«ΖΙΖΟΤΕΚ»Η εγκατάλειψη
Του Στράτου ΚερσανίδηΕνα ανθρώπινο δράμα στο τοπίο μιας χώρας που παραπαίει. Στο σκότος της παρακμής μια ελπίδα, ένα παιδί. «Ζίτοτεκ», μια λέξη που δεν λέει τίποτα, που μοιάζει με ξενικό όνομα αλλά δεν είναι. Είναι ο τίτλος μιας ταινίας και μπορεί να σημαίνει πολλά. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Βαρδής Μαρινάκης, λέει: «Ζίζοτεκ, μια λέξη που δεν υπάρχει, μια λέξη που άκουσα στη μέση μιας νύχτας να λέει στον ύπνο της η γυναίκα μου κι ένα όνειρο που είδα δέκα χρόνια πριν, γέννησαν την ταινία αυτή».
Την είδαμε στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ήταν μία από τις τρεις ελληνικές συμμετοχές στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα και άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις. Και είναι ιδιαίτερα ευχάριστο το γεγονός πως η σημαντική αυτή ελληνική ταινία βρήκε διανομή και προβάλλεται από αυτήν την Πέμπτη στις αίθουσες.
Ο 9χρονος Ιάσονας ζει με την μητέρα του, την Εύα και είναι αυτός που –παρά την ηλικία του– τη φροντίζει. Μια μέρα η Εύα παίρνει το γιο της και πάνε εκδρομή σε κάποιο λαϊκό πανηγύρι, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί, και ενώ ο Ιάσονας παίζει, η γυναίκα θα τον εγκαταλείψει. Εκείνος, όταν ο κόσμος θα έχει αρχίσει να φεύγει, την αναζητά και στη συνέχεια αρχίζει να περιπλανιέται στο δάσος όπου θα βρει καταφύγιο σε μια καλύβα σε ένα ξέφωτο. Εκεί ζει ένας μοναχικός άνδρας, ο Μηνάς, ο οποίος παραμένει αμίλητος αφού για κάποιο λόγο έδωσε όρκο σιωπής. Ο Μηνάς θα περιθάλψει τον Ιάσονα και μετά από λίγες μέρες θα τον πάει στο σπίτι του αλλά η Εύα δεν έχει επιστρέψει. Ο άνδρας και το παιδί θα φύγουν ξανά μαζί και θα επιστρέψουν πίσω, στην καλύβα στο δάσος. Όμως κάτι θα συμβεί και θα αναγκαστούν να ξαναφύγουν.
Στο πρώτο της μέρος η ταινία «φορτώνει» το θεατή με άγχος, δημιουργεί μια έντονα στενόχωρη αίσθηση, καθώς βλέπουμε την εγκατάλειψη του Ιάσονα από τη μητέρα του. Στη συνέχεια και ενώ ξεπερνιέται το πρώτο σοκ, το ενδιαφέρον αρχίζει να εξαπλώνεται καθώς συμβαίνουν διάφορα γεγονότα που δημιουργούν ερωτηματικά. Η ανακάλυψη της καλύβας, ο Μηνάς, ο όρκος σιωπής, ένας αστυνομικός, κάποιοι διακινητές, η αναζήτηση της μητέρας κ.λπ.
Το «Ζίζοτεκ» δεν είναι ταινία δράσης. Είναι περισσότερο μια σπουδή επάνω στη συντροφικότητα, την ανάγκη επικοινωνίας και επαφής, την αναζήτηση κάποιου σκοπού. Είναι επίσης μια αλληγορική ματιά σε μια χώρα η οποία παρακμάζει και αναζητά διέξοδο. Όλα αυτά συμπυκνώνονται στο φινάλε, το οποίο παραμένει ανοιχτό, αφήνοντας όμως την πικρή γεύση της ματαίωσης. Η οποία, όμως, μπορεί να είναι και η ίδια η ουσία της πραγματικότητας.
