Η απόφαση να δοθεί πράσινο φως στην Τουρκία να εισβάλει στη Βόρειο Συρία δεν ήταν προσωπική απόφαση του προέδρου Τραμπ. Ο περί του αντιθέτου καταιγισμός δημοσιευμάτων τα πρώτα εικοσιτετράωρα της εισβολής, αποσκοπούσε –επιρρίπτοντας την ευθύνη στο «ανερμάτιστο» ταμπεραμέντο του κ. Τραμπ— να συσκοτίσει, σε πρώτο χρόνο, την πολιτική και θεσμική κρίση του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ. Ο κ. Τραμπ δεν έπεσε σαν αλεξιπτωτιστής στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό. Είναι μέρος του συστήματος. Εκφράζει ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων και πολιτικών αντιλήψεων που προσεγγίζει την αναμέτρηση στον διεθνή στίβο με όρους όχι θερμής εμπλοκής αλλά, κυρίως, με όρους οικονομικής κατίσχυσης, την οποία θεωρούν ότι του εξασφαλίζουν το μέγεθος και η ευρωστία της οικονομίας των ΗΠΑ, που, όντας ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως, θεωρούν ότι μπορούν να προεξοφλούν τη συμμόρφωση των ανταγωνιστών τους με την απειλή της επιβολής υψηλών δασμών στα δικά τους προϊόντα.
Αυτή η προσέγγιση –διατυπωμένη λακωνικά στη δήλωση του προέδρου Τραμπ για την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από τη Συρία, ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας του θα πολεμούν μόνο «εκεί που έχουν όφελος και μόνο για να νικήσουν»— αντιμετωπίζει με επιφύλαξη οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή που θα απαιτούσε μαζική αμερικανική στρατιωτική παρουσία επί του εδάφους.
Υπέρ της συνηγορεί, ολοφάνερα, η αποτυχία, στο παρελθόν, των ΗΠΑ να εγκατασταθούν —δια της στρατιωτικής επέμβασής τους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν— στο μαλακό υπογάστριο της (Σοβιετικής Ένωσης τότε και νυν) Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Κίνας.
Με την εμπειρία αυτή κατά νου, το σύστημα που «ενσαρκώνεται πολιτικά» στο πρόσωπο του προέδρου Τραμπ σταθμίζει τα υπέρ και τα κατά δύο επιλογών. Αφενός μιας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή, και, αφετέρου, μιας στάσης ανοχής στην ενισχυμένη παρουσία και επιρροή της Ρωσίας στον ίδιο χώρο.
Επιλέγει να συμβιβαστεί με το δεύτερο. Για δύο λόγους. Πρώτον διότι θεωρεί —με τα δικά του κριτήρια, κριτήρια οικονομικής ισχύος— ότι η Ρωσία είναι αντιμετωπίσιμος αντίπαλος. Και, δεύτερον, διότι, με βάση τα ίδια κριτήρια, ο αντίπαλος είναι η Κίνα.
Η Αμερική του προέδρου Τραμ έχει κάνει την επιλογή της. Δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά:
Το 1984 το ΑΕΠ της Κίνας αντιστοιχούσε στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σήμερα αντιστοιχεί στο 22%. Πριν 20 χρόνια ο αστικός πληθυσμός της αντιστοιχούσε στο 25% του συνολικού πληθυσμού, σήμερα στις πόλεις ζει το 55% του πληθυσμού. Το 2006 μόλις το 1% του πληθυσμού είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο. Σήμερα πρόσβαση έχει το 50%: «Η αξία των ηλεκτρονικών συναλλαγών αντιστοιχεί στο 42% του παγκόσμιου ηλεκτρονικού εμπορίου» — όσο όλοι μαζί οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι…
Πριν 30 χρόνια η Κίνα δεν είχε ούτε ένα χιλιόμετρο δρόμων υψηλής ταχύτητας. Σήμερα διαθέτει δίκτυο 116.000 χλμ, επιπλέον των 260.000 χλμ δρόμων διεθνών προδιαγραφών — και τη μεγαλύτερη, πιο σύγχρονη και εκτεταμένη υποδομή εφοδιαστικής αλυσίδας στον κόσμο.
Η Κίνα, τριακοστή δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο το 1978, από το 2010 βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Υπολογίζεται ότι μέσα σε δέκα χρόνια θα είναι η μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά παγκοσμίως. Με μια μεσαία τάξη όση το 75% της παγκόσμιας μεσαίας τάξης, η Κίνα θα είναι μια αγορά από την οποία καμιά μεγάλη επιχείρηση δεν θα ήθελε να απουσιάζει.
Κατ’ αναλογία, ούτε η Κίνα θα μπορούσε να αδιαφορήσει για χώρους επέκτασης όπως τα Βαλκάνια, έναν χώρο οικονομικά αναιμικό, με ανεπαρκείς υποδομές, αλλά με αξιόλογους φυσικούς πόρους, επενδυτικές ευκαιρίες και, κυρίως, με ανθρώπινο δυναμικό μορφωμένο και εξοικειωμένο με την ευρωπαϊκή «ενδοχώρα», με την οποία το Πεκίνο ενδιαφέρεται έντονα να συνδεθεί.
Σε συνέχεια των επενδύσεων που ξεκίνησε να υλοποιεί το 2012 η Κίνα στα δυτικά Βαλκάνια, αυτή τη στιγμή η Σερβία έχει υποδεχθεί κινεζικά επενδυτικά σχέδια ύψους 2,5 δισ. ευρώ, με σημαντικότερο την υπερταχεία σιδηροδρομική διασύνδεση του Βελιγραδίου με τη Βουδαπέστη, απώτερος στόχος της οποίας είναι να διασυνδεθεί το λιμάνι του Πειραιά, που ανήκει στην κινεζική COSCO, με τις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μέσω Βόρειας Μακεδονίας, Σερβίας και Ουγγαρίας.
Προφανώς οι ΗΠΑ έχουν αρκετούς λόγους να ανησυχούν. Δέον να προστεθεί σε αυτούς η πρόθεση της κινεζικής Huawei να αναπτύξει το δικό της σύστημα 5G για την κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο στη Σερβία, με βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή. Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, εξέφρασε απερίφραστα την αντίθεση της χώρας του, η οποία ενδιαφέρεται να μην προμηθευτεί η Ελλάδα το σύστημα 5G από την Κίνα, αλλά να πάρει το ακριβότερο αμερικανικό, για λόγους, όπως υπογράμμισε εμφατικά ο κ. Πομπέο, εθνικής –δηλαδή ενδοσυμμαχικής— ασφαλείας πληροφοριών.
Ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμούς έχει ξεκινήσει άτυπα στην περιοχή μας. Θα εμπεριέχει και εκβιαστικά διλήμματα. Η Ελλάδα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς. Η Κίνα είναι δυναμικά παρούσα στο λιμάνι του Πειραιά, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τους σχεδιασμούς της ελληνικής πλευράς.
Αντίστοιχα, η κινεζική πλευρά πρέπει να κινηθεί με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των τοπικών οικονομιών. Δεν είναι προς το συμφέρον του επενδυτή να συγκρουστεί με τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Οι σχεδιασμοί του πρέπει να τηρούν τους όρους που ισχύουν για τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια.
«Ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η Κίνα είναι η ανυπομονησία…».*
Η υψίστη αρετή στο σκάκι, παιχνίδι με βαθύτατες κινεζικές καταβολές, είναι η υπομονή.
Η Κίνα, αν και νεοφερμένος εταίρος, μάλλον γνωρίζει πόσο μετράει στην Ελλάδα να μην έχεις την κοινή γνώμη απέναντί σου.
Κωστής Γιούργος*Από συνέντευξη του Χούλιο Ρίος δημοσιευμένη στην ΕΠΟΧΗ της 6ης Οκτωβρίου.