Του Κώστα ΒεργόπουλουΟσο παρατείνονται, χωρίς κατάληξη, οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους σε Βρυξέλλες, Βερολίνο, Φρανκφούρτη και στη μακρινή Ριγα της Λετονίας, τόσο διατηρείται η αβεβαιότητα, η οποία αποτελεί επιπλέον αιτία επιδείνωσης των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Ενώ είναι κατεπείγουσα ανάγκη η χώρα να σταθεροποιηθεί και να ανακάμψει, με τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις εξωθείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, τη στασιμότητα και την ύφεση. Ακόμη και αν δεν λαμβάνονται πρόσθετα υφεσιακά μέτρα, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα αποσταθεροποιεί όλο και περισσότερο την οικονομία, αλλά και, όπως ορθά επισημαίνει ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιού, με την αναβλητικότητα στη διευθέτηση του προβλήματος και τις συνεχείς παρατάσεις των διαπραγματεύσεων, αυξάνεται η πιθανότητα ατυχήματος, ακόμη και αν καμία πλευρά δεν το επιθυμεί και το απεύχεται. Πρέπει, τέλος πάντων, το ελληνικό πρόβλημα να κλείσει, καθώς, όσο διαιωνίζεται, αποτελεί ανοιχτή πληγή και απειλή όχι μόνο για την ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και την παγκόσμια.
Πολύ περισσότερο, όταν αιωρούνται, ειδικότερα, ως ενδεχόμενα για το άμεσο μέλλον η αύξηση του ΦΠΑ και η επιβολή προκαθορισμένου αριθμητικού στόχου σε ό, τι αφορά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ το τελευταίο δεν είναι δυνατόν να νοείται ποτέ εκ των προτέρων, αλλά μόνον εκ των υστέρων, τουλάχιστον όσο η οικονομία διατηρείται στα πλοκάμια του φαύλου κύκλου της επιβράδυνσης. Σε αυτή την κατ’ εξοχήν ανησυχητική κατάσταση, ποια μπορεί να είναι η προοπτική για την οικονομία από τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της;
Στασιμότητα η πιθανότερη εξέλιξηΗ γερμανική πλευρά έχει ήδη επιβάλει την άποψη ότι δε νοείται νέο πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία, όσο δεν κλείνει με νέα αξιολόγηση το ήδη ισχύον. Ωστόσο, ακόμη και αν καμφθεί σ’ αυτό το σημείο η «σκληρή» τοποθέτηση των δανειστών, που επείγονται να εισπράξουν τις δόσεις τους, δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια δυνατότητα νέας συμφωνίας με αναπτυξιακό χαρακτήρα για την επόμενη τριετία, αφού αυτή θα συνεπάγεται πρόσθετη εισροή χρήματος και πιστώσεων προς μια χώρα, στην οποία τόσο το κράτος όσο και οι τράπεζές της δεν διαθέτουν πρόσβαση στις αγορές. Η γερμανική πλευρά επισείει, ως αυστήρο κανόνα δεοντολογίας, ότι δεν πρέπει να χρηματοδοτούνται χώρες ούτε τράπεζες, που δεν διαθέτουν πρόσβαση στις αγορές.
Κατά συνέπεια, η πιθανότερη εξέλιξη φαίνεται ότι θα είναι η στασιμότητα, δηλαδή η διατήρηση των πραγμάτων στη σημερινή αβεβαιότητα, σε συνδιασμό με την παροχή χρήματος μόνο για την ικανοποίηση των δανειστών και όχι για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας της.
Δύο αστάθμητα ενδεχόμεναΩστόσο, παρά τη δυσμενή πρόβλεψη όσον αφορά στο περιεχόμενο της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας, υπάρχει ακόμη στον αέρα το σοβαρό ενδεχόμενο να προκύψουν δύο νέα δεδομένα εκτός οιασδήποτε συμφωνίας. Αυτά είναι αφ’ ενός τα έκτακτα έσοδα της χώρας από την αυξημένη τουριστική κίνηση την επομενη περίοδο και αφ’ ετέρου με την ενδεχόμενη ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Είναι σοβαρό ενδεχόμενο, η ΕΚΤ να ακυρώσει την εξαίρεση και να εντάξει τη χώρα στο γενικότερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, όταν οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, έστω και μέτρια και ανεπαρκή, καθώς η αιτιολογία της εξαίρεσης της Ελλάδας από το πρόγραμμα αυτό ήταν η αβεβαιότητα όσον αφορά στην αξιολόγηση και υλοποίηση του δεύτερου προγράμματος στήριξης.
Ποσοτική χαλάρωση και αξιοπιστίαΟπωσδήποτε, το ζήτημα της ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, που ήδη εφαρμόζεται στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολιτικό και θα ήταν πλήγμα στην αξιοπιστία της Ευρωζώνης, αν αυτή εξωθούσε σε μεγαλύτερη δυσπραγία μια χώρα μέλος της, τη στιγμή ακριβώς που αυτή έχει ανάγκη από πιο ενεργή στήριξη από τους εταίρους της. Εάν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι σήμερα η Ευρωζώνη έχει θωρακισθεί με μηχανισμούς διάσωσης και αξιοπιστίας που δεν διέθετε το 2012, τότε της δίδεται μια ευκαιρία να το αποδείξει στην πράξη με την πρόσφορη και λυσιτελή διαχείριση του ελληνικού προβλήματος, όπως βέβαια και των άλλων ομοιοπαθών χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Η υγεία και ισχύς μιας νομισματικής περιοχής δεν αποδεικνύεται από την απόφαση ακρωτηριασμού του «νοσούντος» μέλους της, αλλά από την ικανότητα της να διαχειρίζεται επωφελώς για όλους το πρόβλημα που αφορά στην λειτουργία και αξιοπιστία του συνόλου.
Εαν ως θεραπεία προτιμηθεί η μέθοδος του ακρωτηριασμού, μοιραία όλοι θα διερωτώνται «ποιος θα είναι ο επόμενος;» και η αρνητική επίπτωση για το σύνολο θα κινδυνεύει να αποδειχθεί κατά πολύ μεγαλύτερη απο την προεξοφλούμενη ως δήθεν «θετική». Χαρακτηριστικά, η αμερικανική πλευρά, που δεν ειναι βέβαια εταίρος μας, πιέζει φορτικά και με κάθε τρόπο τους εταίρους για να λήξει τέλος πάντων αυτή η αβεβαιότητα, που αφορά όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος, του ευρώ, και κατ’επέκταση τη σταθερότητα και λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας. Φυσικά, δεν ειναι διόλου βέβαιο οτι οι αμερικανικές πιέσεις θα ευωδοθούν, όμως είναι αντιθέτως προβλέψιμο οτι στην περίπτωση που δεν ευωδοθούν και κατισχύσει ακόμη μια φορά η άτεγκτη γερμανική λογική, τότε το πλήγμα για την παγκόσμια σταθερότητα κινδυνεύει να υπερβεί κάθε προηγούμενο.
Με την προϋπόθεση ότι τα νέα δεδομένα θα επιβεβαιωθούν, τότε υπάρχει και η δυνατότητα ακόμη και με μια μέτρια και ωχρή συμφωνία στα τέλη Μαϊου, να εμφανισθεί η χώρα με ενισχυμένη διαπραγματευτική θέση και να επιτύχει κάποια λιγότερο υφεσιακή συμφωνία στη νέα φάση των διαπραγματεύσεων που αντιμετωπίζεται για το τέλος της μεταβατικής περιόδου και τις αρχές του φθινοπώρου.
kvergo@gmail.com