Τι μέρες και τούτες, μια κραυγή, μια πληγή, σαν τότε που το αίμα των παιδιών, κάποιων άλλων παιδιών, πότισε τα κάγκελα του πολυτεχνείου. Έτσι είναι, κραυγή και πληγή.
Τι μέρες και τούτες
Οι νέοι εκείνων των εποχών μιλούν πολύ και λένε, λένε ιστορίες. Τόσες δεκαετίες πέρασαν, φαντάσου πόσες σάλτσες, ε; Πόσες σάλτσες μπήκανε στα λόγια τους. Ποιο Πολυτεχνείο, πια, κι εδώ κι εκεί κοιτάζουμε τις χαμένες ευκαιρίες. Αυτοί πες ρίξανε και μια χούντα. Εμείς; Εμείς τι κάναμε για τη δική μας γενιά;
Κάτι θα κάναμε, δεν μπορεί. Κάπως ήρθαν εκείνες οι μέρες του 2006, όχι απέναντι σε μία χούντα, αλλά σε μία λαίλαπα και σώσαμε το δημόσιο πανεπιστήμιο. Κι έπειτα, κάπως ήρθε εκείνη η νύχτα του 2008, εκείνον τον Δεκέμβρη που ξέσπασε η οργή μας για τα μελλούμενα: Οι νέοι πάντα ξέρουν, σα να διαβάζουν τα χαρτιά στα παραμύθια του Μάρκες. Κι έπειτα, οι μέρες τις φωτιάς κι οι νύχτες που κλειδωθήκαμε στη Νομική και στο Πολυτεχνείο (ξανά Πολυτεχνείο) και στην ΑΣΟΕΕ κι ουρλιάζαμε και κλαίγαμε έναν πεθαμένο. Ένα πεθαμένο παιδί και το δικό μας νεκρό μέλλον.
Οι νέοι πάντα ξέρουν καλύτερα
Κι ύστερα ήρθαν κι άλλα, κι άλλα πολλά ήρθαν -μα σα να μιλάω κι εγώ τώρα όπως εκείνοι , οι άλλοι νέοι, του ’73, με στόμφο και συγκίνηση- όμως πράγματι, ήρθαν κι άλλα. Πλατείες, ξύλο, ξύλο, ξύλο, ξύλο. Το ξύλο της δικής μας εποχής εμείς, της δικής τους εποχής εκείνοι.
Εμάς δε μας εξόρισε κανένας. Χάσαμε τους φίλους μας αλλιώς –κάθε εποχή κι η μοίρα της. Εμάς δε μας εξόρισε κανένας, βουτηχτήκαμε στη μαυρίλα, άλλοι έφυγαν, άλλοι έμειναν κι ήπιαν τα σ’κώτια τους, άλλοι κάνανε τον πόνο τους Τέχνη κι άλλοι είπαν πως οι καιροί των μεγάλων εμπνεύσεων έχουν πια πεθάνει. Όπως φοβόμασταν το 2008, τότε που προβλέπαμε το μέλλον.
Οι νέοι πάντα ξέρουν καλύτερα.
Θυμάμαι κάθε 17 του Νοέμβρη, σε χρόνια παρελθοντικά, μας ξυπνούσανε στο σπίτι οι γονείς μας με τα ματωμένα τραγούδια κι έπειτα τα Τραγούδια της Φωτιάς. Συνδέονταν μεταξύ τους οι εποχές: Ο χαμένος εμφύλιος, η Μέρα του Μαγιού που μίσεψε ο γιος εκείνης της μάνας –μας διάβαζε το μοιρολόι του Ρίτσου η μάνα η δικιά μας.
Κι όταν πια σταθήκαμε στα ποδάρια μας για τα δικά μας Πολυτεχνεία, τα δικά τους, εκείνα των παλιών καιρών, είχαν ριζωθεί σα δέντρα στις κοιλιές μας. Κοντεύαμε να γεννήσουμε. Θα γεννούσαμε.
Και ανοίξαμε νέα σελίδα
Εμείς, όμως, δε ρίξαμε καμία χούντα. Ρίξαμε τη Μεταπολίτευση. Ναι, ναι, είναι νωρίς ακόμα στην ιστορία για να το πούμε αυτό; Τότε, ας μιλήσουν οι Κασσάνδρες. Εμείς ρίξαμε τη Μεταπολίτευση. Την ρίξαμε, την έσπρωξαν οι άλλοι να πέσει, πάντως την αποτελειώσαμε. Με τα σώματά μας μπροστά, ναι, τελειώσαμε μια ιστορία τεσσάρων δεκαετιών.
Κι ανοίξαμε νέα σελίδα. Εδώ Πολυτεχνείο; Κι εκεί Πολυτεχνείο. Εμείς παλέψαμε για σπουδαία πράγματα, το βλέπω τώρα που ξαναγύρισαν οι εκδοροσφαγείς και χτυπάνε τα παιδιά –όπως κάποτε χτυπούσαν εμάς. Ναι, παλέψαμε για σπουδαία πράγματα. Και για λίγο νομίσαμε ότι χάσαμε.
Δε χάσαμε. Απλώς εκείνη κερδίσανε ξανά. Βγήκαν ξανά από τα ιστορικά λαγούμια, εκείνα που τους χώσανε τα παιδιά του ’73 και τ’ άλλα, που τους χώσαμε εμείς, τα παιδιά του 2013.
Βγήκαν, λοιπόν, από τα ιστορικά λαγούμια και ξεκίνησαν νέες εξορίες για μανάδες και μωρά στα κωλόνησα του τόπου τούτου, σε τσαντίρια και λασπουριά, προσφυγιά καινούρια μέσα στην προσφυγιά τους.
Κι εδώ Πολυτεχνείο κι εκεί Πολυτεχνείο
Κι έπειτα, τσάκισαν τα παιδιά. Μες στις σχολές. Χωρίς άσυλο, χωρίς αιδώ θυμήθηκαν τις παλιές τους ιστορίες – όπως τώρα θυμάμαι κι εγώ τις δικές μας. Τα παιδιά που φοιτούν, τα παιδιά που γλεντούν, τα παιδιά που περπατούν κι εκείνα που ζωγραφίζουν στους τοίχους, έτσι δε λέγανε παλιά; Τα ίδια παιδιά ήταν και τότε και τώρα.
Απλά εμείς ξεχάσαμε. Για λίγο το ξεχάσαμε πόσο διψασμένοι για αίμα είναι πάντοτε οι θηριώδεις αφηγητές της παροντικής ιστορίας.
Κι έρχεται τώρα μια Κυριακή – πέντε χρόνια μετά από την τελευταία πάνε, τότε που πνίξανε στα δακρυγόνα τα Εξάρχεια, ανοίξανε τα κεφάλια των παιδιών της γενιάς μου, της γενιάς μας, μας έδειραν εκείνη τη μέρα, μας τσάκισαν, μας έσκαψαν λάκκους στην ψυχή. Μέσα, μέσα.
Κι έρχεται τώρα μια Κυριακή που μυρίζει ξανά μπαρούτι. Πολυτεχνείο του 2019. Εμείς δεν είμαστε πια οι νέοι που ήμασταν τότε. Είδαμε τους φίλους μας άλλους να φεύγουν, άλλοι έγιναν υπουργοί, άλλοι παρέμειναν στα Εξάρχεια να φυλάνε την κερκόπορτα των αναμνήσεών μας, άλλοι παλεύουν φωνή μόνοι να πούνε τις αλήθειες που θάβουν οι πολλές φωνές κι άλλοι, κάποιοι μείναμε να λέμε ιστορίες από τις δικές μας ένδοξες μέρες. Τότε, που φυτέψαμε στην κοιλιά μας ένα Πολυτεχνείο και γεννήσαμε τους αγώνες της γενιάς μας.
Θα ελπίζουμε για πάντα στους νέους. Μόνο εκείνοι ξέρουν το μέλλον.