** “Η αστυνομία κάνει ό,τι θέλει” είναι το μήνυμα του υπουργείου προς την κοινωνία** Οι συλλήψεις στο σωρό και το στήσιμο της δικογραφίας, παρά τα ντοκουμέντα«Ακραία καταστολή δεν υπήρξε (…) Οι άντρες των ΜΑΤ δεν “εξευτέλισαν διαδηλωτές στους δρόμους της Αθήνας”, συνέλαβαν υπεύθυνους για επιθέσεις στο κέντρο των Εξαρχείων, με τις μολότοφ και τις πέτρες στα χέρια». Αυτή ήταν η προκλητική απάντηση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τα ντοκουμέντα επαγγελματιών φωτορεπόρτερ που κατέγραψαν την αστυνομική βαναυσότητα στα Εξάρχεια την ημέρα μνήμης του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Άνθρωποι ξεγυμνωμένοι, πεσμένοι στο έδαφος να φωνάζουν παραδίνομαι και τα ΜΑΤ να συνεχίζουν να τους δέρνουν. Η κυβέρνηση επέλεξε να παρέχει πλήρη κάλυψη στα ΜΑΤ, εμφανίζοντας αυτή τη δράση σαν επιτυχία ουσιαστικά, αφού στην ανακοίνωσή της πανηγυρίζει ότι «η Αθήνα δεν κάηκε». Όλα αυτά, μάλιστα, μια μέρα που θα θυμίζει πάντα το πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί η «νόμιμη βία» όταν επιβάλλεται χωρίς κανόνες, όρια και κατά το δοκούν.
«Φαίνεται ότι έχει γίνει μια πολιτική επιλογή “καταδρομικής αστυνόμευσης”, να αφήσουν, δηλαδή, να γίνει αυτό που έλεγαν ακροδεξιοί κύκλοι στην αστυνομία: “να κάνουν οι αστυνομικοί τη δουλειά τους”. Αυτό σημαίνει ότι αφήνουν ελεύθερες τις μονάδες αποκατάστασης της τάξης να ασκήσουν καταστολή κατά βούληση», εξηγεί στην «Εποχή» η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τι πραγματικά συνέβηΌπως είναι αναμενόμενο, βέβαια, μια τέτοια επιλογή οδηγεί και στην απώλεια ελέγχου του σώματος. Αντί, όμως, της ανάληψης ευθύνης, η κυβέρνηση έχει βρει σαν τρόπο «επίλυσης» τέτοιων ζητημάτων τη διαστρέβλωση των γεγονότων, χρησιμοποιώντας τα, από καιρό καλλιεργημένα, στερεότυπα των κοινωνικών εχθρών.
«Μετά το τέλος της διαδήλωσης στις 6 Δεκεμβρίου, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Εξαρχείων κάποια άτομα και φώναζαν συνθήματα. Λίγα παιδιά κάποια στιγμή πέταξαν κάποιες πέτρες, που ούτε όμως πλησίασαν τις αστυνομικές δυνάμεις, δεν είχαν σκοπό δηλαδή να χτυπήσουν κάποιον. Για μολότοφ ούτε λόγος. Παρόλ’ αυτά, ξαφνικά έγινε γενικευμένη και άγρια επίθεση απ’ τις δυνάμεις των ΜΑΤ σε όποιον τύγχανε να περνά από μπροστά τους και να βρίσκεται στην περιοχή, με πολύ άσχημο ξυλοκόπημα, ξεγύμνωμα και χρήση δακρυγόνων. Όλα αυτά αδιακρίτως και χωρίς καμία πρόκληση στην ουσία. Παράλληλα, ήταν έτοιμοι να κάνουν επίθεση και στους φωτορεπόρτερ, αλλά μπήκε ο επικεφαλής της διμοιρίας μπροστά και φώναξε να μην πειράξουν τους δημοσιογράφους. Δεν τους συνέφερε και πολιτικά να μας χτυπήσουν, όπως είχε γίνει στις 17 Νοεμβρίου. Αν συνέβαινε αυτό, θα χάλαγε η δικαιολογία ότι χτυπάνε μόνο τους “μπαχαλάκηδες” των Εξαρχείων», περιγράφει ο φωτορεπόρτερ Μάριος Λώλος, που ήταν μπροστά εκείνο το βράδυ στα περιστατικά της αστυνομικής βίας.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος: «κάνω 30 χρόνια αυτή τη δουλειά και πολύ σπάνια έχω ξαναντικρίσει τέτοια βία. Τρανταχτό παράδειγμα είναι το ξεγύμνωμα του παιδιού στη γνωστή φωτογραφία, που εννοείται ότι δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, δεν είναι ότι έτσι τον απέτρεψαν απ’ το να φέρει πχ αντίσταση. Δύο ενδεχόμενα, λοιπόν, υπάρχουν για αυτή τη νέα πρακτική, που γίνεται κατά κόρον το τελευταίο διάστημα: ή δεν ξέρουν πώς να κάνουν προσαγωγή-σύλληψη ή απλά θέλουν να εξευτελίσουν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Και απ’ όλη την εμπειρία που έχω από την κάλυψη τέτοιων περιστατικών, το πρώτο ενδεχόμενο το αποκλείω».
Κατηγορίες για κακουργήματα χωρίς στοιχείαΟι αστυνομικοί, όμως, βρήκαν άλλον τρόπο δικαιολόγησης του εν λόγω περιστατικού, σύμφωνα με πληροφορίες της «Εποχής», κατά τη διάρκεια ανάκρισης των 11 συλληφθέντων. Στην κατάθεσή του ο αστυνομικός ισχυρίστηκε ότι ο νεαρός ήταν ήδη γυμνός (Δεκέμβρη μήνα) καθ’ όλη τη διάρκεια της «δράσης του».
Μια δράση, βέβαια, όπως και των υπόλοιπων 10 συλληφθέντων, που δεν τεκμηριώνεται από πουθενά, αφού στην κατοχή των παιδιών ηλικίας 18-20 χρονών (με εξαίρεση μία ανήλικη, που παρόλ’ αυτά δεν λήφθηκε υπόψιν το στοιχείο ανηλικότητας και κρατήθηκε όλο το σαββατοκύριακο στο τμήμα) δεν βρέθηκε κανένα υλικό από αυτά που ψευδώς αναφέρει το υπουργείο στην ανακοίνωσή του. Ούτε πέτρες, ούτε μολότοφ. Ενώ ακόμα και στις καταθέσεις των αστυνομικών δεν γίνεται συγκεκριμένη αναγνώριση των εν λόγω ατόμων, αλλά μόνο γενικές διατυπώσεις για ομάδες που έτρεχαν κτλ. Πρόκειται, δηλαδή, για συλλήψεις στο σωρό χωρίς κανένα στοιχείο.
Για κάποιο λόγο, όμως, ο εισαγγελέας αποφάσισε τη μετατροπή των κατηγοριών από πλημμεληματικό σε κακουργηματικό χαρακτήρα. Πέραν του πλημμελήματος, δηλαδή, της αντίστασης κατά της αρχής, οι συλληφθέντες θα δικαστούν και για κατοχή εκρηκτικών υλικών (που δεν βρέθηκαν) και για απόπειρα σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Σε μία περίπτωση, μάλιστα, η κατηγορία είναι για τετελεσμένη σωματική βλάβη. Πρόκειται για τον άνθρωπο που, σύμφωνα με δημοσιευμένο βίντεο, ενώ τρέχει, ένας αστυνομικός τον πετάει στην άσφαλτο και τον ξυλοκοπεί με το γκλομπ. Παρά, όμως, το ντοκουμέντο, ο λόγος του αστυνομικού ότι αυτός ήταν που δέχθηκε επίθεση ενώ έτρεχε και το ξυλοκόπημα με το γκλομπ ήταν άμυνα, γιατί ο συλληφθείς προσπαθούσε να του βγάλει τη μάσκα και πνίγηκε από τα δακρυγόνα, έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο για τον εισαγγελέα.
Η αυθαιρεσία δεν δικαιολογείταιΠαρά την επιχειρούμενη διαστρέβλωση των γεγονότων προκειμένου να καλυφθεί η αστυνομική αυθαιρεσία, είναι σημαντικό να τονισθεί πως ακόμα και αν τα άτομα που δέχθηκαν την επίθεση των δυνάμεων των ΜΑΤ μετείχαν σε κάποια έκνομη δραστηριότητα, αυτό δεν δικαιολογεί την κακοποίηση και τον εξευτελισμό τους.
«Να θυμίσουμε ότι ο αστυνομικός που καλείται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση σύγκρουσης ή διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας, είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί με βάση πολύ συγκεκριμένους κανόνες, ανεξαρτήτως του τι έχει κάνει ο δράστης. Αυτό είναι θεμελιώδες. Η λογική “ο πολίτης παραβίασε το νόμο και άρα η αστυνομία μπορεί να του φερθεί όπως θέλει”, δεν υπάρχει στο δημοκρατικό κράτος. Ακόμα και μολότοφ να πέταξε, η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να τον προστατεύσει και να διασφαλίσει τα δικαιώματά του. Η αστυνομία δεν πρέπει να νομίζει ότι είναι τιμωρός του εγκλήματος. Αυτή είναι μια λάθος αντίληψη που οδηγεί την ίδια την αστυνομία σε παρανομία», υπογραμμίζει η Σοφία Βιδάλη.
Δεν αρκεί η ΕΔΕΤελικά, μετά την κατακραυγή, και αφού πέρασαν αρκετές μέρες, το υπουργείο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Συνήγορο του Πολίτη και η αστυνομία να διεξάγει ΕΔΕ, με τον ΣΥΡΙΖΑ να τονίζει πως δεν επαρκεί για την πραγματική διερεύνηση των περιστατικών και απαιτώντας τη διαβίβαση του φακέλου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
«Εφόσον υπάρχουν τέτοια ντοκουμέντα, η ΕΔΕ έπρεπε να είχε διαταχθεί την επόμενη μέρα κιόλας. Να τονίσουμε, όμως, πως πρόκειται για μια διοικητική διαδικασία, που μπορεί να επιβάλλει μόνο πειθαρχικές κυρώσεις. Αντίστοιχα και ο Συνήγορος του Πολίτη έχει αρμοδιότητα για τη διερεύνηση αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, αλλά δεν μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη. Αυτά τα περιστατικά, όπως αποτυπώθηκαν, αποτελούν άμεση παραβίαση του σχετικού άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποτελούν απάνθρωπη, ταπεινωτική και εξευτελιστική μεταχείριση, δηλαδή πρόκειται για ποινικό αδίκημα. Με όρους δικαιοκρατίας αποτελούν κατάχρηση εξουσίας. Πέραν, λοιπόν, αυτών των κινήσεων, θα έπρεπε να είχε παρέμβει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή έστω να έχουν ζητηθεί εξηγήσεις από το υπουργείο. Αν δεν θέλει το υπουργείο να εντάξει αυτά τα πράγματα σε ένα δικαιοκρατικά λειτουργούν κράτος, τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα», εξηγεί και η καθηγήτρια εγκληματολογίας γιατί δεν αρκούν αυτές οι κινήσεις ούτε για την απόδοση δικαιοσύνης, ούτε και για την αποτροπή μελλοντικών τέτοιων περιστατικών, που όλο και αυξάνονται το τελευταίο διάστημα.
«Οι διαδικασίες ποινικού ελέγχου έχουν και ένα διαπλαστικό χαρακτήρα, πρόκειται και για ένα μήνυμα στην κοινωνία και την αστυνομία ότι τέτοιες δράσεις δεν είναι ανεκτές. Το μήνυμα που δίνεται αυτή τη στιγμή είναι “η αστυνομία κάνει ό,τι θέλει”, σαν βρισκόμαστε πριν τη Γαλλική Επανάσταση», καταλήγει η ίδια, χωρίς να θέλει «ούτε να σκεφτεί» τι συνέπειες θα είχε αν εξαιτίας τέτοιων περιστατικών εγκαθιδρυθεί ο φόβος και η έλλειψη εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς την αστυνομία.
Τζέλα Αλιπράντη