Εικοσιεννέα χρόνια από το θάνατο του ποιητή (28 Σεπτέμβρη 1990)Ανταμώναμε συχνά στον πάγκο ενός μπαρ τις ώρες κοντά στα χαράματα. Αφού πίναμε για λίγο σιωπηλοί του έδινα μια λέξη τέλους και μια αρχής κι έγραφε αστραπιαία ένα μικρό συμπυκνωμένο ποίημα, που το χρησιμοποιούσαμε ως αντίτιμο για τα επόμενα ποτά. Όταν ήταν βέβαια σε υπηρεσία ο δικός μας ο μπάρμαν, γιατί όταν ήταν ο άλλος μας έστελνε από κει που ήρθαμε. Τα ποιήματα είχαν προορισμό τη Μαρία, ένα εννιάχρονο κορίτσι που δεν το ξέραμε, αλλά είχε το προνόμιο να είναι κόρη του ποτοδότη μας, ενός χαμηλότονου και πραγματικά ευαίσθητου ανθρώπου, πρώην ηθοποιού, που παρά τη μικρή σε διάρκεια σταδιοδρομία του στο χώρο του θεάματος είχε καταφέρει να αφήσει πίσω του μια καλή προσωπική ιστορία.
Η ώρα της δημιουργίας είχε έρθει κι απόψε, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και ο ποιητής ζήτησε την κατάλληλη μουσική υπόκρουση, δηλαδή ρεμπέτικα της χρυσής εποχής, όπως ονόμαζε τα πρώτα μεταπολεμικά τραγούδια του συγκεκριμένου είδους. Τα ηχεία άρχισαν να διαχέουν δυνατά το «Αντιλαλούνε οι φυλακές» και το χέρι, σπρωγμένο λες από τη μελωδία, άρχισε να καρφώνει με τον ιδιαίτερο τρόπο του στο χαρτί τα επιμελημένα γράμματα ενός ποιήματος, που θα ξεκινούσε με τη λέξη «αγνό» και θα κατέληγε στη λέξη «τέλος» που είχα δώσει ως όρια της εκφραστικής του διαδρομής.
«Αγνό που είναι το ηλιόφωτο βγαίνοντας χαράματα στη λεωφόρο. Σχεδόν αποκλείουμε τη ματαιότητα, την τροφό της κακιάς ευδαιμονίας. Τέλος.» Αυτό ήταν το συνοπτικό στιχούργημα που στείλαμε στην Μαρία εκείνο το βράδυ.
Η λιτή υφή και το πολύ ουσιαστικό του νόημα με παρώθησαν να το αντιγράψω. Του το απήγγειλα μετά από κάποιες μέρες, όμως μειδίασε περιφρονητικά και είπε: «Κάποιος προσπαθεί να με μιμηθεί ανεπιτυχώς». Όταν είπα ότι πρόκειται για γνήσιο έργο του, το χαμόγελο κύρτωσε αντίθετα σε σχήμα απορίας. Πήρε από τα χέρια μου το χαρτί, το ξαναδιάβασε πολλές φορές προσεκτικά, εντυπωσιάστηκε από την πυκνότητά του και μου είπε: «Καλά που το φύλαξες, θα το βάλω σε κάποια προσεχή συλλογή». Η έκφραση «κακιά ευδαιμονία» ήταν που μας είχε κεντρίσει και τους δυο, γιατί χαρακτήριζε με απλό και εύστοχο τρόπο ολόκληρη την εποχή μας αλλά και τον ίδιο σαν ατομικότητα. Ένα πνιγμένο στο οινόπνευμα κορμί με μια ζωφόρο στίλβους κι ένα επίχρισμα ανεμελιάς, κυνισμού και ελαφρότητας, απλωμένο πάνω του, ώστε να κρύβεται η μελαγχολία που κυλούσε σαν κύριο συστατικό μέσα στο αίμα.
Αυτή η ρευστή υλικότητα παλινδρομούσε αστάθμητα στα βάθη της ψυχής του και πότε εκφραζόταν ως συλλογική αγωνία, πότε ως υπαρξιακή αβεβαιότητα και τον τυραννούσε επίμονα. Το είχα νιώσει καλά από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, καθώς στο τέλος της βραδιάς με ρώτησε, με την προσδοκία μιας θετικής απάντησης, «Εσύ που είσαι νέος, πες μου ειλικρινά, έχει μέλλον αυτός ο κόσμος;»
Το βράδυ που γεννήθηκε η κακιά ευδαιμονία το ξημερώσαμε. Δεν πήγαμε όμως στην κρεαταγορά, που ήταν η συνήθης απόληξη των περιπλανήσεών μας «για σούπα και κούπα», όπως είχαμε εξηγήσει στιχουργικά το λόγο που μας οδηγούσε σ’ αυτό το τελευταίο στέκι της νύχτας. Μια διάθεση εσωτερικότητας μας έκανε να αποστραφούμε τους θορυβώδεις συναγελασμούς και να πάμε δίπλα στο καφενείο της πλατείας Εξαρχείων, που μόλις είχε ανοίξει για τις ανάγκες της πρωινής πελατείας του. Παρότι σηκώναμε κι άλλο πιοτό, είπαμε να εναρμονιστούμε με το ημερήσιο κλίμα που επικρατούσε εκεί και ήπιαμε καφέ όπως όλοι οι άλλοι. Βλέποντας την καινούργια μέρα να ξεπροβάλλει αργά μέσα από τα σκοτάδια που αραίωναν και την κίνηση να αυξάνει αισθητά κάθε στιγμή, με τα σιωπηλά πλήθη των εργατών που έτρεχαν να προλάβουν τα πρώτα λεωφορεία, μας έπιασε μια ακατανόητη συγκίνηση που πιθανώς προερχόταν από το γεγονός ότι δεν είχαμε την παραμικρή σχέση μ’ αυτή τη διαδικασία και αντί για ένα εξοντωτικό μεροκάματο μας περίμενε ένας βαθύς ύπνος μέχρι το μεσημέρι.
«Τους ευλαβούμαι» άρθρωσε σιγανά ο ποιητής «καθώς πηγαίνουν στο μόχθο ταπεινά με τις πετσέτες στο χέρι» μεταμορφώνοντας σαν σκηνογράφος τις πλαστικές σακούλες με το κολατσιό που κρατούσαν οι εργάτες. «Τους ευλαβούμαι» επανέλαβε «αλλά αυτοί θα μας κοιτάζουν τώρα και θα λένε: Τα κοπρόσκυλα! Κι έχουν κι ένα γεροκοπρόσκυλο μαζί».
Ο ίδιος οίστρος τον έπιανε όταν πηγαίναμε στην ταβέρνα του Καρβουνιάρη, που την χαρακτήριζε πάντα ληστρική όταν φεύγαμε, αγνοώντας τις τεράστιες ποσότητες κρασιού που είχαμε πιεί και που ήταν φυσικό να ανεβάσουν το λογαριασμό σε υπέρτερα του κανονικού ύψη. Η κύρια έλξη του όμως από τον Καρβουνιάρη οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν κι εκείνος ποιητής. «Τι έχει γράψει;» του είπα ένα βράδυ απορημένος, βλέποντας μπροστά μου να περιφέρεται με αργά κουρασμένα βήματα η λαϊκή φυσιογνωμία του κοντού γέρου, που μόνο λόγιο δεν θύμιζε. «Τίποτα» μου απάντησε. «Είναι της προφορικής σχολής. Δεν ακούς κάθε τόσο που φωνάζει δεν πουλάω κρασί, πουλάω λουλούδια; Κι όταν μεθάω με κοιτάζει με οικτιρμό και μου λέει: Εσύ έχεις καμιά συγγένεια με το μυαλό σου; Τι άλλο είναι η ποίηση; Οι ενοχικές ανοησίες των σχιζοφρενών που τις τυπώνουν πληρώνοντας τους εκδότες για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους;»
Το «καπηλείον», όπως ονόμαζε τον Καρβουνιάρη, ήταν ένας από τους λίγους τόπους που τον γαλήνευαν. Το αναφέρει στο ποίημα «Φωνή πατρίδας» με την παράθεση «όποιος νεκρός εδώ με σεβασμό μνημονεύεται». Φράση που λειτουργεί μέσα μου σαν παραίνεση χοής όταν μπαίνω σ’ αυτό το χώρο και ρίχνω πάντα στα κρυφά μια σταγόνα κρασί στο πάτωμα να δροσιστούν λίγο τα χείλη του στον Άδη. Έτσι μνημόνευε κι εκείνος τον Παπαδιαμάντη και τον Σολωμό, υποστηρίζοντάς τους με φανατισμό πιο ακραίο από των οπαδών των αθλητικών ομάδων.
Στη Λυκόβρυση, όπου σύχναζε τα μεσημέρια ως επίκεντρο μιας ετερόκλητης συντροφιάς, που είχε σχηματιστεί συμπτωματικά και παρέμενε αναίτια συμπαγής για χρόνια, μια μέρα που εκφράστηκε κάποιος αρνητικά για τον Σολωμό οργίστηκε τόσο πολύ, ώστε πήγε και φώναξε τον πρώτο αστυφύλακα που βρήκε μπροστά του και τον έφερε στο μαγαζί ζητώντας του επίμονα να συλλάβει το φορέα της ασελγούς γνώμης. Ωρυόταν μάλιστα τόσο μεγαλόφωνα, ώστε δεν μπορούσε κανείς να τον ησυχάσει κι έφερε σε δύσκολη θέση τον αστυνομικό, που κοίταζε την παρέα βουβός, μη ξέροντας τι στάση να κρατήσει σε μια τέτοια ακατανόητη υπόθεση.
Η «Ωδή στον Παπαδιαμάντη», από την άλλη, δηλώνει όλη την αγάπη και το θαυμασμό που είχε για τον ασκητή των γραμμάτων. Έφτανε μέχρι το σημείο να θεωρεί σαν δεύτερη πατρίδα του τη Σκιάθο, που όλο έλεγε να την επισκεφτεί «για λίγο φρέσκο φεγγάρι» και όλο το ανέβαλε, δέσμιος καθώς ήταν του υπογείου της οδού Σούτσου και του πενιχρού εισοδήματός του. Αυτός ίσως τον είχε οδηγήσει στην παράξενη σχέση με την ορθοδοξία, όπου είχε αρχίσει να διοχετεύει τον εξασθενημένο πια υλιστικό ουμανισμό του. Αναζητούσε το υποκατάστατό του στην εθιμική θεότητα, που έπλαθε ο λαϊκός πολιτισμός ανεξάρτητα από την επίσημη θέση, ξεφορτώνοντας το βάρος του στήθους των ανθρώπων με το τραγούδι, εναρμονίζοντας τους στην ομάδα με το ομοιόμορφο βήμα του χορού, ντύνοντας με πνευματικότητα τη χθόνια ύλη των σωμάτων.
Η αφηρημένη θεότητα, του ήταν πάντα εχθρική και ξένη, όπως κάθε μορφή εξουσίας. Έβρισκε όμως την ορθοδοξία εμποτισμένη ως τον πυρήνα με την πρώτη, γιατί εμφυσούσε στο υποκείμενο μαζί με το δόγμα και το αντιδογματικό δρώμενο, που συχνά οδηγεί στην αμφιβολία, ίσως και στην αμφισβήτηση των βασικών αρχών της. Παράδειγμα γι’ αυτό είχε έναν παπά από την ιδιαίτερη πατρίδα του το Ναύπλιο. Όταν βρέθηκαν κάποτε οι δυο τους σ' ένα ξωκλήσι, ο γέροντας που είχε ασκήσει με απόλυτη ευλάβεια τα καθήκοντά του μια ζωή, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με φωνή γεμάτη από την προσδοκία μιας φωτεινής απόκρισης: ¨Κύριε Νίκο, εσύ που είσαι διανοούμενος, τι λες; Υπάρχει Θεός;». Ήταν μια ιστορία που ανέφερε συχνά, γιατί τον είχε γοητεύσει τούτη η αθόρυβη τάση προς τη συνεχή διερώτηση, που μετατρέπει τον καθένα σε στοχαστή και του δίνει τη δυνατότητα της ένστασης προς την κεντρική θέση.
Σιγά- σιγά κυλήσαμε προς την πολύχρωμη σκοτεινιά του φθινοπώρου, περιμένοντας τα καινούργια κρασιά να τα στολίσουμε με τους στίχους του Πορφύρα «πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου, τώρα που αρχίσανε ξανά τα πρωτοβρόχια», που τόσο ταίριαζαν στην ατμόσφαιρα της εποχής και στην επιθυμία της ψυχής μας. Οι νύχτες άρχισαν να κλέβουν χρόνο από τη μέρα και να εγκαθίστανται κραταιές, συγχωνεύοντας τα πάθη όλων στην αδιαφάνειά τους.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες αλλάξαμε μπαρ. Όχι πολύ μακριά από το προηγούμενο, σ’ έναν πεζόδρομο είχε ανοίξει το δικό του μαγαζί ένας φίλος συγγραφέας από τα βασικά στελέχη της νύχτας. Η πρώτη βραδιά που περάσαμε εκεί αποδείχτηκε δυσοίωνη, αφού το ξημέρωμα που πηγαίναμε για ύπνο είδαμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ότι είχε συμβεί διπλωματικό επεισόδιο και οι δυνάμεις του στρατού κινούνταν προς τη Θράκη με σκοπό να χτυπήσουν την Τουρκία, αν αυτή δεν απέσυρε ένα ωκεανογραφικό πλοίο από το Αιγαίο. Τελικά πόλεμος δεν έγινε, εγώ όμως καλού κακού έφυγα για το χωριό, όπου έμεινα ένα μήνα χωρίς δελτία ειδήσεων και τρομώδεις μετώπες εφημερίδων να μου ταράζουν την πολύτιμη απλότητα της καθημερινότητας.
Όταν γύρισα συναντηθήκαμε το πρώτο κιόλας βράδυ, χαιρετηθήκαμε απαγγέλλοντας από κοινού το δεύτερο μέρος της «ευδαιμονίας», από το «σχεδόν» και κάτω που είχε γίνει πια ο κώδικας της προσωπικής μας συναλλαγής και πιάσαμε θέση στον πάγκο με το ελιξίριο της καλής ψυχής, όπως προκύπτει από την ανάλυση της έννοιας
ευθυμία, βυθισμένο στην παλάμη. Εκεί ήταν που ζητήσαμε λέξη αρχής και τέλους από τον ιδιοκτήτη αποβλέποντας στα επόμενα ποτά. Αυτός θέλοντας να μας παιδέψει ή εκφράζοντας απλά ότι ήταν εντυπωμένο εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του, βλέποντας ίσως και τα είδη των ποτών που είχαμε μπροστά μας, έδωσε τη λέξη «βότκα» για αρχή και τη λέξη «ουίσκι» για τέλος.
