Από αναλύσεις και συζητήσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις χορτάσαμε αυτές τις μέρες. Το περιεχόμενό τους, όμως, αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε ζητήματα τακτικής: πώς θα απομονωθούν οι προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας, πώς θα ακυρωθεί αν είναι δυνατόν το μνημόνιο Λιβύης – Τουρκίας, πώς θα πεισθεί η ΕΕ να υλοποιήσει τις αποφάσεις της για κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας...

Η Άγκυρα έχει στρατηγική.
Η Αθήνα;

Χρήσιμα και σημαντικά όλα αυτά, αλλά καθώς καταλαμβάνουν το προσκήνιο, αναδεικνύουν μια ουσιώδη έλλειψη: συζητούμε για κινήσεις τακτικής, χωρίς να έχουμε απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα του στρατηγικού στόχου, που καλούνται να υπηρετήσουν οι κινήσεις αυτές. Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να προσδιοριστεί ο απώτερος στόχος μιας εθνικής πολιτικής στον τομέα των σχέσεων με την Τουρκία, με δεδομένες τις βλέψεις των γειτόνων, τις διεκδικήσεις που προβάλλουν έναντι της Ελλάδας και την επικινδυνότητα της πρακτικής τους όσο αφορά τη σταθερότητα και την ειρηνική συνύπαρξη στην ευρύτερη περιοχή;
Τη στρατηγική στόχευση της Άγκυρας μπορούμε πια να την προσδιορίσουμε με σχετική ακρίβεια: επιχειρεί, δεκαετίες τώρα, με την προώθηση όλο και πιο προχωρημένων διεκδικήσεων, κυρίως έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά όχι αποκλειστικά, να εξασφαλίσει όσο γίνεται περισσότερα δικαιώματα στα όρια της διεθνούς νομιμότητας, αλλά και πέρα από αυτά όταν χρειαστεί. Η τακτική που ακολουθεί για την προώθηση αυτής της στρατηγικής στόχευσης, όσο κι αν φαίνεται επί Ερντογάν ωμά επεμβατική, δεν αδιαφορεί για τις εντυπώσεις που προκαλεί. Γι΄ αυτό κάθε βήμα της παρουσιάζεται σαν αμυντική προσπάθεια, προκειμένου να αποκρουστούν επιδιώξεις απομόνωσής της, ενώ τις εκάστοτε διεκδικήσεις της φροντίζει να τις επενδύει και με νομικούς ισχυρισμούς, που δεν είναι πάντοτε εύκολο να χαρακτηριστούν από τρίτους παράλογοι.

Η στρατηγική της δίκαιης λύσης

Απέναντι σε μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής απάντηση, ικανή να κινητοποιήσει υπέρ των ελληνικών θέσεων ευρύτερες δυνάμεις, η θέση πως η χώρα μας δεν διεκδικεί τίποτα, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα.
ρώτον, γιατί αποτελεί μια αμήχανα αμυντική τοποθέτηση στηριγμένη στην ελπίδα πως θα επικρατήσει η ακινησία, τη στιγμή που όλα αλλάζουν γύρω μας, συχνά προς το χειρότερο.
Δεύτερον, γιατί δεν προτείνει κάποια λύση στα αδιέξοδα που καλλιεργεί η Άγκυρα, απλά δηλώνει την επιθυμία να μην τα καλλιεργούσε.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, μια στρατηγική στόχευση άξια του ονόματός της, τουλάχιστον από την πλευρά μιας δύναμης που επιδιώκει τη σταθεροποίηση και όχι την αστάθεια, οφείλει να αντιστρατεύεται τις εκκρεμότητες και να επιδιώκει λύσεις με διάρκεια, όχι ασταθείς ισορροπίες. Λύσεις με διάρκεια δεν γίνεται να επιτευχθούν παρά μόνο στη βάση του διεθνούς δικαίου, δηλαδή σε μια βάση που δεν αφήνει την αίσθηση σε καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές ότι αδικείται κατάφωρα, ούτε της επιτρέπει να το ισχυριστεί ψευδώς. Τέτοιες λύσεις μπορούν να επιδιωχθούν κυρίως μέσω των διεθνών δικαιοδοτικών θεσμών. Γι΄ αυτό η αριστερά τόνιζε πάντοτε την ανάγκη προσφυγής στο δικαστήριο της Χάγης, ανάγκη που άρχισε και τώρα να προβάλλεται δειλά, ενώ θα όφειλε να είναι προμετωπίδα μιας στρατηγικής. Για την αριστερά, η επίλυση διακρατικών προβλημάτων στη βάση αυτή, δεν είναι θέμα γοήτρου ή κύρους, δύναμης ή αδυναμίας, πατριωτισμού ή μειοδοσίας: είναι θέμα αρχής.
Το ότι μια τέτοια στρατηγική στόχευση αποδυναμώνει τα επιχειρήματα όσων ισχυρίζονται, συνήθως προσχηματικά, ότι αδικούνται, είναι ευνόητο. Εκείνοι που πράγματι κινδυνεύουν να αδικηθούν σε ένα περιβάλλον συγκρουσιακό, οφείλουν να συγκαταλέγονται μεταξύ των οπαδών της προσφυγής στους δικαιοδοτικούς θεσμούς.
Γιατί μια τέτοια στρατηγική στόχευση δεν διατυπώνεται ρητά και με σαφήνεια από την πλευρά της Ελλάδας επί τόσες δεκαετίες; Πρώτα απ΄ όλα, η πολιτικά κυρίαρχη για πολλά κρίσιμα χρόνια δεξιά δεν διανοήθηκε ποτέ να βάλει σε κίνδυνο τη σχέση της με τις εθνικιστικές και πατριδοκαπηλικές τάσεις που άρδευαν την εκλογική της δύναμη. Ως αντίπαλη μεταπολιτευτική δύναμη, το ΠΑΣΟΚ έκρινε σκόπιμο να διεκδικήσει και να καρπωθεί το τμήμα του εκλογικού σώματος –αλλά και του πολιτικού δυναμικού– που επηρεαζόταν από τις υπερπατριωτικές ιδέες, αντί να επιχειρήσει να τις επηρεάσει με μια νέα λογική. Όσο για την αριστερά, ακόμα κι όταν τολμούσε να μιλήσει με άλλη γλώσσα, είτε καταγγελλόταν σαν αντεθνική δύναμη, είτε δεν ακουγόταν η φωνή της, καθώς βρισκόταν εκτός παιδιάς.

Με πρωτοβουλία της Αριστεράς

Σήμερα, δεν είναι μόνο η μέχρι χθες στην κυβέρνηση και σήμερα αξιωματική αντιπολίτευση του 32% αριστερά, η οποία έδειξε ότι έχει το θάρρος να προβάλλει και να υλοποιεί τις θέσεις της στην εξωτερική πολιτική, χωρίς να φοβάται τις επιθέσεις της εθνικιστικής Δεξιάς. Είναι και τμήματα της συντηρητικής παράταξης, αλλά και του κέντρου επίσης, που αντιλαμβάνονται ότι δεν αρκούν οι τακτικοί ελιγμοί, αλλά χρειάζεται στρατηγική στόχευση. Κι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την επίλυση των συγκρούσεων στον ευρύτερο χώρο της ΝΑ Μεσογείου με τη συνδρομή του Διεθνούς Δικαστηρίου. Και ότι, ακόμα και για όσο διάστημα αυτό δεν θα φαίνεται εφικτό με υπαιτιότητα της Άγκυρας, ο διεθνής συσχετισμός θα γέρνει προς την πλευρά εκείνων που επιδιώκουν μια διαρκή λύση στη βάση του διεθνούς δικαίου και σε βάρος όσων αντιδρούν στο αυτονόητο. Το πρακτικό ζήτημα που μένει, είναι να βρεθεί τρόπος να εμπλακεί η Άγκυρα στις διαδικασίες καθορισμού των θαλάσσιων ορίων μεταξύ των χωρών της ΝΑ Μεσογείου. Δεν είναι απλό, όχι όμως και αδύνατο.
Γι΄ αυτό αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι όλο και πιο συχνές τελευταία αναφορές του Αλ. Τσίπρα τόσο στις παλαιότερες προτάσεις προς την Τουρκία –όσο ήταν πρωθυπουργός– όσο και σήμερα από το βήμα της Βουλής ή της συνάντησης των ευρωσοσιαλιστών, στην ανάγκη να αναζωογονηθούν οι διερευνητικές συνομιλίες για την προετοιμασία μιας προσφυγής στη Χάγη.
Αν η αριστερά θέλει να διεκδικήσει την ηγεμονία στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν πρέπει να διστάσει ή να φοβηθεί. Πρέπει να δείξει το δρόμοι που θα ακολουθήσουν οι άλλοι, γιατί είναι ο δρόμος της λογικής και του δικαίου, είναι ο δρόμος που λογαριάζει τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, της πλειονότητα, όχι των πολεμοκάπηλων. Σκεφτείτε μόνο τον κ. Δένδια, που τρέχει τώρα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να επισπεύσει την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών για τη Βόρεια Μακεδονία, ως υπουργός πια ενός κόμματος που πολέμησε τη συμφωνία των Πρεσπών σαν προδοτική, και τότε θα καταλάβετε πόση σημασία έχει να υποδείξει θαρρετά η αριστερά τη στρατηγική επιλογή της ως εθνική επιλογή και στη σημερινή συγκυρία.

Χ. Γεωργούλας
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet