Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει το επιτόκιο για τα χρήματα που καταθέτουν οι εμπορικές τράπεζες σε αυτήν και να ξαναρχίσει, σε μικρότερη έκταση, την αγορά χρεογράφων των κρατών μελών και μεγάλων επιχειρήσεων που είχε διακοπεί τον Δεκέμβριο 2018, δίχασε το ίδιο το σώμα και προκάλεσε την παραίτηση της γερμανίδας Σαμπίνε Λαουτενσλέγκερ από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ – το ΔΣ της ΕΚΤ αποτελείται την εξαμελή Εκτελεστική Επιτροπή που την επιλέγει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τους διοικητές/διοικήτριες των εθνικών Κεντρικών Τραπεζών. Είναι η τέταρτη περίπτωση εκπροσώπου της Γερμανίας που παραιτείται. Όλες οι παραιτήσεις, εκτός από του Γιεργκ Άσμουσεν που αποχώρησε το 2014 για να γίνει υφυπουργός στη χώρα του, οφείλονταν σε διαφωνία με την πολιτική του Ντράγκι.
Τι ελπίζει η ΕΚΤΜε την απόφασή της η ΕΚΤ επιδιώκει να αυξήσει την κυκλοφορία του χρήματος, ώστε να μειωθεί το επιτόκιο και οι πελάτες των τραπεζών, πρόσωπα και επιχειρήσεις, να δανείζονται φθηνότερα για κατανάλωση ή για επενδύσεις. Επίσης, μειώνοντας το επιτόκιο των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών σε αυτήν (σήμερα είναι -0,5%, δηλαδή οι τράπεζες πληρώνουν για να διατηρούν λογαριασμό στην ΕΚΤ) η ΕΚΤ θέλει να παρωθήσει τις εμπορικές τράπεζες να μην διατηρούν μεγάλα ποσά, αλλά να δίνουν δάνεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ελπίζει η ΕΚΤ να αυξηθεί η ζήτηση και να πάρει μπρος η ευρωπαϊκή οικονομία που εμφανίζει στασιμότητα. Παράλληλα ελπίζει, με την αύξηση της ζήτησης, να αυξηθούν οι τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά και η γενική αύξηση (ο πληθωρισμός) να φτάσει κοντά στο 2% το χρόνο. Πληθωρισμός κοντά στο 2% είναι ο ορισμός της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών, την οποία το καταστατικο της επιβάλλει να επιδιώκει. Εάν, όπως σήμερα, οι τιμές δεν αυξάνονται με ένα λογικό ποσοστό, τότε, λέει η θεωρία, η ζήτηση θα μειωθεί επειδή οι υποψήφιοι αγοραστές προσδοκούν μείωση των τιμών και προτιμούν να περιμένουν. Εάν μάλιστα οι τιμές μειώνονται (αποπληθωρισμός) τότε οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να κάνουν βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, επειδή είναι πιθανόν τα προϊόντα που θα παράγουν με τις επενδύσεις τους να είναι φθηνότερα από όσο είχαν αρχικά υπολογίζει.
Αυτή η πολιτική, την προηγούμενη περίοδο, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρότι τα επιτόκια μειώθηκαν και η ΕΚΤ «έσπρωξε» από το 2014 έως το 2018 στην αγορά συνολικά 2,6 τρισεκατομμύρια ευρώ (60 δισεκατομμύρια τον μήνα), η οικονομία στην Ευρώπη σταθεροποιήθηκε μεν, αλλά δεν υπήρξε ισχυρή ανάπτυξη. Από φέτος μάλιστα, η ισχυρότερη οικονομία της Ένωσης, η Γερμανία, έχει μπεί σε φάση οικονομικής ύφεσης.
