Διπλή στόχευση είχε με την ομιλία του την περασμένη Κυριακή στο Συνέδριο της Ν.Δ. ο κ. Σαμαράς. Πρώτον, να αναδείξει —έως και να επιβάλει— τις ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες που οφείλουν να ακολουθήσουν κόμμα και κυβέρνηση εφεξής – ή, έστω, μέχρι το επόμενο νεοδημοκρατικό συνέδριο, οπότε δέον να θεωρείται βέβαιο ότι θα επανέλθει εξίσου λάβρος— και, κατ’ επέκταση, τη γραμμή «διαχείρισης» από την κυβερνητική πλειοψηφία της πρόκλησης που ακούει στο όνομα αξιωματική αντιπολίτευση. Δεύτερον, να καταστεί «πρόσωπο της ημέρας» και αντικείμενο ενασχόλησης της «αγοράς του δήμου» για ένα διάστημα (κάποιων ημερών έστω, αλλά) αρκετό να μεταφέρει την περίπτωσή του στο κέντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος.
Ως προς το δεύτερο, ο κ. Σαμαράς στάθηκε άτυχος. Πριν παρέλθει εικοσιτετράωρο, ο θόρυβος που προκλήθηκε από τις εξελίξεις εκτός και εντός συνόρων κάλυψε σε απελπιστικό βαθμό το ζωηρό χειροκρότημα που επιφύλαξαν εντός της αίθουσας του συνεδρίου οι παρευρισκόμενοι σε κάθε αποστροφή της ομιλίας του.
Τα όσα επαπειλούνται σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από το μνημόνιο συνεργασίας Τουρκίας-Λιβύης και την εσπευσμένη όσο και προκλητική επικύρωσή του από το τουρκικό κοινοβούλιο· η φοβική παράλειψη του κ. Μητσοτάκη, αναφορικά με τις τουρκικές προκλήσεις, να μεταφέρει στη σύνοδο του ΝΑΤΟ την δέσμευσή του προς τους συνέδρους ότι —επί λέξει— «μια συμμαχία δεν μπορεί να στέκεται αδιάφορη όταν ένα μέλος της παραβιάζει ανοιχτά το Διεθνές Δίκαιο και στρέφεται έτσι κατά άλλου μέλους της»· η αναποφασιστικότητα που επέδειξε στη συνάντηση που είχε με τον τούρκο πρόεδρο , αποφεύγοντας στη δημόσια τοποθέτησή του να χαρακτηρίσει τις κινήσεις της Άγκυρας ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή προκλητικές, παράνομες, εχθρικές προς την Ελλάδα, ωμή παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, αρκούμενος να κάνει λόγο για «τουρκικές ενέργειες»· η ολιγωρία του κ. Μητσοτάκη να αποπέμψει αυθημερόν τον κ. Διαματάρη, μετά τις σε βάρος του πολλαπλές αποκαλύψεις· η άμεση εμπλοκή του ονόματος του στους σκανδαλώδεις διορισμούς σε νοσοκομεία – όλα αυτά ήταν υπεραρκετά για να αποσπάσουν το ενδιαφέρον της «αγοράς του δήμου» και να στείλουν στα αζήτητα την προσδοκία του κ. Σαμαρά για κάτι περισσότερο από εικοσιτέσσερις ώρες δημοσιότητας.
Πρέπει, μολαταύτα, να του αναγνωριστούν κάποια ελαφρυντικά. Αν ανατρέξει κάποιος στην ομιλία του στο 12ο Συνέδριο της Ν.Δ. —Δεκέμβρης μήνας ήταν και τότε— θα θυμηθεί ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε ανατρέξει στα Δεκεμβριανά του ’44 θέλοντας να αναμοχλεύσει εμφυλιοπολεμικά πάθη, που τη διαχείρισή τους το κόμμα του, «το κόμμα Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε, μετά τη μεταπολίτευση, εμπιστευθεί στην νηφάλια και δίκαιη κρίση κάθε δημοκρατικής συνείδησης, επιλέγοντας, με τη νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε., να δείξει την οδό της συμφιλίωσης στη βάση της συνταγματικής νομιμότητας», όπως είχαμε γράψει τότε. Θα θυμηθεί ότι ο κ. Σαμαράς είχε πει επί λέξει: «Δεν αρκεί να νικήσουμε στις εκλογές, πρέπει η νίκη μας να είναι συντριπτική, αλλιώς, δεν θα μπορέσουμε να εξουδετερώσουμε τη “βόμβα”, το στημένο ναρκοπέδιο, που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ πίσω του», δηλαδή το θετικό αποτύπωμα της αριστερής διακυβέρνησης στη συνείδηση των πολιτών.
Το ελαφρυντικό, συνεπώς, που πρέπει να του αναγνωριστεί είναι ότι προφανώς θεωρεί πως το μέχρι στιγμής έργο της κυβέρνησης της Ν.Δ. δικαιώνει την προτροπή του εκείνη. Και δεν έχει άδικο.
Όταν όμως –και με αυτό περνάμε στον σχολιασμό της πρώτης από τις δύο στοχεύσεις της ομιλίας του στο 13ο συνέδριο— κινείται σήμερα στη λογική της ομιλίας του στο 12ο συνέδριο, διαπράττει το λάθος να ξεχνά ότι τότε μιλούσε από θέση αντιπολίτευσης, ενώ σήμερα οι ευθύνες της διακυβέρνησης της χώρας ανήκουν στο κόμμα του, πράγμα που καθιστά εκτός τόπου και χρόνου την επιμονή του να αρνείται οποιασδήποτε «συναίνεση» με την αξιωματική αντιπολίτευση στα πλαίσια που ορίζει η δημοκρατία.
Ο κ. Σαμαράς είναι πολιτικός «μικρού διαμετρήματος». Αν διέθετε το σθένος να διευρύνει το βεληνεκές του αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη των λεγομένων του, θα όφειλε να υπερασπιστεί τις απόψεις του μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους. Θα μπορούσε, π.χ., να εγκαλέσει ανοιχτά την ηγεσία του κόμματος του για ενδοτισμό στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, να δηλώσει ξεκάθαρα αν πιστεύει ότι η λύση του Μακεδονικού δεν συνιστά κέρδος για τη χώρα στην αναμέτρηση με τις βλέψεις της Τουρκίας. Θα μπορούσε, αν αυτό πραγματικά πιστεύει, να διαχωρίσει τη θέση του και είτε να ιδιωτεύσει, είτε να αποχωρήσει μαζί με τους βουλευτές που λέγεται ότι επηρεάζει, αίροντας την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση.
Πιστός στη ρήση του μέντορά του, αειμνήστου Ευάγγελου Αβέρωφ, ότι «όποιο αρνί βγαίνει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος», δεν θα κάμει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Από την άποψη αυτή η κυβέρνηση και το κόμμα του κ. Μητσοτάκη μπορούν να εφησυχάζουν. Τα πυρά του κ. Σαμαρά είναι άσφαιρα, δεν θα τους δημιουργήσουν πρόβλημα ούτε σε ό,τι έχει να κάμει με την επιλογή του υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ούτε με τις μεθοδεύσεις εξουδετέρωσης της απλής αναλογικής. Από μιαν άλλη άποψη, η ηγεσία της Ν.Δ. μπορεί και να τον ευγνωμονεί ανομολόγητα που κρατάει την ακροδεξιά «μαντρωμένη», επιτρέποντάς της να αιωρείται από το ένα στο άλλο άκρο του συντηρητικού εκκρεμούς κατά την ανάγκη της στιγμής.
Εν κατακλείδι. Ο κ. Σαμαράς εμφανίστηκε στο συνέδριο της Ν.Δ. στο διπλό ρόλο του ηγέτη της «δεξιάς της ΝΔ» και του κεντρικού πόλου αμφισβήτησης βασικώς επιλογών της κυβέρνησης. Δεν το πιστεύει ούτε ο ίδιος. Δεν διανοείται να διαρρήξει τις ισορροπίες που του εξασφαλίζουν τα περιθώρια για ένα ρόλο που βαυκαλίζεται να τον νομίζει πρωταγωνιστικό. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έχει τον Σαλβίνι της. Ίσως μόνο κάποια υποκατάστατά του.
Κωστής Γιούργος