Μιχάλης Μακρόπουλος, «Μαύρο νερό», εκδ. Κίχλη, σελ. 76
«Και η Λένη ήταν μία από τις τρεις γυναίκες πού ’χαν απομείνει στο χωριό. Και σε τούτο, όπως και σε τόσα άλλα, ο κόσμος είχε αναποδογυρίσει. Οι γυναίκες ήταν εκείνες που αρρώσταιναν πιο συχνά και πέθαιναν». Η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαύρο νερό», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη, μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι βέβαια ο θάνατος, που κι αυτός επέρχεται με πολλούς τρόπους, καθώς και η φράση αυτή του συγγραφέα που μόλις αναφέρθηκε: «ο κόσμος έχει αναποδογυρίσει».
Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει συνεχώς και τρέχει με σπασμένα φρένα προς κάτι που θα μπορούσε να είναι απλώς εξέλιξη, θα μπορούσε όμως να είναι και καταστροφή, υπάρχουν ακόμη συγγραφείς οι οποίοι, χωρίς διδακτισμό και διάθεση άκριτης επιστροφής σε ένα δήθεν χαμένο παράδεισο, χωρίς δηλαδή θεοποίηση της παράδοσης, όπως γινόταν από άλλους παλιότερους συγγραφείς, αρνούνται να δεχθούν, εξίσου άκριτα, όσα συμβαίνουν σήμερα ως «πρόοδο». Και γυρνώντας την πλάτη στη σύγχρονη εκδοχή του αστισμού, αναζητούν την «καλή» όψη του κόσμου, αυτή που αναποδογύρισε ή, έστω, αναζητούν καλές όψεις σε ένα παρελθόν που στους καιρούς μας, στις δικές μας γενιές, χάθηκε ανεπιστρεπτί. Το «ανεπιστρεπτί» έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ, αφού ένα ακόμα κυρίαρχο στοιχείο στη νουβέλα του Μακρόπουλου είναι η αίσθηση της ματαιότητας, η συνειδητοποίηση ότι από το θάνατο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δεν γλιτώνεις πλέον πουθενά, είτε είσαι στο χωριό είτε στο άστυ.
Οι δύο που γίνονται έναΠρωταγωνιστές στο «Μαύρο νερό» είναι ένας πατέρας και ο ανάπηρος γιος του. Ζουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου, σε μια περιοχή όπου έχει συμβεί με ανθρώπινη παρέμβαση μια μεγάλη οικολογική καταστροφή που δεν προσδιορίζεται με λεπτομέρειες. Το νερό δεν πίνεται και φυτά και ζώα είναι επίσης μολυσμένα. Όποιος τρώει συστηματικά προϊόντα της περιοχής πεθαίνει. Κάπως έτσι πέθανε η μητέρα της οικογένειας, καθώς στην αρχή δεν είχε καταλάβει ο κόσμος τη μόλυνση και αρρώσταινε. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το παιδί ανάπηρο, ήταν κι αυτό ένα σύμπτωμα της αδιάγνωστης αρρώστιας της μάνας. Τώρα ο πατέρας είναι απολύτως αφοσιωμένος στο ανάπηρο παιδί που είναι 21 ετών, έχει ατροφικά τα πόδια και το ένα χέρι, είναι όμως αξιαγάπητο, φιλομαθές και αγαπάει μέχρι θανάτου, θα λέγαμε (για να εναρμονιστούμε με το περιβάλλον του βιβλίου), τον πατέρα του. Στο βιβλίο αναπτύσσεται λοιπόν η σχέση αυτών των δύο ανθρώπων που κοντεύουν να γίνουν ένα. Ο πατέρας κουβαλάει το παιδί, τον Φόρη (Χριστόφορο), σε ειδικά διαμορφωμένο σακίδιο στην πλάτη και τον αφήνει μόνο του μονάχα κάθε Παρασκευή που περνάει το λεωφορείο για τα Γιάννενα, ώστε να πάει να ψωνίσει και να επιστρέψει με το μεσημεριανό δρομολόγιο.
Το σκληρό πρόσωπο της πολιτείαςΗ εικόνα της ζωής στο χωριό πολύ σκληρή: κάποτε υπήρχαν 250 νοματαίοι, τώρα έχουν μείνει 12 άτομα που ζουν με ελάχιστα. Δουλειά δεν υπάρχει εκεί, ζουν από ένα προνοιακό επίδομα με το οποίο αγοράζουν τα απολύτως απαραίτητα (λίγα τρόφιμα, φίλτρα για το νερό), φυσικά δεν έχουν αυτοκίνητο και ίσα που μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα. Ανοίγουν τα σπίτια όσων έχουν ήδη εγκαταλείψει το χωριό και προμηθεύονται από αυτά λάμπες ή σαπούνια που έχουν μείνει εκεί ξεχασμένα. Η πολιτεία παρουσιάζεται με το σκληρό της πρόσωπο, αναπαράγεται δηλαδή στο βιβλίο η εικόνα μιας παραδοσιακά εχθρικής σχέσης πολίτη-κράτους στην Ελλάδα. Το κράτος τους δίνει σπίτια σε μια συνοικία των Ιωαννίνων για να φύγουν. Τους απειλεί όμως ταυτόχρονα ότι αν δεν το κάνουν θα κόψουν το επίδομα, θα κόψουν και το λεωφορείο. Το εβδομαδιαίο δρομολόγιο του λεωφορείου είναι η μοναδική τους επαφή με τον έξω κόσμο, καθώς κανένα αυτοκίνητο δεν φτάνει στα μέρη τους. Και τη μοναδική φορά που φτάνει ένα, είναι ενός εκπροσώπου του κράτους που τους ανακοινώνει το κόψιμο του δρομολογίου αλλά και του επιδόματος. Οπότε κάποιος βγαίνει εκτός εαυτού και τον σκοτώνει. Πρόκειται άλλωστε ήδη για ένα πεθαμένο χωριό, υπάρχουν κάποιοι που αυτοκτονούν είτε βίαια είτε αποφασίζοντας να φάνε τις δηλητηριασμένες τροφές, προτιμώντας αυτό παρά το ξερίζωμα από τη γη τους.