Πώς να φτιάξεις ποίημα τώρα με τούτες τις συμπληγάδες του σκληρού οινοπνεύματος! Παρόλο που δεν ήταν άγνωστη στην πλήρη γράδων σάρκα μας η περιοχή που περιέκλειαν, η στιχουργική συναρμογή τους ήταν αρκετά δύσκολη. Ο ποιητής στάθηκε ώρα με το χέρι μετέωρο πάνω από το χαρτί των λογαριασμών, ώσπου κάποια στιγμή το πήρε απόφαση και άρχισε να καρφώνει με το χαρακτηριστικό του τρόπο τα γράμματα πάνω του. «Βότκα τυραννίδα των αιώνων που πνίγεις τα οράματα του μεγάλου μας Οκτώβρη» ήταν η εισαγωγική πρόταση. Ακολουθούσαν κάτι σκέψεις γύρω από τη δράση φθοράς του οινοπνεύματος πάνω στην ευθύτητα των ιδεών και το όλο κείμενο κατέληγε στη δοξαστική επωδό «αναμέλποντας ουίσκι» που επισφράγιζε θριαμβευτικά τη νίκη του αλκοόλ, αλλά ίσως και του δυτικού κόσμου πάνω στο πεδίο του αυτοδιαχειριστικού πειράματος των ανατολικών χωρών, που θα εδραιωνόταν λίγα χρόνια αργότερα και που κανείς μας τότε δεν μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να την φανταστεί.
Το επόμενο βράδυ ήταν η δίκη του συντρόφου Ιωάννη που θα μας πότιζε. Είχε εμφανιστεί εκείνο τον καιρό στα στέκια της νύχτας ένα ανθρωπάκι μέσης ηλικίας καλό και αγαθό, που εκδήλωνε έναν ειλικρινή θαυμασμό για όλους τους καλλιτέχνες που συναντούσε, έχοντας ταυτόχρονα μεγάλη γνώση των τρεχόντων αισθητικών πραγμάτων. Δεν άφηνε ταινία, βιβλίο ή έκθεση, σε αντίθεση με μας τους φερόμενους ως δημιουργούς, που τα σχετικά εντευκτήρια είχαν χρόνια να μας δουν στο κατώφλι τους. Εκτός απ’ αυτά ήταν και ο μόνος καλοβαστηγμένος της ομήγυρης, γιατί διατηρούσε μια βιοτεχνία με τριάντα περίπου εργάτες, που του άφηνε ένα σεβαστό εισόδημα. Παρά την καθαρά αστική του θέση στην πυραμίδα της κοινωνίας, παρέμενε συνειδητός κομμουνιστής, γραμμένος στο κόμμα και έντονα ενεργός, καθώς ενστερνιζόταν βαθιά τις απόψεις του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.
Εκείνες τις μέρες, δια μέσου του αρμόδιου υπουργού, είχε βγει ένα διάταγμα που πάγωνε τις τιμές και τους μισθούς για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Αυτό βρήκε ως έναυσμα ο ποιητής και επιτέθηκε στο σύντροφο, που παρότι επαναστάτης δέχτηκε να εφαρμόσει στην επιχείρησή του τους νόμους των εξουσιαστών, λες και μπορούσε να κάνει αλλιώς ο άνθρωπος.
Επόμενο ήταν να συρθεί σε δίκη. Συμφωνήσαμε όλοι και συντάχθηκε τάχιστα το αρμόδιο όργανο, ήτοι το έκτακτο μπαροδικείο, που έπιασε αμέσως δουλειά και άρχισε να εξετάζει με μεγάλη υπευθυνότητα τη σοβαρή υπόθεση. Ο ποιητής πήρε το δεφτέρι των λογαριασμών κι έγραψε επίσημα πάνω του τη σύσταση του δικαστηρίου: «Πρόεδρος ο αδέκαστος κύριος Σκούρτης και μέλη οι εντιμότατοι κ.κ. Σπυριδάκης, Ταρνανάς και Καρούζος που θα εκτελεί και χρέη γραμματέως. Θέμα η εφαρμογή του νόμου του Παλιοκουτσόγιωργα στην επιχείρηση του κ. Ιωάννη. Άρχεται η συνεδρίασις».
Η διαδικασία δεν κράτησε πολύ γιατί όλοι αδημονούσαν να καρπωθούν τα αποτελέσματά της. Η απόφαση ήταν αμείλικτη. Πλήρης ενοχή του κατηγορουμένου και βαριά καταδίκη. Να κερνά συνεχώς τα μέλη του δικαστηρίου ότι ποτό θέλουν κι αυτός να πίνει νερό όλο το βράδυ. Απόφαση που εκτελέστηκε στη στιγμή και την αποδέχτηκε ο καταδικασμένος, μπροστά στους όμβρους χλεύης που θα ορθώνονταν αν την αμφισβητούσε, αφήνοντας υπέρ ποιητών, ηθοποιών και άλλων κακών συναπαντημάτων, ό,τι λεφτά κουβαλούσε εκείνη τη μέρα πάνω του.
Την επόμενη είχε την τιμητική του ο Καρυωτάκης. Μια ποιητική ανθολογία σε βιβλίο τσέπης, που είχε βγάλει ο Πάπυρος πανηγυρίζοντας το εκατοστό τεύχος της σειράς βίπερ κι έτυχε να την κουβαλά μαζί του κάποιος θαμώνας, έγινε αφορμή για μια απρόβλεπτη ποιητική βραδιά. Ο μπάρμαν μας έβαλε καινούργια ποτά, μας έδωσε κι ένα μικρόφωνο που το ανέσυρε ποιός ξέρει από πού, έτσι στα ξαφνικά, και αρχίσαμε να απαγγέλουμε σαν χορός τραγωδίας και με τον ιδιαίτερο ρητορικό τρόπο που συνήθιζε ο ποιητής το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο». Το θεωρούσε δίκαια σαν ένα από τα σπουδαιότερα νεοελληνικά έργα και το πρώτο που έφερνε τα στοιχεία της μοντέρνας ποίησης και μάλιστα συνειδητά, όπως δηλώνει ο στίχος «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου» της τρίτης στροφής.
Επίσης η έκφραση «ζήτημα ύψους» του φαινόταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική της λιτότητας και της απαλλαγμένης από ιδεολογικές επιδείξεις γραφής, ενώ ταυτόχρονα την θεωρούσε έντονα προκλητική για ένα χειριστή της δημοτικής στα χρόνια της κορύφωσης της διαμάχης γύρω από το γλωσσικό ζήτημα.
«Θα μπορούσε να ζει, αν το καλοσκεφτείς», μου είπε γυρίζοντας ξαφνικά το βλέμμα του πάνω μου. «Ποιος;» του απάντησα απορημένος. «Ο Καρυωτάκης» ψιθύρισε με νοσταλγικό ύφος. «Θα μπορούσε να είναι ένα γεροντάκι καθισμένο σε μια γωνιά εδώ ανάμεσά μας. Ακριβώς ενενήντα θα ήταν τώρα. Δεν είναι λίγοι που φτάνουν τόσο. Κι όμως είναι τόσο μακρινός ο καιρός του θανάτου του, που μου φαίνεται σαν να μην έζησε σ’ αυτό τον αιώνα».
Ήπιαμε μια γουλιά σιωπηλοί, με το νου χαμένο στα θολά τοπία του παρελθόντος, στη γενιά των ποιητών που μας άσκησαν στη θλίψη, για να νιώσουμε βαθύτερα την αξία της απλής χαράς που φέρνει η καθημερινή επαφή με τα ταπεινά πράγματα. Εκεί ήταν που μας πλεύρισαν δύο ψυχίατροι και άρχισαν να ερμηνεύουν με ψυχαναλυτικούς όρους το ποίημα που απαγγείλαμε, να ψάχνουν τα συμπλεγματικά αίτια που μας οδήγησαν στη δημόσια έκθεση και άλλες τέτοιες σπουδαιοφάνειες.
