εξέλιξη της γονιμότητας στην Ελλάδα, οι αιτίες και τα πιθανά μέτρα ανάκαμψης, (με ανάλυση κόστους – οφέλους), εξετάστηκαν διεξοδικά σε σειρά εκτεταμένων ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), το 1983, 1997, 1999 και 2004. Από τις έρευνες αυτές είχε φανεί ότι ο επιθυμητός αριθμός παιδιών ήταν σαφώς υψηλότερος του πραγματικού και ξεπερνούσε το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας).
Οι λόγοι της μειωμένης γονιμότητας των γυναικών, πάντα με τη δημογραφική έννοια του όρου, συνοψίζονται στο χαμηλό οικογενειακό εισόδημα και στο ισχνό, ελλειμματικό και πλέον ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας.
Ο σημαντικός ρόλος των γυναικών στην υποκατάσταση του κράτους πρόνοιας επηρεάζει αρνητικά τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό και επομένως την απόκτηση επί πλέον οικονομικών πόρων για τη δημιουργία μεγαλύτερης οικογένειας. Τα ζευγάρια, λόγω σοβαρών οικονομικών δυσχερειών και λόγω έλλειψης κρατικών υποδομών για την εναρμόνιση οικογενειακής και εργασιακής ζωής, αποκτούν μικρότερο από τον επιθυμητό αριθμό παιδιών.
Άμεση επίπτωση της μείωσης της γονιμότητας αποτελεί η πληθυσμιακή γήρανση, όπως εκφράζεται με την αναλογία των ατόμων 65+ ετών στο σύνολο του πληθυσμού (Πίνακας 1).
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία αυτά η αναλογία των ατόμων 65+ ετών έχει διπλασιαστεί μεταξύ 1971 & 2014, ενώ τα ποσοστά της ομάδας 0-14 ετών έχουν κατά πολύ μειωθεί.
Ανάμεσα στις έμμεσες επιπτώσεις της μείωσης της γονιμότητας, η οποία περαιτέρω επιτείνει τις συνέπειες της άγριας πολιτικής της Τρόϊκας, είναι και η επιδείνωση των παροχών του ασφαλιστικού συστήματος, εφόσον συνεχώς συρρικνώνεται η αναλογία των οικονομικά ενεργών (δηλαδή των απασχολούμενων και των ανέργων), έναντι των μη οικονομικά ενεργών πολιτών. Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο φαύλο κύκλο (...)
Χωρίς λιτότητα για αύξηση της γονιμότηταςΜία αποτελεσματική πολιτική, που θα επέτρεπε στα ζευγάρια ν’ αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, συνίσταται, σε συνδυασμό διαφόρων μέτρων που να σχετίζονται με: α) εισοδηματική πολιτική που να ευνοεί την οικογένεια με παιδιά, β) πολιτική εναρμόνισης εργασιακής και οικογενειακής ζωής (π.χ., ρυθμίσεις για τη φύλαξη των παιδιών), γ) στεγαστική πολιτική, δ) ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας.
Τα παραπάνω μέτρα είχαμε αξιολογήσει και κοστολογήσει, στην αντίστοιχη έρευνα του ΕΚΚΕ, για το σύνολο της χώρας και για τις επί μέρους περιφέρειες και νομούς με την τεχνική της ανάλυσης κόστους - οφέλους.
Η πολιτική όμως που εφαρμόστηκε όλα τα χρόνια της λιτότητας κατέστησε τα μέτρα αυτά εντελώς ανέφικτα. Αντί γι’ αυτά θεσπίστηκαν και εφαρμόστηκαν άλλα βάρβαρα «μέτρα» όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η μείωση ή κατάργηση σειράς επιδομάτων που προβλέπονταν από συλλογικές συμβάσεις για να διευκολύνουν τη ζωή των γυναικών και την ανατροφή των παιδιών. Παραδειγματικά αναφέρονται: η κατάργηση των επιδομάτων γάμου, βρεφονηπιακού σταθμού, παιδικής μέριμνας, κατασκήνωσης, τοκετού, γέννας και πολλών προγεννητικών εξετάσεων και η μείωση – κατά 22% - του επιδόματος φροντίδας του παιδιού για 6 μήνες μετά τον τοκετό, που ήταν ίσο με το βασικό μισθό.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η απόκτηση παιδιού έγινε απαγορευτική στους νέους. Καταστρατηγήθηκε το δικαίωμα στη μητρότητα και πολλές νέες γυναίκες δεν θα αποκτήσουν κανένα παιδί, η θα τεκνοποιήσουν σε μεγάλη ηλικία, ή δεν θα αποκτήσουν ποτέ τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Βασικό λόγο αποτελεί η ανεργία των ίδιων ή και των συντρόφων τους, ή η επισφάλεια της τυχόν απασχόλησής τους (συχνά χωρίς κοινωνική ασφάλεια) και των εισοδημάτων τους. Το ήδη πριν την κρίση χαμηλό ποσοστό γονιμότητας αναμένεται να παρουσιάζει διαρκή επιδείνωση.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι η αντίληψη «οι φτωχοί κάνουν πολλά παιδιά» καταρρίπτεται από τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας. Για παράδειγμα στη Β. Ελλάδα ο υψηλότερος συντελεστής γονιμότητας παρατηρείται στο Β. Αιγαίο(1.47) και ο χαμηλότερος στην πιο φτωχή περιοχή δηλαδή στην Ηπειρο(1.02).Στη Ν. Ελλάδα ο υψηλότερος συντελεστής γονιμότητας παρουσιάζεται στο Ν, Αιγαίο και ο χαμηλότερος στην πιο φτωχή και πάλι περιοχή,δηλαδή στη Στερεά Ελλάδα(0.97).
Το δημογραφικό ζήτημα μας αφορά όλους. Αποτελεί βασικό στοιχείο ενός προοδευτικού προγράμματος ανόρθωσης της κοινωνίας. Η Αριστερά θα πρέπει να σκύψει στο σοβαρό αυτό ζήτημα με προτάσεις για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημογραφικής πολιτικής, με άξονα την ισότητα των φύλων.
Χάρις Συμεωνίδου, πρώην Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ, Ηθοποιός