Μετά την παρέλευση είκοσι λεπτών από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός, ολοκληρώνοντας την ομιλία του στη Βουλή την Τετάρτη, αποχώρησε εσπευσμένα χωρίς να περιμένει να ακούσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η αρχική εντύπωση ότι το έκανε πιεζόμενος από κάποια επείγουσα ανάγκη του, παραχώρησε τη θέση της σε δύο πιθανότητες –που έγιναν βεβαιότητες όταν, μετά το τέλος της ομιλίας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στις τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα ανέλαβε να απαντήσει, περίπου ως οιονεί πρωθυπουργός, ο υπουργός Εσωτερικών κ. Θεοδωρικάκος, σε ένα διάλειμμα, υποθέτουμε, της ενασχόλησής του με την κατάργηση του προγράμματος «Φιλόδημος», μεταξύ άλλων.
Ο κ. Μητσοτάκης αποχώρησε πιεζόμενος από την ανάγκη να αποφύγει δύο τινά. Να ενημερώσει το Σώμα πώς σκοπεύει να απαντήσει στην κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας, και να απαντήσει στην πρόσκληση για συναίνεση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, που κατέθεσε ο Αλ. Τσίπρας: «Δεν θα κάνουμε αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση για τα καίρια θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ασφαλώς θα σας ασκήσουμε κριτική, θα επισημάνουμε τις αστοχίες, είναι πατριωτικό μας καθήκον, αλλά αυτό που κάνατε εσείς προς άγραν ψήφων —κατηγορώντας την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι παρέδωσε τη Μακεδονία για να μην περικοπούν οι συντάξεις, ότι έδωσε βήμα στον Ερντογάν να εκφράσει από την Αθήνα τις αναθεωρητικές προθέσεις του— εμείς δεν θα το κάνουμε, εμείς θα ασκήσουμε αντιπολίτευση με πατριωτική ευθύνη…».
Για να μην χρεωθεί αυτοπροσώπως την αρνητική απάντηση στην πρόσκληση για εθνική συνεννόηση αποχώρησε ο κ. Μητσοτάκης από τη Βουλή. Ανέθεσε στον κ. Θεοδωρικάκο να το κάμει στο πόδι του. Και εκείνος ανταποκρίθηκε άψογα στις απαιτήσεις του ρόλου που του ανατέθηκε, αναπαράγοντας το ιταμό και σκαιό ύφος που ενδύεται ο εντολέας του όταν απευθύνεται στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ύφος και επιχειρήματα αποκαλυπτικά της μεταχείρισης που επιφυλάσσει η κυβέρνηση στην ανάγκη για εθνική συνεννόηση: Ανακαλώντας με έπαρση τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην κοινοβουλευτική τάξη, με την υπόμνηση ότι «το αντικείμενο της σημερινής συζήτησης ήταν η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού και όχι τα ελληνοτουρκικά».
Αλλά, κατά πρώτον, με ποια λογική ο πρωθυπουργός θεωρεί, διά του υποκατάστατού του, ότι έχει την αποκλειστικότητα στον ορισμό της ατζέντας του κοινοβουλευτικού διαλόγου; Πότε αμφισβητήθηκε το δικαίωμα πολιτικού αρχηγού να τοποθετηθεί, μιλώντας στη Βουλή, σε θέματα πέραν των προς συζήτηση, αν ο ίδιος τα κρίνει σημαντικά; Και, ήταν μόνο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μίλησε για την εξωτερική πολιτική στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή; Παρέλειψε ο κ. Θεοδωρικάκος να θυμηθεί ότι στα ελληνοτουρκικά αναφέρθηκε εκτενώς και η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής. Όπως άλλωστε και ο γ.γ. Κομμουνιστικού Κόμματος —στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο κ. υπουργός επεφύλαξε τη φιλόφρονα παρατήρηση ότι, με την εγκατάλειψη της αρχικής θέσης του να μη συνυπολογίζεται η ψήφος των αποδήμων στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, συνέτεινε στην επί το συναινετικότερον μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, να ’ναι καλά οι (πρώην) σύντροφοι…
Και, κατά δεύτερον, για ποιο λόγο δεν ήταν αυτή η Ολομέλεια η καλύτερη ευκαιρία να ασχοληθεί η Εθνική Αντιπροσωπεία με την πρόσκληση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεκινήσει άμεσα η αναζήτηση κοινών τόπων για τη διαμόρφωση ομόθυμης απάντησης στην επικίνδυνη κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας; Η καλύτερη ευκαιρία να ακουστεί έξω από τους τοίχους του κοινοβουλίου η δέσμευση του πρωθυπουργού ότι στην εξωτερική επιβουλή θα αντιτάξει την ενότητα του εσωτερικού μετώπου; Πιστεύει, αλήθεια, ο κ. υπουργός πως η διαβεβαίωσή του προς τον Αλέξη Τσίπρα ότι «μπορεί να ενημερωθεί —κατ’ ιδίαν, υποθέτουμε— από τον κ. Μητσοτάκη για όποιο θέμα χρειάζεται», θα περιορίσει τις ορέξεις του κ. Ερντογάν περισσότερο από ό, τι η ανοικτή τοποθέτηση του έλληνα πρωθυπουργού υπέρ της εθνικής σύμπνοιας;
Ας σοβαρευτούμε. Και πρώτη από όλους η κυβέρνηση. Που οφείλει να ερμηνεύσει απροκατάληπτα την τοποθέτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την ανάγκη η ελληνική πλευρά να θέσει πιεστικά το αίτημα να υπάρξει απόφαση της ΕΕ επέκτασης των «προσωποποιημένων κυρώσεων» σε βάρος της Τουρκίας που έχουν αποφασιστεί για την Κύπρο, αν η Άγκυρα επιμείνει στην καταπάτηση του διεθνούς δίκαιου νοτιοανατολικά της Κρήτης. Τοποθέτηση που υπαγορεύτηκε από την εύλογη ανησυχία ότι παρήλθε ο καιρός των φραστικών επιπλήξεων: «Δεν είμαστε πια στη φάση των δηλώσεων, είμαστε στη φάση των κυρώσεων», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας —και επέμεινε ότι, μετά τις δηλώσεις της Τουρκίας πως δεν θα επιτρέψει την παρουσία ελληνικών πλοίων στην περιοχή, την οποία οριοθέτησε η συμφωνία της με τη Λιβύη, τίθεται ξεκάθαρα το δίλημμα: «Ή πολιτική των ευρωπαϊκών κυρώσεων τώρα ή των ελληνικών φρεγατών αργότερα, όταν θα είναι πια αργά» για κυρώσεις.
Αν η κυβέρνηση αυτά τα θεωρεί ρηχές αντιπολιτευτικές κορώνες, αρνούμενη να παραδεχτεί τη σοβαρότητα και το επείγον της κατάστασης, τόσο το χειρότερο.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει παγιδευτεί, ως πρωθυπουργός, στην πολιτική που επέλεξε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ασκήσει στην προηγούμενη κυβέρνηση. Θεωρεί ότι η εκδήλωση, σήμερα, συναινετικής διάθεσης εκ μέρους του θα εκληφθεί ως έλλειμμα αυτοπεποίθησης, που θα του κοστίσει εκλογικά αύριο. Θα διαψευστεί αν ελπίζει ότι ο χρόνος θα του χαριστεί, ώστε να προλάβει να λύσει εκκρεμότητες, όπως η επιλογή υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η εξουδετέρωση της απλής αναλογικής, η εξασφάλιση της μαζικής προσέλευσης των απόδημων ψήφων στις εθνικές κάλπες. Στη συγκυρία που διανύουμε, το χρόνο τον ορίζουν οι διαθέσεις της Τουρκίας. Αν η κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί έγκαιρα στην ανάγκη για συνεννόηση, τις συνέπειες θα τις εισπράξει η χώρα, όπως συνέβη το καλοκαίρι του 1974.
Η αντιπολίτευση πρέπει να είναι ήδη έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν.
Κωστής Γιούργος