Στην αρχή τους πήραμε στα σοβαρά και απαντούσαμε με αντίστοιχα επιχειρήματα. Όταν μάλιστα ξεκίνησαν να αναλύουν κάποιο έργο του ποιητή, εκείνος κολακευμένος τους έδωσε μεγαλύτερη προσοχή, που εκτόπισε κάπως τη δυσφορία που του είχε προκαλέσει η βίαιη διακοπή του ονειροπολήματός μας. Αφού είπαν ένα σωρό θετικά για την ποίησή του, ο ένας απ’ αυτούς θεώρησε ότι για λόγους ισορροπίας θα έπρεπε να αντιτάξει και μια αρνητική άποψη. Μόλις το έκανε, όμως, ο μειλίχιος και πράος ως τότε ακροατής του σηκώθηκε όρθιος, έδειξε με μια μεγαλόσχημη κίνηση και των δύο χεριών τα γεννητικά του όργανα και κραυγάζοντας τις σκαιότερες ύβρεις τους έτρεψε σε άτακτη φυγή.
Εκεί ήταν που ο συνειρμός του ταξίδεψε αυθαίρετα σ’ ένα αντίστοιχο επιστημονικό πεδίο και θυμήθηκε τον Ρόναλντ Λαίνγκ, που τον είχε συναντήσει σ’ ένα συμπόσιο που γινόταν στο κέντρο ιωνικών σπουδών στη Χίο και ήταν και οι δυο τους προσκεκλημένοι. «Ωραίος τύπος» είπε «αλλά ολότελα τρελός. Αυτός ήταν ο λόγος που έφτιαξε την αντιψυχιατρική, γιατί με βάση την ψυχιατρική έπρεπε να τον κλείσουν μέσα. Poet, μου έλεγε κάθε πρωί, άσε τους άλλους να φλυαρούν και πάμε να πιούμε. Μεγάλος μέθυσος!» τόνισε αποδοκιμαστικά και ρούφηξε ως τον πάτο το υπόλοιπο της βότκας του.
Τα χρόνια κύλησαν ωραία, με προβλέψιμη παραβατικότητα και εσωστρεφείς εκρήξεις, ανάμεσα στα μπαρ των Εξαρχείων και στα ξενυχτάδικα της κρεαταγοράς, μέχρι την αποφράδα δεκαετία του ’90 που ήρθε να καθαιρέσει τα οράματα και τις αξίες που πάνω τους είχε στηριχθεί ο εικοστός αιώνας στα νιάτα του. Ο ποιητής άρχισε να κλονίζεται μαζί τους από κάθε πλευρά, με πρώτο και καλύτερο τον κλονισμό της υγείας του. Λίγο νωρίτερα τον είχε τσακίσει η λογοτεχνική σύνταξη δεύτερης κατηγορίας που του είχαν δώσει και δεν την δέχτηκε, παρόλο που θα του έλυνε κάποια από τα οξύτατα βιοποριστικά προβλήματά του, γιατί θεώρησε ότι τον χαρακτήριζε ανάλογα και σαν δημιουργό, βάζοντας στην πρώτη θέση ένα σωρό μετριότητες.
Εκείνο το βράδυ ήρθε τόσο ατημέλητος και καταβεβλημένος στο Intime, το μπαρ που σύχναζαν οι ποιητές, ώστε τρόμαξα να τον γνωρίσω, γιατί εκτός από την κακή του όψη ήταν και ο τρόπος του αλλαγμένος. Αυτός ο αγέρωχος, ο αλαζονικός, ο υπερόπτης, ο περιφρονητικός προς τους πάντες, στεκόταν αμίλητος πάνω από ένα ξέχειλο ποτήρι και δεν είχε τη δύναμη ούτε να το σηκώσει για να πιει. Τότε ίσως άρχισε να εκκολάπτεται στα κύτταρά του ο καρκίνος.
Ανδρέας Ταρνανάς