Ελπίδα και απελπισίαΗ επιβίωση παραδοσιακών δομών σε ένα ευρύτερο περιβάλλον συνεχούς αλλαγής είναι βέβαια από μόνη της εντυπωσιακή, έτσι όπως δίνεται στο βιβλίο. Είναι σαν το χωριό να αδιαφορεί πλήρως για όσα συμβαίνουν γύρω του. Να συνεχίζει να μη δίνει επίθετα στις γυναίκες, αναπαράγοντας πατριαρχικά πρότυπα (λ.χ. η Λένη του Γκέρτσου, η Αθηνά του Κοτσίνη) και να συνεχίζει να συνευρίσκεται μόνο γύρω από την εκκλησία, τα ξωκκλήσια και τις εκκλησιαστικές γιορτές (αφού ούτε καφενείο δεν υπάρχει πια), έστω και αν δεν υπάρχει πια εκπρόσωπός της! Είναι απόκοσμες, εκφράζοντας ταυτόχρονα ελπίδα και απελπισία, οι σκηνές στην εκκλησία του χωριού, Χριστούγεννα και Πάσχα, όπου μαζεύονται οι λιγοστοί χωριανοί χωρίς παπά για να πράξουν το θρησκευτικό τους καθήκον αλλά και για να έχουν αφορμή να συναθροιστούν, καθώς έχουν σχεδόν ξεχάσει και να μιλάνε. Θρησκευτικός και ο ονοματολογικός συμβολισμός των πρωταγωνιστών. Ο μικρός λέγεται Χριστόφορος ενώ ο πατέρας του είναι ο μόνος στο βιβλίο που δεν αναφέρεται με το όνομά του, παρότι είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Αναφέρεται ως Πατέρας, πάντα, με τον συγγραφέα να παίζει με τα ονόματα υπονοώντας ότι ο Πατέρας είναι ο Θεός του παιδιού, αλλά ταυτόχρονα και ότι Χριστόφορος δεν είναι στην πραγματικότητα ο μικρός αλλά ο πατέρας του. Αυτός που φέρει στην πλάτη του τον μικρό Χριστό και είναι ο πραγματικός άγιος.
Στάση ευγενής και έργο με ποικίλες αρετέςΟι συμβολισμοί δεν λείπουν άλλωστε από το βιβλίο, δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί ότι ήδη ο τίτλος «Μαύρο νερό» παραπέμπει στο μαύρο χρυσό, στην επιχείρηση εξόρυξης πετρελαίου σε Γιάννενα και Θεσπρωτία που βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις υπό το φόβο οικολογικής καταστροφής. Η λέξη «πετρέλαιο» δεν αναφέρεται πουθενά, παρά μόνο έμμεσα, όταν ο Πατέρας φοράει ένα παλιό παντελόνι από την εποχή που είχε δουλειά, το οποίο γράφει πάνω RIPOIL.
Ο 54χρονος Μιχάλης Μακρόπουλος, που ζει κυρίως από το μεταφραστικό του έργο (παράλληλα με το εκτενές, ήδη, πεζογραφικό του έργο έχει μεταφράσει δεκάδες βιβλία, κυρίως αγγλόφωνα, μεταξύ άλλων Χεμινγουέι, Λε Καρέ, Καπότε, Στάινμπεκ, Φιτζέραλντ, Στίβεν Κινγκ), αποφάσισε εδώ και χρόνια να ζει εκτός κέντρου και μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στη Λευκάδα και το Πωγώνι της Ηπείρου. Αποφάσισε, κατά τα φαινόμενα, να υπερασπιστεί τη γραμμή πολλών Ηπειρωτών συγγραφέων που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα του τόπου, του τοπίου και της γλώσσας τους ενώ, ανανεώνει, μαζί και με άλλους βορειοελλαδίτες συγγραφείς, όπως ο ακόμα νεότερος Γιάννης Παλαβός, τη ματιά μας στη σύγχρονη ελληνική ύπαιθρο και μάλιστα τη βορειοελλαδίτικη, η οποία, ίσως λόγω σχετικής απομόνωσης, άγονης γης, λίγων μέσων και απόστασης από το κέντρο, δεν έχει επαρκώς αναδείξει την άγρια ομορφιά της στην πολύ σύγχρονη λογοτεχνία μας. Πρόκειται για στάση ευγενή και έργο με ποικίλες αρετές, που αξίζει να διαβάζεται.
Μανώλης Πιμπλής