Ο Βαρδής Μαρινάκης φαίνεται να αναρωτιέται για τους ίδιους του τους χαρακτήρες. Γιατί η Εύα αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Ιάσονα; Από την πρώτη σκηνή φαίνεται πως κάτι δεν «κολλάει» στο χαρακτήρα της, αλλά δεν δείχνει να αδιαφορεί για το γιό της ούτε να μην τον αγαπά. Μήπως αισθάνεται ανίκανη να τον μεγαλώσει; Μήπως την βασανίζει κάποια ψυχική νόσος; Μήπως έχει κάνει κάποιο τάμα; Και ο ερημίτης Μηνάς; Γιατί έχει αποσυρθεί σε εκείνη την καλύβα στο δάσος; Γιατί έχει δώσει όρκο σιωπής; Ποια είναι η σχέση του με τους διακινητές και την αστυνομία;
Ερωτήματα που κάποια απαντιούνται, κάποια άλλα παίρνουν μισές απαντήσεις και κάποια παραμένουν αναπάντητα. Και όλα αυτά συνθέτουν ένα γοητευτικό μείγμα, ενός κινηματογράφου ο οποίος αναζητά, δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις, αφήνει χώρο στο θεατή να στοχαστεί. Να μπει στη θέση του μικρού Ιάσονα ο οποίος φαίνεται πως βρίσκει αυτό που θέλει στο πρόσωπο της αρκούδας που ζει στο βουνό.
Αφού τα έφερε ο λόγος, να πούμε πως ο μικρός πρωταγωνιστής, ο Αύγουστος Λάμπρου Νεγρεπόντης, ο οποίος ερμηνεύει τον Ιάσονα, σηκώνει στις πλάτες του σχεδόν ολόκληρη την ταινία. Η ερμηνεία του είναι ισάξια ενός έμπειρου ηθοποιού και αξίζουν συγχαρητήρια τόσο στον ίδιο αλλά και στον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες του που κατάφεραν να τον ενσωματώσουν και να τον μπάσουν στο κλίμα της ταινίας.
Για τους χώρους που γυρίστηκε η ταινία, ο Βαρδής Μαρινάκης σημειώνει: «Στις ταινίες μου η φύση δεν είναι απλά ο χώρος που διαδραματίζονται κάποιες σκηνές. Η φύση είναι ένας ακόμα χαρακτήρας. Οι ήρωες βρίσκουν στη φύση το καταφύγιο και την απελευθέρωση που αναζητούν. H απομάκρυνση από την πόλη σηματοδοτεί γι’ αυτούς ένα ταξίδι ανακάλυψης του πραγματικού τους εαυτού. Όπως γίνεται κάστινγκ για να βρω ένα ρόλο έτσι βρίσκω και τους χώρους της ταινίας που θα κάνω. Αυτό γίνεται πιο πολύ ακολουθώντας ένα ένστικτο που έχω κι όχι βλέποντας χιλιάδες φωτογραφίες. Τo ένστικτο μου έλεγε για τη βόρεια Ελλάδα. Και πιο συγκεκριμένα για την περιοχή της Ξάνθης που την είχα γνωρίσει πολλά χρόνια πριν όταν ήμουν φοιτητής. Δάση, ποτάμια, βουνά, σιδηρόδρομοι, αγροτικά χωριά, σταυροδρόμι πολιτισμών και διαφορετικών θρησκειών, ωραίοι άνθρωποι κι ένας νομός κατά γενική ομολογία ταλαιπωρημένος από οικονομική άποψη.
Με τη βοήθεια ενός τοπικού οδηγού, του Ηλία Μιχαϊλίδη, βρήκαμε στο νομό Ξάνθης υπέροχους χώρους. Στο δάσος του Κοτζά Ορμάν χτίσαμε μάλιστα ως σκηνικό τη δική μας καλύβα όπου έμενε ο βασικός ήρωας της ταινίας ένας ερημίτης. Είδαμε τσακάλια στο χιόνι, γυρίσαμε ποτάμια με καγιάκ, μείναμε στη λάσπη, ήπιαμε τσίπουρα, γελάσαμε και στήσαμε τελικά κι ένα μουσικό πανηγύρι με κουδουνοφόρους και 500 ντόπιους όπου κάναμε τα γυρίσματά μας όπως ακριβώς το είχα ονειρευτεί».
strakersan@gmail.comkersanidis.wordpress.com ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
«Ραντεβού στο Μπελ Επόκ» (La belle epoque) του Νικολά Μπεντό: Οι σχέσεις του 60χρονου Βικτόρ Ντριμόν με τη γυναίκα του βρίσκονται στο ναδίρ, καθώς ο γάμος τους έχει φτάσει στο τέλος του. Τη δυσάρεστη κατάσταση που βιώνει αποφασίζει να την ομορφύνει ο γιος του με τη βοήθεια ενός νεαρού, μέσω μια πρωτότυπης «υπηρεσίας» η οποία αναλαμβάνει την αναπαράσταση γεγονότων και ονομάζεται «Ταξιδιώτες του χρόνου». Η εταιρεία, μέσω ενός συνδυασμού από θεατρικά κόλπα και ιστορική αναπαράσταση προσφέρει στους πελάτες την ευκαιρία να επιστρέψουν στο παρελθόν και να ξαναζήσουν ένα γεγονός που συνέβη στη ζωή τους. Ο Βικτόρ αποδέχεται την προσφορά και επιλέγει να γυρίσει στις 16 Μαΐου 1974, στη Λιόν. Ήταν η μέρα που γνώρισε το μεγάλο του έρωτα στο πρόσωπο μιας γυναίκας η οποία καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του. Πόσο μπορεί να πετύχει ένα τέτοιο πείραμα και να βοηθήσει τον Βικτόρ; Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι δύο μεγάλα ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου: Ο Ντανιέλ Οτείγ και η Φανί Αρντάν. Και μαζί τους ο Γκιγιόμ Κανέ και η Ντοριά Τιγιέ. Ο σκηνοθέτης, λέει για την ταινία του: «Ήταν μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου, ή μάλλον μια κατάσταση που βρήκα ταυτόχρονα αξιολύπητη και κωμική: φαντάστηκα έναν άνδρα, όχι στην πρώτη του νιότη, να τσακώνεται με τη σύζυγό του στο σπίτι τους. Εκείνη τον κατηγορεί για έλλειψη κοινωνικότητας, ανικανότητα να συμβαδίσει με την εποχή του, την τεχνολογία, τον Μακρόν, τα παιδιά τους κ.ο.κ. Ο άνδρας βγαίνει από την κουζίνα, διασχίζει το διάδρομο και μπαίνει σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου όλα -από τη διακόσμηση μέχρι τους δίσκους και τις βιντεοκασέτες- τον πηγαίνουν πίσω στη δεκαετία του ’70. Είναι σαν μια προστατευτική φούσκα που έχει φτιάξει για τον εαυτό του, εκεί μπορεί να υποχωρήσει στο παρελθόν. Αυτή ήταν η εικόνα: ένας άνδρας που ζορίζεται στο παρόν και βρίσκει καταφύγιο σε μια περίοδο, οι κωδικοί της οποίας νιώθει ότι τον καθησυχάζουν και τον προστατεύουν. Αυτός ο άνδρας έχει στοιχεία από διάφορους ανθρώπους γύρω μου, όπως και από τον πατέρα μου, αλλά και εμένα τον ίδιο. Ήθελα να κινηματογραφήσω τον ίλιγγο που ορισμένες φορές νιώθω γύρω μου, αυτήν την ψυχολογική ήττα και το αντίδοτό της, ταυτόχρονα γελοίο αλλά και συγκινητικό».
«Η ναυμαχία του Μίντγουεϊ» (Midway) του Ρόλαντ Έμεριχ: Πολεμική περιπέτεια η οποία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα στη ναυμαχία του Μίντγουεϊ. Επρόκειτο για μια σκληρή ναυμαχία ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ιάπωνες η οποία έγινε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επεκράτησαν οι Αμερικανοί και η νίκη αυτή τους έδωσε προβάδισμα έναντι του αντιπάλου για την τελική εξέλιξη του πόλεμου. Στην ταινία βλέπουμε την ιστορία των αξιωματικών και των στρατιωτών οι οποίοι πολέμησαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες απέναντι σε έναν πολύ σκληρό αντίπαλο.
«Μαύρα Χριστούγεννα» (Black Christmas) της Σοφία Τακάλ: Η σκηνοθέτιδα διασκευάζει το κλασικό φιλμ τρόμου του 1974. Στη ταινία εκείνη υπήρχε διαφοροποίηση από τη στερεοτυπική απεικόνιση των γυναικών στις ταινίες τρόμου. Τώρα η Τακάλ εμπλουτίζει ακόμη περισσότερο τους γυναικείους της χαρακτήρες, βλέποντάς τες ως γυναίκες του 21ου αιώνα. Η υπόθεση της ταινίας έχει να κάνει με έναν μυστηριώδη μασκοφόρο ο οποίος ξεκληρίζει τα κορίτσια ενός κολλεγίου που έχουν πάει εκδρομή. Η Ρίλεϊ Στόουν, η Μάρτι, η Κρις και η Τζέσι φοιτούν μαζί στο κολλέγιο Χόθορν και είναι μέλη στην ίδια αδελφότητα. Όταν ο μασκοφόρος δολοφόνος αρχίζει να ξεπαστρεύει τα κορίτσια κατά της διάρκεια μιας εκδρομής του κολεγίου, οι φίλες αρχίζουν να υποψιάζονται τους πάντες. Δεν εμπιστεύονται ούτε τον Μάρτι, το αγόρι της Ρίλεϊ, ούτε το Λάντον, το νέο έρωτα της Ρίλεϊ, ούτε τον καθηγητή Γκέλσον.
Σινεφίλ