Μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα και δύσκολες επιλογές Η αριστερά έχει αποδείξει ότι δεν είναι για τα εύκολα, αλλά για τα δύσκολα. Και για να βγάλουμε πέρα σε αυτά τα δύσκολα, η ενεργή συμμετοχή και η ενότητα του κόμματος μας αποτελεί στρατηγική παράμετρο.
Το σχέδιο της πολιτικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και μέσω αυτού της ευρωπαϊκής αριστεράς, είτε με τη μορφή της σύντομης αριστερής παρένθεσης, είτε της ταπείνωσής του, διαμέσου της αποδοχής μνημονιακών δεσμεύσεων χειρότερων ακόμη κι από τα μέτρα που περιέχονταν στο διαβόητο «μέιλ Χαρδούβελη», ήταν ξεκάθαρο από την αρχή των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Όπως σαφής ήταν η πρόθεσή τους να μην αποδεχθούν τη λαϊκή εντολή, αλλά να μας οδηγήσουν σε μια κατάστασης πλήρους οικονομικής ασφυξίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε τα περιθώρια αντίστασης της ελληνικής κυβέρνησης να είναι εξαιρετικά περιορισμένα.
Αποδυναμώθηκαν τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματαΟ επώδυνος συμβιβασμός που επιτεύχθηκε με την προσωρινή «συμφωνία-γέφυρα» απέτρεψε την προσπάθεια στραγγαλισμού μιας κυβέρνησης που δεν είχε προλάβει ακόμη να δώσει έμπρακτα «δείγματα γραφής», παρέχοντάς της χρόνο να διεξαγάγει μια σκληρή διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς», διαπραγμάτευση που απέσπασε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποδοχής από την ελληνική και τη διεθνή κοινωνία. Ωστόσο, έγιναν λάθη που αποδυνάμωσαν πολύτιμα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το γεγονός ότι στα προαπαιτούμενα της συμφωνίας δεν τέθηκε ευθύς εξαρχής το θέμα της διασφάλισης της ρευστότητας για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, η ατολμία λήψης μονομερώς νομοθετικών μέτρων που θα υλοποιούσαν σε ευρύτερη κλίμακα το πρόγραμμα της ΔΕΘ, και, κυρίως, η εγκατάλειψη της προσπάθειας για μια μόνιμη διεκδικητική παρουσία του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, στοίχισαν στη δυναμική της διαπραγμάτευσης.
Το ότι δεν θα υπήρχαν εύκολες ή ανώδυνες λύσεις και ότι η διαπραγμάτευση θα ήταν μια μακρόσυρτη διαδικασία που θα εμπεριείχε σημαντικές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ήταν επίσης αναμενόμενο. Πράγματι, η ανάκτηση των απωλειών που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία και οικονομία προϋποθέτει ένα βάθος χρόνου, στο πλαίσιο του οποίου η κοινωνική «γείωση» του κόμματος και ο προωθητικός του ρόλος στα εργατικά και κοινωνικά κινήματα ανάγεται σε καθοριστικό παράγοντα. Από την άποψη αυτή, η απόφαση της ΚΕ, που θέτει «κόκκινες γραμμές», αλλά και παρέχει δυνατότητα ευελιξίας στη διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την προτροπή της για άνοιγμα προς τις κοινωνικές αντιστάσεις, είναι σωστή.
Τα όρια των υποχωρήσεωνΩστόσο οι όποιες (θεμιτές) υποχωρήσεις έχουν και ανυπέρβλητα όρια. Όρια που, αν παραβιαστούν, οδηγούν, αντικειμενικά, σε απόπειρα διαχείρισης ενός εκ προοιμίου αδιέξοδου νεοφιλελεύθερου μοντέλου, χωρίς προοπτική εξόδου από την ύφεση και χωρίς αξιόπιστη δυνατότητα παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η ελληνική συμβιβαστική πρόταση προς τους «θεσμούς», μία πρόταση που έχει ήδη ξεπεραστεί από την υπέρμετρη αδιαλλαξία των δανειστών, υπερβαίνει ήδη σε αρκετά σημεία τις «κόκκινες γραμμές», δημιουργώντας προβλήματα στη σχέση μας με κοινωνικά στρώματα των «από κάτω» που μας στήριξαν και δυσχεραίνοντας σοβαρά το έργο της ανασυγκρότησης. Κυρίως, όμως, αν η συμφωνία δεν συνοδευτεί από μια πραγματική αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου χρέους, την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού και ένα αναπτυξιακό πακέτο για την επανεκκίνηση της οικονομίας, θα είναι ασύμβατη με τους στόχους μας.
Μία αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κάνει υποχωρήσεις, δεν μπορεί όμως να κάνει τα πάντα. Η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης και τις απαράδεκτες προτάσεις που γνωστοποίησε ο κ. Γιουνκέρ στον Έλληνα πρωθυπουργό είναι αδιανόητη.
Το κυριότερο όπλο μας στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης υπήρξε το μήνυμα που εκπέμψαμε ότι αν αναγκαστούμε να διαλέξουμε μεταξύ μισθών /συντάξεων και της πληρωμής της δόσης του χρέους, θα διαλέξουμε τους μισθούς και τις συντάξεις. Η κίνηση αυτή ενέχει την προειδοποίηση προς τους δανειστές για την πιθανότητα μιας ρήξης και γνωρίζουμε ότι μια τέτοια ρήξη, που θα είχε ως ενδεχόμενο επακόλουθο ακόμη και μια έξοδο από το ευρώ, δεν θα ήταν επώδυνη μόνο για τη χώρα μας. Θα είχε τεράστιες συνέπειες τόσο για τις αγορές, που έχουν μεν περικόψει αλλά όχι και εκμηδενίσει τις απώλειες τους, όσο και για την ίδια την υπόσταση της ευρωζώνης. Θα είχε, επίσης, γεωστρατηγικές συνέπειες επ’ ουδενί αμελητέες. Αυτό, λοιπόν, το διαπραγματευτικό «χαρτί» πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Γιατί, πράγματι, δεν μπορείς να διανοηθείς τη διαπραγμάτευση, αν δεν διανοηθείς, με πραγματικούς όρους, τη ρήξη.
Διαπραγματευτικό χαρτίΗ επιλογή αυτή είναι προτιμότερη από μια κακή συμφωνία, που και δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα και θα σηματοδοτούσε μια ενσωμάτωση της αριστεράς στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Μία ενσωμάτωση που θα οδηγούσε στην πολιτική της ήττα και, εν τέλει, στην απαξίωση και στη διάλυση της.
Το ενδεχόμενο να βρεθούμε μπροστά σε μια τέτοια κρίσιμη επιλογή δεν είναι διόλου απίθανο, δεδομένου ότι από την αντίσταση που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται όχι μόνο το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των ευρωπαϊκών λαών. Κρίνεται το αν οι πολιτικές της ακραίας νεοφιλελεύθερης λιτότητας και η αποδόμηση των εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων θα επιβληθούν ως κυρίαρχο υπόδειγμα για όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η όποια στάση μας θα κρίνει και τη δυναμική των κινημάτων αντίστασης στην Ευρώπη.
Σε περίπτωση αδιεξόδου, είναι πολύ πιθανό να χρειαστούμε μια νέα λαϊκή εντολή σκληρότερης διαπραγμάτευσης, η οποία θα εμπεριέχει, φανερά και ξεκάθαρα, όλα τα ενδεχόμενα. Μια ρήξη που θα συνοδευόταν και από έξοδο από το ευρώ είναι, αναμφίβολα, μια πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη οικονομικά και κοινωνικά κατάσταση, τουλάχιστον στην αρχική της περίοδο. Και σίγουρα, είναι μια πολιτική επιλογή που προϋποθέτει σχέση ειλικρίνειας με την κοινωνία και ενεργή συναίνεση μεγάλου τμήματος της. Μία διολίσθηση, όμως, σε ένα μνημονιακό σενάριο, θα ήταν καταστροφική.
Βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα και δύσκολες επιλογές, η αριστερά όμως έχει αποδείξει ότι δεν είναι για τα εύκολα, αλλά για τα δύσκολα. Και για να βγάλουμε πέρα σε αυτά τα δύσκολα, η ενεργή συμμετοχή και η ενότητα του κόμματος μας αποτελεί στρατηγική παράμετρο.
Μάνια Μπαρσεφσκι