Την περασμένη Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, 2,3 και 4 Ιουνίου πραγματοποιήθηκαν ημερίδες μελέτης στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ της Αθήνας. Θέμα τους, το άκρως επίκαιρο ζήτημα του χρέους των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και η αντιμετώπισή του σε μια προοπτική εναλλακτική της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης αντίληψης.
Στις επτά θεματικές συζητήσεις της διήμερης συνάντησης πήραν μέρος 33 ευρωβουλευτές της Ευρωομάδας της Αριστεράς από όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Μαζί τους και κυβερνητικά στελέχη της Αθήνας. Έπιλέξαμε, αναγκαστικά, ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά αποσπάσματα τοποθετήσεων, που δίνουν μια εικόνα της γόνιμης και χρήσιμης συζήτησης.
Γ. ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ,
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Η συμφωνία που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνησηΤο πρώτο που πρέπει να εξασφαλίζει η συμφωνία, είναι να λήξει αυτή η περίοδος «μαρτυρίου». Να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες και να προχωρήσουμε μπροστά.
Το δεύτερο, είναι ότι στόχος δικός μας είναι να έχουμε μια συμφωνία όχι βραχύβια, που απλώς θα εξασφαλίζει την εκταμίευση της επόμενης δόσης. Επιδίωξή μας είναι μια συμφωνία μακράς πνοής. Έπειτα από πέντε χρόνια ύφεσης, λιτότητας, απολύσεων και αβεβαιότητας, εκείνο που έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός, ανεξάρτητα από την κομματική του ένταξη, είναι μια συμφωνία μακράς πνοής, που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους, στους νέους, στους σπουδαστές, στους επιχειρηματίες, στους επενδυτές, σε όλη την κοινωνία, να σχεδιάζει το μέλλον, να βλέπει μπροστά. Μια συμφωνία που δεν θα δίνει ορατότητα στο μέλλον, δεν θα μπορέσει να εξαλείψει την αβεβαιότητα, που σήμερα αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα καταναλωτικών και επενδυτικών αποφάσεων. Συμφωνία, λοιπόν, που θα εξασφαλίζει ρευστότητα και ορατότητα του μέλλοντος είναι το βασικό αίτημα και επιδίωξη.
Τρίτον, μετά από όλα όσα έχουμε υποστεί, η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλη λιτότητα, άλλη ανεργία, ούτε αντέχει άλλες περικοπές μισθών και συντάξεων. Η επιδιωκόμενη, επομένως, συμφωνία δεν πρέπει να περιλαμβάνει υφεσιακά μέτρα, δεν πρέπει να περιέχει μέτρα, που οδηγούν σε περαιτέρω μειώσεις μισθών, συντάξεων ή περικοπές κοινωνικών δαπανών. Πρέπει να είναι μια συμφωνία, που θα λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μετάβαση από την εποχή της λιτότητας και των μνημονίων στην εποχή της ανασυγκρότησης της οικονομίας, του μετασχηματισμού του κράτους και των δομών του, έχοντας ως στόχο την εξυπηρέτηση της κοινωνίας και των πολιτών, τη διαμόρφωση ενός νέου, σύγχρονου και δίκαιου παραγωγικού υποδείγματος για τη χώρα.
Χρέος, εργασία, επενδύσεις απαραίτητες προϋποθέσειςΤέταρτον, για να μπορεί να έχει αυτόν το χαρακτήρα η επιδιωκόμενη συμφωνία, δεν μπορεί να αγνοεί το συσσωρευμένο χρέος και τις αναγκαίες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν. Δεν μπορεί να αγνοεί, αλλά, αντίθετα, να διασφαλίζει την αναπτυξιακή προοπτική. Δεν θα είναι σωστό για μια ακόμη φορά, όπως έγινε στο Eurogroup του 2012, τα θέματα του χρέους και της ανάπτυξης να παραπέμπονται στο αόριστο μέλλον. Η συμφωνία, που η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει, θεωρεί θεμελιώδες ζήτημα, την ύπαρξη ενός οδικού χάρτη, δεσμευτικού για την αντιμετώπιση του χρέους, ώστε αυτό να γίνει μακροχρόνια βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο. Αυτό προϋποθέτει, και αυτό είναι το πέμπτο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω, ότι η συμφωνία και η περαιτέρω πορεία της χώρας, πρέπει να στηρίζεται σε χαμηλά πλεονάσματα. Το πρόγραμμα και οι συμφωνίες που ίσχυαν ως τώρα, δέσμευαν τη χώρα στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία ακόμα και από ορισμένους εκ των εισηγητών τους θεωρούνται πλέον εξωπραγματικά και επί της ουσίας, συνιστούσαν τη θεσμοθέτηση και την αναπαραγωγή ενός μηχανισμού σκληρής λιτότητας. Γι’ αυτό και στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αυτό, που κάποιοι οικονομολόγοι ονομάζουν «δημιουργική καταστροφή». Εδώ, είχαμε «διαλυτική καταστροφή». Η νέα συμφωνία λοιπόν, που επιδιώκουμε, πρέπει να εξασφαλίζει χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενδεικτικά αναφέρω, κάτω από 1% του ΑΕΠ για το 2015 και κάτω από το 1,5% για το 2016. Στη συνέχεια τα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα έχουμε εξασφαλίσει.
Τέλος, η συμφωνία που επιδιώκουμε, πρέπει να συνοδεύεται από ένα ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων και απασχόλησης. Τα χρόνια των μνημονίων χαρακτηρίστηκαν από μια πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης αύξηση της ανεργίας και αποεπένδυσης. Για να μειώσουμε δραστικά την ανεργία, υπολογίζουμε ότι θα πρέπει τα αμέσως επόμενα χρόνια όχι απλώς να έχουμε κάποια αύξηση επενδύσεων, αλλά να διπλασιάσουμε τις επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τούτο σημαίνει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ιδιωτικών και δημόσιων, εγχώριων και ξένων, επενδύσεων, που, σε ορίζοντα πενταετίας, πρέπει να υπερβαίνει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα αυτό πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο που να μετασχηματίζει το υφιστάμενο παραγωγικό σύστημα με όρους οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας.
Η πρότασή μας δεν έχει κόστος για τον Γερμανό ούτε για άλλους ευρωπαίους φορολογούμενους. Επαναλαμβάνω, δεν ζητούμε νέα δάνεια. Ζητούμε αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δανείων, με στόχο ο ESM, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, να γίνει προοπτικά ο μόνος δανειστής μας. Λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου αλλά κυρίως λόγω της συνεπακόλουθης συμμετοχής μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το χρηματοδοτικό κενό θα μειωνόταν δραστικά, αν, παραδείγματος χάρη, τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βρίσκονται σήμερα στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, περνούσαν στον ESM. Εάν δε, αυτό γινόταν προοπτικά και με το χρέος προς το ΔΝΤ, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την ανάγκη νέου δανεισμού, δεδομένου ότι έτσι πολύ σύντομα θα έβγαινε στις αγορές.
ΓΚΑΜΠΙ ΤΣΙΜΕΡ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΥΡΩΟΜΑΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Τέλος στη λιτότητα σε Ελλάδα και Ευρώπη«Ηρθε η ώρα να τεθεί ένα τέλος στη λιτότητα και να αλλάξει το κοινωνικό τοπίο στην Ελλάδα», δήλωσε η πρόεδρος της GUE / NGL Γκάμπι Τσίμερ μιλώντας στις Ημερίδες Μελέτης της Ομάδας.
Η πρόεδρος της Ευρωομάδας της Αριστεράς τόνισε ότι: «Ήρθε η ώρα να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή μακροχρόνια συμφωνία, η οποία θα επιτρέπει στον ελληνικό λαό να κοιτάξει προς το μέλλον και η οποία θα τερματίζει την κατάστασή ασφυξίας. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει περισσότερη λιτότητα και ανεργία. Πρέπει να διασφαλιστεί η προοπτική για την ανάπτυξη και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, των αυξήσεων του ΦΠΑ και της περαιτέρω μείωσης μισθών και των συντάξεων των Ελλήνων πολιτών.
«Πρέπει να καταλήξουμε σύντομα σε μια συμφωνία, που να επιτρέπει στην ελληνική κοινωνία να λειτουργήσει δίχως τις ανισότητες και χωρίς οικονομικό στραγγαλισμό. Χρειαζόμαστε άμεσα μια δίκαιη τελική συμφωνία για την Ελλάδα, που να μην δημιουργεί Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων, διαχωρίζοντας τους Ευρωπαίους πολίτες σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Μια πιθανή αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να αποβεί μοιραία όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για το μέλλον της Ευρώπης.»
Η Γκάμπι Τσίμερ ολοκλήρωσε σημειώνοντας: «Η ελληνική κυβέρνηση έχει παρουσιάσει μια ρεαλιστική πρόταση, την οποία οι θεσμοί πρέπει να αποδεχθούν. Είναι μια βιώσιμη λύση που προωθεί τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και την ανάπτυξη με δικαιοσύνη”.
Ε. ΤΟΥΣΕΝ, ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Ο έλεγχος του χρέους επιβάλλεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσίαΤο χρέος που καλείται η Ελλάδα να πληρώσει, είναι τεράστιο και αποτελεί μέσο εκβιασμού. Η αμφισβήτηση της νομιμότητάς του είναι ένα σημαντικό βήμα. Μέχρι τώρα, καμία ευρωπαϊκή βουλή δεν έχει αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία. Οι χώρες που υπόκεινται σε διαδικασίες προσαρμογής και συνεπώς σε περιορισμούς σε ο,τι αφορά την εθνική κυριαρχία, μπορούν να κάνουν λογιστικό έλεγχο, καταδεικνύοντας γιατί το χρέος κατέληξε μη βιώσιμο και να δουν εάν υπάρχουν τυχόν ατασθαλίες. Όμως, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα η Επιτροπή δεν ζήτησε να εφαρμοστεί αυτή η νομοθεσία. Υπήρξε αυτός ο νόμος ταμπού σε ό,τι αφορά την πληρωμή των χρεών
Το θεμιτό ή αθέμιτο της δημιουργίας του χρέους είναι πολύ σημαντικό. Είναι αθέμιτο ένα χρέος, που είναι εις βάρος του κοινού οφέλους, που εξυπηρετεί μια μειοψηφία, που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες. Ένα χρέος μη βιώσιμο δεν είναι απλά αυτό που δεν μπορεί να πληρωθεί. Ένα χρέος είναι μη βιώσιμο, αν η αποπληρωμή του εμποδίζει μια χώρα να ασκήσει θεμελιώδη δικαιώματα. Είναι απόφαση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Ελπίζουμε όταν έρθει η ώρα να δημοσιοποιήσουμε την έκθεση, στις 18/6, να μας βοηθήσετε να ακουστεί η φωνή μας σε όλες τις χώρες. Το τελευταίο τμήμα του κειμένου θα συγκεντρώνει τα επιχειρήματα από το διεθνές δίκαιο, τα οποία οι ελληνικές αρχές μπορούν να χρησιμοποιήσουν. Υπάρχει βασική αρχή στο δίκαιο ότι εάν ένα χρέος είναι απεχθές και μη εξυπηρετήσιμο, τότε μπορεί να γίνει μονομερής παύση πληρωμών. Τελικά, βεβαίως, εναπόκειται στις ελληνικές αρχές το τι θα κάνουν την έκθεση μας. Ας την αξιοποιήσουν, όπως νομίζουν. Είναι σαφές, όμως, πώς όλοι είμαστε έτοιμοι να συμμετέχουμε ενεργά και με μεγάλη σοβαρότητα στο έργο του έλεγχου, γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις, που θέλουν η αλλαγή να γίνει πράξη.
ΦΑΜΠΙΟ ΝΤΕ ΜΑΖΙ, ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΝΤΙ ΛΙΝΚΕ
Αναπόφευκτη η απομείωση του χρέουςΗ ακύρωση του χρέους δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ένα μέσο για να απελευθερωθούν πόροι, που μεταβιβάζονται σήμερα στους πιστωτές, στην ελληνική οικονομία,ώστε να αξιοποιηθούν για ένα καλύτερο μέλλον των νέων και των άνεργων.
Υπενθυμίζω πως η έννοια του χρέους είναι τόσο παλιά, όσο και η ανθρωπότητα. Ακόμα και πριν το χρήμα υπήρχε χρέος και πάντα υπήρχε ένα μέσο, για να υποταχθούν οι άνθρωποι και να υπάρξει εκμετάλλευση της εργασίας τους.
Κάποιοι οικονομολόγοι θα έλεγαν πως το χρέος από μόνο του δεν είναι πρόβλημα, γιατί αν κανείς έχει μια κεντρική τράπεζα, τυπώνει χρήμα. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι δεν έχει τη δική της κεντρική τράπεζα, γιατί η ΕΚΤ δεν παρέχει τη ρευστότητα που χρειάζεται η Ελλάδα. Είναι αντιφατικό να λέμε ότι η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει το χρέος της και ταυτόχρονα να κάνουμε ο,τι μπορούμε, ώστε να μη μπορεί να το αποπληρώσει. Τρεις επιλογές υπάρχουν για την απομείωσή του: α) ανάπτυξη β) πληθωρισμός γ) η διαγραφή/αναδιάρθρωση. Στην ελληνική περίπτωση οι δύο πρώτες επιλογές δεν μπορούν να βοηθήσουν. Δεν υπάρχει εναλλακτική γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη. Δεν υπάρχει η επιλογή του πληθωρισμού γιατί δεν επιτρέπεται. Η ΕΚΤ δεν θα στηρίξει διαγραφή του ελληνικού χρέους, γιατί θεωρεί ότι θα χάριζαν λεφτά στην Ελλάδα και αυτό απαγορεύεται.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα συμφωνήσουν πως η ΕΚΤ δεν έχει θεωρητικά τέτοιους περιορισμούς. Γεγονός είναι πως υπάρχει όρος για την απαγόρευση. Άλλα η ΕΚΤ θεωρητικά μπορεί να κάνει ο,τι θέλει στα πλαίσια του ισολογισμού της. Μπορεί να φτιάξει χρήμα από το τίποτα. Είναι ελεύθερη λοιπόν να ασκήσει τη δική της πολιτική όσον αφορά τον ισολογισμό, μπορεί να έχει ακόμα και αρνητικό κεφάλαιο. Νομίζω πως θα ήταν εφικτό και θα πρέπει να είναι στο πρόγραμμα των αριστερών κομμάτων, η κεντρική τράπεζα να μπορεί να δώσει άμεση πίστωση στα κράτη στα πλαίσια μιας αναδιάρθρωσης χρέους. Όταν δίνουν δισεκατομμύρια δολάρια στις τράπεζες, δεν είναι πληθωρισμός. Αυτό που χρειάζεται είναι να χρηματοδοτήσουμε τις δημόσιες επενδύσεις. Ορισμένοι προτείνουν την ακύρωση του χρέους, άλλοι, όπως ο Βαρουφάκης, να συνδεθεί ο βαθμός αποπληρωμής με το ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Η απομείωση του χρέους θα πραγματοποιηθεί. Όσο περισσότερο καθυστερεί, τόσο δυσκολότερο θα είναι για τους φορολογούμενους, που ο γερμανός υπουργός Οικονομικών νομίζει ότι προστατεύει.. Η τρόικα, η κεντρική τράπεζα μπορούν να χρησιμοποιήσουν όποια εργαλεία θέλουν, αλλά υπάρχει μια πραγματικότητα: αυτά τα χρέη δεν μπορούν να πληρωθούν και δεν θα πληρωθούν.
Ρ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Δημόσιες δαπάνες κατά της ανεργίαςΤο 2008, όταν ξεκίνησε η κρίση, οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν αντικυκλικές πολιτικές, με αύξηση των δημοσίων δαπανών, για να στηριχθούν προγράμματα, σχηματίζοντας ένα δίχτυ ασφαλείας. Τα πρώτα δυο χρόνια, 2007-2009, είδαμε να ακολουθούνται αντικυκλικές πολιτικές από τις ΗΠΑ. Υπήρχε η συναίνεση ότι, εν μέσω ύφεσης και ενώπιον μιας κρίσης, οι κυβερνήσεις πρέπει να απαντήσουν. Έχουμε την ακραία περίπτωση της Κίνας, που επένδυσε το 12 % του ΑΕΠ σε δημόσιες δαπάνες.
Το 2010 υπάρχει αλλαγή αντιμετώπισης στην Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τις αιτίες της κρίσης, η θεραπεία που προκρίθηκε, για να αναζωογονηθεί η οικονομία, ήταν η λιτότητα, η μείωση των μισθολογικών αποδοχών και η εξάλειψη των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών ως προϋπόθεση ανάπτυξης. Αποτέλεσμα αυτής της πολίτικης ήταν η αύξηση της ανεργίας. Βλέπουμε ότι ακόμα και ο όρος για έλλειμμα στο 3% του προϋπολογισμού, που επιβάλλει το Μάαστριχ, δεν τίθεται πια σε συζήτηση. Για χώρες όπως η Ελλάδα, η λύση που επιβάλλεται είναι το πρωτογενές πλεόνασμα!
Η όλη θεωρία της μείωσης των αποδοχών στηρίζεται στο ότι αυτό θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα. Ακόμα κι αν λειτουργούσε αυτή η πολίτικη για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ για το χαμηλότερο μισθολογικό κόστος. Η κάθε χώρα θα γίνει πιο ανταγωνιστική. Υπάρχει και η άλλη αντιμετώπιση, που βασίζεται σε μελέτες, που έχουν γίνει από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και λένε: αν είχαμε συντονισμένες πολίτικες για μια βαθμιαία αύξηση των μισθών στις χώρες της ΕΕ, μέσα σε ένα χρόνο θα προέκυπτε αύξηση κατά 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Η μείωση του κόστους δεν αυξάνει την ανταγωνιστικότητα όταν γίνεται σε όλη την ΕΕ και η ώθηση που θα δώσει η αύξηση των μισθών θα είναι κάτι θετικό. Όταν έχουμε συντονισμένη αύξηση σε μισθούς, έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη, περισσότερα φορολογικά έσοδα.
Αντί να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όπως τώρα, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν γίνεται να αντιμετωπίσουμε μια ανεργία 25%. Η εμμονή που λέει ότι δεν πρέπει να αυξηθούν οι δαπάνες του κράτους, πρέπει να σταματήσει.
Το έλλειμμα 3%, ως κάτι το αποδεχτό για τις χώρες της ΕΕ, πρέπει να επανέλθει στη συζήτηση. Δεν είναι δυνατό όλες οι χώρες, να έχουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Οι μελέτες μας δείχνουν, πως εάν υπάρξει συντονισμένη πολίτικη στο ύψος των μισθών, θα μπορούσε η Ευρώπη να αναβιώσει μόνο μέσα από αυτό το μέτρο.
•
Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΣΥΡΙΖΑ
Ευρώ και λιτότητα, διπλή αποτυχίαΤο 2008, όταν ξεκίνησε η κρίση, οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν αντικυκλικές πολιτικές, με αύξηση των δημοσίων δαπανών, για να στηριχθούν προγράμματα, σχηματίζοντας ένα δίχτυ ασφαλείας. Τα πρώτα δυο χρόνια, 2007-2009, είδαμε να ακολουθούνται αντικυκλικές πολιτικές από τις ΗΠΑ. Υπήρχε η συναίνεση ότι, εν μέσω ύφεσης και ενώπιον μιας κρίσης, οι κυβερνήσεις πρέπει να απαντήσουν. Έχουμε την ακραία περίπτωση της Κίνας, που επένδυσε το 12 % του ΑΕΠ σε δημόσιες δαπάνες.
Το 2010 υπάρχει αλλαγή αντιμετώπισης στην Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τις αιτίες της κρίσης, η θεραπεία που προκρίθηκε, για να αναζωογονηθεί η οικονομία, ήταν η λιτότητα, η μείωση των μισθολογικών αποδοχών και η εξάλειψη των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών ως προϋπόθεση ανάπτυξης. Αποτέλεσμα αυτής της πολίτικης ήταν η αύξηση της ανεργίας. Βλέπουμε ότι ακόμα και ο όρος για έλλειμμα στο 3% του προϋπολογισμού, που επιβάλλει το Μάαστριχ, δεν τίθεται πια σε συζήτηση. Για χώρες όπως η Ελλάδα, η λύση που επιβάλλεται είναι το πρωτογενές πλεόνασμα!
Η όλη θεωρία της μείωσης των αποδοχών στηρίζεται στο ότι αυτό θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα. Ακόμα κι αν λειτουργούσε αυτή η πολίτικη για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ για το χαμηλότερο μισθολογικό κόστος. Η κάθε χώρα θα γίνει πιο ανταγωνιστική. Υπάρχει και η άλλη αντιμετώπιση, που βασίζεται σε μελέτες, που έχουν γίνει από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και λένε: αν είχαμε συντονισμένες πολίτικες για μια βαθμιαία αύξηση των μισθών στις χώρες της ΕΕ, μέσα σε ένα χρόνο θα προέκυπτε αύξηση κατά 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Η μείωση του κόστους δεν αυξάνει την ανταγωνιστικότητα όταν γίνεται σε όλη την ΕΕ και η ώθηση που θα δώσει η αύξηση των μισθών θα είναι κάτι θετικό. Όταν έχουμε συντονισμένη αύξηση σε μισθούς, έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη, περισσότερα φορολογικά έσοδα.
Αντί να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όπως τώρα, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν γίνεται να αντιμετωπίσουμε μια ανεργία 25%. Η εμμονή που λέει ότι δεν πρέπει να αυξηθούν οι δαπάνες του κράτους, πρέπει να σταματήσει.
Το έλλειμμα 3%, ως κάτι το αποδεχτό για τις χώρες της ΕΕ, πρέπει να επανέλθει στη συζήτηση. Δεν είναι δυνατό όλες οι χώρες, να έχουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Οι μελέτες μας δείχνουν, πως εάν υπάρξει συντονισμένη πολίτικη στο ύψος των μισθών, θα μπορούσε η Ευρώπη να αναβιώσει μόνο μέσα από αυτό το μέτρο.
•Σ. ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ,
ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΣΥΡΙΖΑ
Φαύλος κύκλος χωρίς λογικήΗ διεθνής συνάντησή μας ασχολήθηκε με το πρόβλημα του χρέους στην περιφέρεια της Ευρώπης και την ελληνική περίπτωση, χωρίς φυσικά να δώσει οριστικές απαντήσεις. Και πώς θα μπορούσε να το κάνει, από την στιγμή που έχουμε να κάνουμε με στυγνούς, διαιρεμένους μεταξύ τους, αλλά και αλλοπρόσαλλους δανειστές.
Όταν με ρωτούν στο εξωτερικό για τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις, που υποτίθεται, δεν θέλει να κάνει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, τους δίνω ένα τρανταχτό παράδειγμα, που αποδεικνύει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για απορυθμίσεις: την κατάργηση της δημοτικής αστυνομίας. Από την αρχή της εφαρμογής των μνημονίων η τρόικα ζητούσε τα κεφάλια δημοσίων υπαλλήλων. Κάποια στιγμή, καθώς δεν έβρισκαν κεφάλια να πάρουν, αποφάσισαν να καταργήσουν τη δημοτική αστυνομία. Όμως η δημοτική αστυνομία εκτός του ότι ήταν απαραίτητη για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, ήταν και μια υπηρεσία που απέφερε κέρδος με τα πρόστιμα για τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Αυτοί όμως επέμεναν στη διάλυση της κι έτσι και λιγότερα κέρδη υπάρχουν και μεγαλύτερο χάος στο παρκάρισμα.
Τώρα, ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα, που, επίσης, δεν οδηγεί πουθενά και συνεχίζει το φαύλο κύκλο ύφεση-λιτότητα κι ας λένε όλοι οι νομπελίστες οικονομολόγοι ότι πρόκειται για καταστροφικό λάθος. Αυτό ήταν το πρόβλημα της διεθνούς συνάντησης: πώς μπορεί να χαράξει κανείς πολιτική απέναντι στην παράλογη τρόικα.
Β. ΜΠΑΓΙΕΡ, ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ «TRANSFORM! EUROPE»
Κόμματα και κινήματα στο πλευρό της ΕλλάδαςΕκ μέρους του «transform! europe», έχω μια σύντομη έκθεση για τις προσπάθειες, που γίνονται για τη στήριξη προς τον ελληνικό λαό και την ελληνική κυβέρνηση, μπροστά στον εκβιασμό που δέχεται από τις διεθνείς αγορές και τη γερμανική κυβέρνηση. Ως ίδρυμα, έχουμε αποστολή να δημιουργήσουμε έναν πολιτικό χώρο, εντός του οποίου επιστήμονες, άτομα που ανήκουν σε κοινωνικά κινήματα και πολιτικοί δρώντες μπορούν να αναπτύξουν κοινή στρατηγική. Μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να θέσουμε το ερώτημα τι σημαίνει νέα πολιτική κατάσταση για αυτους τους δρώντες.
Ήδη πριν τις εκλογές, είχαμε πολλές κινήσεις αλληλεγγύης προς την Ελλάδα για να οδηγηθούμε σε αυτή τη νίκη. Συνδικάτα, κινήματα αγκάλιασαν αυτή την υπόθεση. Και στο πλαίσιο αυτό υπήρχε και μια σειρά σημαντικών τοποθετήσεων, όπως της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων: η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απειλή άλλα ευκαιρία για την Ευρώπη. Βασισμένοι σε όλες αυτές τις δηλώσεις αλληλεγγύης, μπορέσαμε να αναλάβουμε την οργάνωση ενός σεμιναρίου, στο οποίο ήρθαν διάφοροι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς, για να δούμε πώς θα μπορέσουμε να δείξουμε την αλληλεγγύη μας στην Ελλάδα. Πραγματικά, μας προξένησε έκπληξη ότι αποδέχτηκαν την πρόσκληση άνθρωποι από τόσο ευρύ φάσμα. Είναι ένα πρώτο βήμα για μια κοινή στρατηγική, που έγινε, γνωρίζοντας πως μπορούμε να ενωθούμε αλλά αυτό δεν θα ανταποκρίνεται στην ένταση και τη δραματικότητα της κατάστασης.
Ταυτόχρονα, οι συζητήσεις αυτές εξέφρασαν μια νέα πολιτική ώθηση. Το πρόβλημα ήταν πως για τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα ήταν δύσκολο, παραδοσιακά, να έχουν σχέση με κόμματα. Κι η απογοήτευση για την οπισθοχώρηση του Κοινωνικού Φόρουμ οδήγησε σε μια χαλάρωση. Είχαμε ξανά την πολιτικοποίηση της συζήτησης και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία. Οι δυσκολίες μεταξύ κομμάτων και κινημάτων είναι υπαρκτές. Είναι δύσκολο να δεχτούν πως τα συνδικάτα δεν έχουν αποκλειστική σχέση με ένα πολιτικό κόμμα. Είναι δουλειά των αριστερών να φροντίσουν να διευρυνθεί η διαδικασία.
Είναι σημαντικό πως συμφωνήσαμε ότι μέχρι τον Ιούνιο, πρέπει να βάλουν τα κοινωνικά κινήματα την ατζέντα. Είχαμε την ιδέα μεταξύ 20-24 Ιουνίου να κάνουμε μία ευρωπαϊκή μέρα δράσης. Στις 27 Ιουνίου θα έχουμε μία μεγάλη συγκέντρωση στην Αθήνα. Αντιλαμβανόμαστε πως αυτός ο αγώνας για τη στήριξη του ελληνικού λαού και της κυβέρνησης είναι αγώνας προς το συμφέρον όλων των ευρωπαϊκών χωρών και λαών. Αυτό σημαίνει πως έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων, που θα κρατήσει πολύ. Θα πρέπει να εστιάσουμε σε ένα ευρωπαϊκό μέτωπο αλληλεγγύης κατά της λιτότητας, στο πλαίσιο του οποίου κινήματα, συνδικάτα και κόμματα θα βρουν τη θέση τους.