Ο ίδιος ο Ντράγκι, εγκανιάζοντας την πολιτική του φτηνού χρήματος, είχε πει το 2014 ότι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται η συμβολή των κρατών μελών με ανάλογη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή είτε αύξηση των δημόσιων δαπανών (όπως υποστηρίζουν οι κεϋνσιανοί οικονμολόγοι) είτε μείωση της φορολογίας (όπως υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι). Η έξοδος από την ύφεση με τη μείωση της φορολογίας δεν έχει επιτευχθεί ποτέ. Ιδίως η μείωση της επιβάρυνσης των μεσαίων και μεγάλων εισοδημάτων αυξάνει την αποταμίευση και όχι (ή όχι επαρκώς τη ζήτηση). Αντίθετα, η αύξηση των δημόσιων δαπανών – συνήθως λένε των δημόσων επενδύσεων, αλλά είναι δύσκολο να τις χωρίσεις από τη δημόσια κατανάλωση: η οικοδόμηση ενός σχολείου είναι δημόσια επένδυση ενώ η στελέχωσή του είναι δημόσια κατανάλωση – με την αύξηση λοιπόν των δημόσιων δαπανών συνήθως επιτυγχάνεται σταθεροποίηση της οικονομίας και έξοδος από την ύφεση.
Η ποσωτική χαλάρωση χωρίς αύξηση των δημόσιων δαπανών σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης ενέχει έναν κίνδυνο. Αυτόν ο Ντράγκι δεν τον ανέφερε, πιθανόν επειδή η αναφορά θα υπονόμευε την πολιτική του. Ο κίνδυνος είναι να μην επενδυθεί το επιπλέον χρήμα, αλλά να λιμνάζει ή να κατευθύνεται είτε σε κρατικά ομόλογα είτε να δημιουργεί «φούσκες», όπως π.χ. στην αγορά ακινήτων.
Τι σταθεροποιεί την οικονομία;Η πολιτική Ντράγκι ευνοεί τα κράτη μέλη, αφού μπορούν να δανείζονται με πολύ χαμηλό επιτόκιο. Ωστόσο δεν το κάνουν. Ο δανεισμός τους περιορίζεται στην αναχρηματοδότηση του χρέους τους, δηλαδή δανείζονται για να εξοφλούν τις δόσεις του χρέους. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι π.χ. η Γερμανία μπορεί να δανειστεί με αρνητικό επιτόκιο – δηλαδή να της δανείζουν χρήματα και να την πληρώνουν κι από πάνω, αντί να της ζητούνε τόκους – και δεν το κάνει, ενώ οι σημερινές της ανάγκες για επενδύσεις στις υποδομές είναι τεράστιες και επιπλέον η οικονομία της έχει μπει πια σε ύφεση. Μάλιστα, τα κράτη που δανείζονται με αρνητικά επιτόκια έχουν σήμερα πια πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με την ετήσια οικονομική τους επίδοση (το ΑΕΠ). Οι γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες διαμαρτύρονται επειδή, με την πολιτική Ντράγκι, έχουν μειωθεί τα επιτόκια χορηγήσεων και συνεπώς τα κέρδη τους, το ίδιο και οι κερδοσκοπικές ασφαλιστικές εταιρίες, επίσης οι ενώσεις αποταμιευτών. Ο δεξιός Τύπος επιδίδεται σε ενορχηστρωμένη επίθεση κατά της πολιτικής Ντράγκι που, όπως γράφουν, «ρουφάει τις αποταμιεύσεις του λαού».
Ειδικά όσον αφορά την αποταμίευση, οι πολίτες διαπιστώνουν μεγάλη μείωση της απόδοσης των αποταμιευτικών λογαριασμών τους. Αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά επιβλαβές, εάν ήταν κίνητρο για τη μείωση της αποταμίευσης και την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης. Όμως, η γενική τάση να μειώνονται οι συντάξεις του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναγκάζει τους πολίτες να αποταμιεύουν περισσότερο είτε σε ειδικά προγράμματα των Ταμιευτηρίων – σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αυτά είναι όλα δημόσια – είτε με συμβόλαια ιδιωτικής ασφάλισης. Αλλά κι εκεί οι αποδόσεις μειώνονται, ενώ τα χρήματα δεν κατευθύνονται από την αποταμίευση σε μετοχές, αφού, μέσα στην οικονομική στασιμότητα ή και ύφεση, οι μετοχές δεν αποδίδουν. Από αυτή την άποψη, γίνεται εμφανής η σταθεροποιητική επίδραση ισχυρών δημόσιων ασφαλιστικών φορέων τους οποίους οι πολίτες μπορούν να εμπιστευτούν.
Εκτός από τις δημόσιες δαπάνες, σταθεροποιητικός και αναπτυξιακος παράγων είναι οι μισθοί. Οι μισθοί όμως, καθορίζονται με διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικάτων. Στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής στασιμότητας και με την αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων οι αυξήσεις μισθών είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν. Ευκολότερη είναι η αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ιδίως για υπηρεσίες οι οποίες δημιουργούν κιόλας άμεσα θέσεις εργασίας.
Η δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης δεν είναι λύσηΓενικά η απλή αναφορά στη δημοσιονομική πολιτική, όπως την έκανε ο Ντράγκι, είτε ειδικά σε αυτή την φάση της οικονομικής στασιμότητας είτε γενικά στην ανάγκη της δημοσιονομικής ένωσης των κρατών της Ευρωζώνης, δεν λέει πολλά πράγματα. Βέβαια, ο Ντράγκι θα υπερέβαινε τις αρμοδιότητές του αν εξειδίκευε περισσότερο. Τέτοιες γενικότητες ωστόσο ακούγονται και από την Αριστερά στην Ευρώπη. Ιδιαίτερα η δημοσιονομική ένωση, που σημαίνει ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών και ενιαία δημοσιονομική πολιτική, στη σημερινή κατάσταση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, όπου στα ισχυρότερα κράτη οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, η μείωση των φόρων και των δημόσιων δαπανών είναι κάτι σαν «ιερή αγελάδα», ακόμα μεγαλύτερες αρμοδιότητες και εξουσίες των Βρυξελλών θα οδηγούσαν σε πλήρη ασφυξία. Με άλλα λόγια, τέτοιες προτάσεις, όπως, ας πούμε, «εμβάθυνση πριν από τη διεύρυνση», χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο της πολιτικής και χωρίς να συνυπολογίζεται ο εκάστοτε συσχετισμός, είναι επικίνδυνες και λάθος.
Ειδικά την Ελλάδα, η επανάληψη της αγοράς ομολόγων – δηλαδή της έκδοσης χρήματος από την ΕΚΤ – δεν την αγγίζει άμεσα, αφού τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν συμπεριλαμβάνονται στους τίτλους που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ. Έχει όμως, μαζί με την πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ, έμμεση επίπτωση, επειδή μειώνει συνολικά το ύψος των επιτοκίων: τα ελληνικα ομόλογα, μετά τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας την τελευταία τετραετία, είναι ελκυστικά επειδή είναι από τα λίγα ευρωπαϊκά ομόλογα με σχετικά ικανοποιητική απόδοση.
Την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και της αγοράς χρεογράφων την υποστηρίζει βέβαια η πλειοψηφία του ΔΣ της Τράπεζας, όμως με έντονη διαφωνία των μελών από τα κράτη του Βορρά, πρώτα από όλα της Γερμανίας. Η διάδοχος του Ντράγκι, η Κριστίν Λαγκάρντ έχει δηλώσει ή έχει αφήσει να διαφανεί ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική. Αυτός ήταν και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον δεν πέρασε η υποψηφιότητα του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Γιενς Βάιντμαν, του πιο σκληρού αντιπάλου του Ντράγκι και της πολιτικής του.
Η ελληνική κυβέρνηση και ο Γιάννης Στουρνάρας δεν έχουν εκφραστεί επίσημα για την πολιτική της ΕΚΤ, όπως άλλες κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Ξέρουν φυσικά ότι αυτή η πολιτική ευνοεί δημοσιονομικά την Ελλάδα, από την άλλη όμως είναι φανατικά ταγμένοι υπέρ της μείωσης των δημόσιων δαπανών και της, μέχρι τώρα αποτυχημένης, αναπτυξιακής πολιτικής με φορολογική ελάφρυνση των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια είναι λίγο Ιταλοί και πολύ Γερμανοί.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος