Αν διερωτάστε ποιο θα είναι το πιο σημαντικό θέμα για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) τις επόμενες δεκαετίες, την απάντηση έδωσε ο κ. Ρέγκλινγκ σε συνέντευξη του στο περιοδικό του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου πρόσφατα. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του θεσμού, «το πιο σημαντικό θέμα τις επόμενες δεκαετίες για τον ESM θα είναι να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο ESM δάνεισε περισσότερα από 200 δισ. ευρώ στην Ελλάδα και θέλουμε να εξασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα θα είναι επίσης σε θέση να πληρώσει τα δάνεια αυτά».
Διερωτάστε ποιος θα πληρώσει τον όλεθρο που προκάλεσαν στην Ελλάδα οι λανθασμένες εκτιμήσεις και οι αστοχίες των δανειστών –που έχει από καιρό παραδεχτεί το ΔΝΤ, αλλά και, πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα—, ποιος θα απολογηθεί για την απώλεια του 25% του ΑΕΠ της χώρας, για το ότι 1/3 του πληθυσμού ξεπέρασε τα όρια της φτωχοποίησης, για την τρομακτική ανεργία, για τη διάλυση των μεσοστρωμάτων, για την ανάγκη το ελληνικό χρέος να υποστεί γενναίο κούρεμα προκειμένου να καταστεί διαχειρίσιμο; Ματαιοπονείτε. Ο κ. Ρέγκλινγκ δεν θα απαντήσει.
Στη φράση «το πιο σημαντικό θέμα τις επόμενες δεκαετίες» δεν υποκρύπτεται η ανησυχία του επικεφαλής του ESM για μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. που το ΑΕΠ της αντιστοιχεί μόλις στο 2% του κοινοτικού ΑΕΠ, ίσως ούτε καν η ανησυχία αν το χρέος της θα αποπληρωθεί ποτέ στο ακέραιο. Κατά τη γνώμη μας υποκρύπτεται η ανησυχία κατά πόσο η Ε.Ε. θα μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά την επερχόμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μπροστά στην οποία η ελληνική κρίση χρέους είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Την περασμένη Τετάρτη ο ΔΝΤ εξέπεμψε σήμα κινδύνου: η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να επιβραδυνθεί περισσότερο από το αναμενόμενο. Το 2019 η ευρωζώνη θα καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 1,2%, κάτω από τις προβλέψεις του Απριλίου για 1,3%, και πολύ πιο κάτω από το 1,9% που κατέγραψε το 2018.
Ο κ. Ρέγκλινγκ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί. Ποιος θα μπορεί να απαιτεί από τους άλλους συμμόρφωση τις «επόμενες δεκαετίες» για τις οποίες κάνει λόγο ο ίδιος, όταν αποτελεί κοινό μυστικό ότι η διαπιστωμένη ύφεση απειλεί να προσλάβει διαστάσεις παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης;
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: από τα 110 τρισ. δολάρια του 2007, το παγκόσμιο χρέος έχει εκτιναχτεί σήμερα τα 178 τρισ. και στα τέλη του 2020 εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 200 τρισ. δολάρια. Σε δύο χρόνια, κάθε κάτοικος του πλανήτη θα οφείλει στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα περί τις 30.000 δολάρια, πραγματική ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής ευστάθειας.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που οδήγησε σε πτώχευση και την Ελλάδα, ξεκίνησε το 2007 από τις ΗΠΑ. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι πιο υπερχρεωμένες από το 2008. Η τελευταία έρευνα της Standard & Poor’s έδειξε ότι το χρέος στις ΗΠΑ, δημόσιο και ιδιωτικό, οδεύει να ξεπεράσει τα 50 τρισ. δολάρια, ίσο με το 250% του ΑΕΠ της χώρας.
Η κρίση που έπληξε το 2007 τις ΗΠΑ και επεκτάθηκε διεθνώς απειλεί να επιστρέψει δριμύτερη σήμερα — εκκινώντας αυτή τη φορά από διαφορετικά αίτια, αλλά από την επόμενη κιόλας μέρα, όταν οι κεντρικές τράπεζες έθεσαν σε εφαρμογή νέα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής σαν απάντηση σε ένα αδιέξοδο χρηματοοικονομικό περιβάλλον.
Η ποσοτική χαλάρωση ήταν το κυριότερο από αυτά. Και είχε ως βραχυπρόθεσμο «στόχο ανάγκης» την αποκατάσταση της ρευστότητας και της εμπιστοσύνης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το πέτυχε, αλλά μόνο προσωρινά.
Ο μεσο-μακροπρόθεσμος στόχος, που ήταν να δοθεί χρόνος στην πραγματική οικονομία να ανακάμψει και, στη συνέχεια, να αποκτήσει την δική της ενδογενή ορμή, τη λεγόμενη «ταχύτητα διαφυγής», που θα επέτρεπε, με απλά λόγια, την «αυτοχρηματοδότησή» της, δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη από τον Ιούνιο του 2009, οπότε έληξε επισήμως η ύφεση στις ΗΠΑ, παραμένει ζητούμενο. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες ήταν σημαντικά μικρότερος των αντίστοιχων ρυθμών σε προγενέστερες περιόδους του οικονομικού κύκλου. Στις ΗΠΑ, π.χ., ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, από το τέλος της μεγάλης ύφεσης του 2009 μέχρι σήμερα, ήταν μικρότερος κατά τουλάχιστον μια μονάδα από τον ρυθμό ανάπτυξης 3% του προηγουμένου ανοδικού κύκλου το 2002-2007.
Γιατί η οικονομία δεν απέκτησε ποτέ την περιπόθητη «ταχύτητα διαφυγής»; Πού πήγε το νέο χρήμα που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες;
Η απάντηση που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ότι δεν πήγε στην πραγματική οικονομία. Κατευθύνθηκε στις αγορές μετοχών και ομολόγων, στην χρηματιστηριακή κερδοσκοπία ταχείας απόδοσης. Με αποτέλεσμα να μην ενεργοποιηθεί ο ενάρετος κύκλος της ανάπτυξης, δηλαδή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στη πραγματική οικονομία, αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, αύξηση της κατανάλωσης. Η όποια τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης προήλθε αποκλειστικά από τους καταναλωτές που διακρατούν μετοχές και ομόλογα. Εύπορους καταναλωτές που, όντας η συντριπτική μειοψηφία, ελάχιστα συνέβαλαν στην άνοδο της κατανάλωσης και, άρα, στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας. Απόδειξη ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ: περίπου 2% από το 2009 μέχρι σήμερα, υπολείπεται κατά πολύ του 3,3% του τελευταίου ανοδικού κύκλου.
Την περασμένη Τρίτη η μονάδα ερευνών του Economist (EIU) δημοσιοποίησε την εκτίμησή της για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας: 1,9% για το τρέχον έτος και 2,2% για το 2020, δηλαδή 0,6% χαμηλότερα από την εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης, προβλέποντας τα ίδια επίπεδα και για τα επόμενα έτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν προβλέπουν θετική ανταπόκριση των πιστωτών στο αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα άφηνε περιθώρια για μέτρα που θα έδιναν ώθηση στην ανάπτυξη: «Με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ δεν θα φτάσει πολύ πάνω από το 2%», εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια να περιοριστεί το χρέος σε βιώσιμα επίπεδα». Με άλλα λόγια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης όπως η επαπειλούμενη, η Ελλάδα θα βρεθεί ξανά να ασφυκτιά στον εναγκαλισμό του χρέους της.
Αρκεί αυτή η διαπίστωση για να συγκινηθούν οι πιστωτές, ακόμη και μπροστά στο ενδεχόμενο να απειληθεί η υπηρέτηση του χρέους προς αυτούς; Αβέβαιο.
Το βέβαιο είναι ότι η χώρα οφείλει να μην αδιαφορήσει για το δυσμενές σενάριο, στο οποίο οι ερευνητές του EIU δίνουν υψηλές πιθανότητες: Η Ελλάδα να χρειαστεί μία νέα πιστοληπτική γραμμή στήριξης, δηλαδή για ένα νέο μνημόνιο, όταν εξαντληθεί το μαξιλάρι ρευστότητας – αυτό που, για να είμαστε σαφείς, άφησε στην παρούσα κυβέρνηση η προηγούμενη.
Θα επιβεβαιωθεί η διάχυτη υποψία ότι η παρούσα κυβέρνηση θα καλοδεχόταν ένα νέο μνημόνιο, που θα της επέτρεπε να παραμένει στην εξουσία με τη στήριξη των δανειστών;
Κωστής Γιούργος