Αν κρίνει κάποιος από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, η ηγεσία της κυβέρνησης και της ΝΔ θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα των έξι πρώτων μηνών της διακυβέρνησης της. Ήρθε με προδιαγεγραμμένο σχέδιο και από τους πρώτους κιόλας μήνες προχώρησε με νομοθετικές κυρίως ρυθμίσεις στην εκτέλεση του διακηρυγμένα νεοφιλελεύθερου προγράμματος της, χωρίς ανυπέρβλητες αντιστάσεις και με τη βοήθεια των συστημικών μέσων ενημέρωσης.
Προσδοκίες και πραγματικότηταΩστόσο, ούτε στο μέγαρο Μαξίμου ούτε στην Πειραιώς φαίνεται να είναι τόσο αφελείς. Ο σχεδιασμός για το 2020, όπως αποτυπώθηκε στον Προϋπολογισμό για την ερχόμενη χρονιά, μπορεί να συμβαδίζει βασικά με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, αλλά τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του, δεν φαίνεται ότι θα επηρεάσουν αισθητά την οικονομική θέση της μεγάλης πλειονότητας. Ούτε καν της πλειονότητας της περίφημης «μεσαίας τάξης». Όλοι αυτοί συνειδητοποιούν, με τη βοήθεια της κριτικής του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης, ότι θετικές διαφορές θα αισθανθούν οι ήδη ισχυρές οικονομικά μειονότητες από τα ανώτερα κλιμάκια των μεσοστρωμάτων και πάνω.
Εν τω μεταξύ, τα τελευταία στοιχεία καταγράφουν για την ανεργία για πρώτη φορά από το 2016 υπεροχή της απώλειας θέσεων εργασίας σε σχέση με τη δημιουργία νέων, διατήρηση της κατανάλωσης, δηλαδή της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, στα ίδια περίπου επίπεδα, ενώ τα μηνύματα από το ευρωπαϊκό και το διεθνές μέτωπο δεν ευνοούν την επαλήθευση των προβλέψεων τόσο για το ΑΕΠ όσο και την προσδοκώμενη, αλλά μη επαληθευόμενη, εκτίναξη των επενδύσεων, ξένων και εγχώριων.
Γι΄ αυτό και όσοι άρχισαν να λαβαίνουν τα μηνύματα και να ανησυχούν στο Μαξίμου, θεώρησαν ήδη σκόπιμο να ανακοινώσουν μέτρα συμπληρωματικά, μετά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ και της εισφοράς αλληλεγγύης, έστω κι αν τα αποτελέσματά τους προβλέπεται να γίνουν αισθητά πολύ αργότερα.
Όμως, η προσήλωσή τους στα νεοφιλελεύθερα δόγματα δεν τους επιτρέπει να υπονοήσουν καν εφαρμογή μιας άλλης προεκλογικής εξαγγελίας τους, της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά το διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ (2,8% χ 2=5,6%), με τη δικαιολογία ότι δόθηκε μεγάλη αύξηση επί ΣΥΡΙΖΑ (11%). Αύξηση πασίγνωστη και όταν έδιναν προεκλογικές υποσχέσεις.
Νόμος και ανομία, τάξη και αταξίαΌταν, λοιπόν, ο άρτος δεν περισσεύει, έρχονται να συνδράμουν στη βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης τα θεάματα. Βασικό στοιχείο της επικοινωνιακής πολιτικής της ήταν και παραμένει η επαγγελία της επιβολής του νόμου και της τάξης, με ιερό σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Και εδώ, όμως, η επιλογή ως επίκεντρου αυτής της «μάχης» των Εξαρχείων και των καταλήψεων παρουσιάζει ήδη σοβαρά προβλήματα. Έγινε με ιδεοληπτικά κυρίως κριτήρια και όχι με βάση τις πραγματικές ανάγκες στο πεδίο της μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας, εκεί όπου πραγματικά αυξάνεται ή μειώνεται το αίσθημα της ασφάλειας.
Στο πεδίο των εντυπώσεων, όπου η κυβέρνηση προσδοκούσε σημαντικά κέρδη, ήδη μετράει σημαντικές απώλειες. Καλλιεργώντας στις δυνάμεις καταστολής τη βεβαιότητα ότι αυτές είναι το κράτος, θερίζει ήδη σωρεία περιστατικών «υπερβολικής» ή «αυθαίρετης» βίας, που αμαυρώνουν την εικόνα του αρμόδιου υπουργού ως αποφασισμένου εφαρμοστή του νόμου και αναδεικνύουν το προφίλ ενός απολογητή των παρανομιών των εκτελεστικών οργάνων του. Η οδός Ματρόζου, το Α.Τ. Ομονοίας, η επιστολή Αλιβιζάτου ήρθαν να μειώσουν αισθητά την προσδοκία κερδών από την πολιτική αυτή, αν δεν έχουν σημειώσει ήδη σημαντικές ζημίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο ζήτημα αυτό έχει σημειωθεί η πρώτη ρωγμή στο τείχος της ανεπιφύλακτης στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής από τα συστημικά μίντια. Αυτή τη φορά δεν ήταν όλα διατεθειμένα να κάνουν πως δεν βλέπουν κάτι που έβγαζε μάτι: ότι με διακηρυγμένο στόχο την ασφάλεια των πολιτών, πλήγματα τελικά δέχεται η δημοκρατική νομιμότητα.
Στην κυβέρνηση, ωστόσο, δεν φαίνεται να βγάζουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Φέρνοντας παραμονές των γιορτών το νομοσχέδιο για τον περιορισμό των πορειών και των συγκεντρώσεων, δείχνουν άλλη μια φορά την εμμονή τους στην εκπομπή αυταρχικών μηνυμάτων, εν όψει και του ενδεχόμενου αύξησης των λαϊκών αντιδράσεων, και στη δημιουργία εντυπώσεων.
Με τη στάση της αυτή, όμως, δεν ενοχλεί μόνο την αξιωματική αντιπολίτευση, εντάσσει στο ίδιο στρατόπεδο και τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ιδίως το ΚΚΕ, που ως τώρα διευκόλυναν την κυβέρνηση ακολουθώντας τη γραμμή ότι το έργο της σημερινής κυβέρνησης είναι απλώς συνέχιση του έργου της προηγούμενης.
Από πλευράς ουσίας, πάντως, οι μαζικές και οργανωμένες πορείες των συνδικάτων και των κομμάτων θα συνεχίσουν να γίνονται όπως πάντα, χωρίς να διανοηθεί κανείς να τις περιορίσει. Όσο για τις ολιγάριθμες, στις οποίες στοχεύει ιδιαίτερα η κυβέρνηση της ΝΔ, μόνο ανόητοι μπορούν να ελπίζουν ότι θα υποχρεωθούν να τηρήσουν τις αυστηρές προδιαγραφές. Απλώς, θα διαμορφωθεί ένα νέο πεδίο σύγκρουσης και πολλαπλασιασμού των επεισοδίων, με αποτελέσματα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποτίθεται ότι επιδιώκονται.
Στα ελληνοτουρκικά στραβά αρμενίζουμεΟύτε έξω, όμως, πάνε κατ΄ ευχήν τα πράγματα. Μετά την αρχική αμηχανία μπροστά στην απροσδόκητη, για την κυβέρνηση, έξαρση της έντασης στις σχέσεις με την Άγκυρα και τις αμυδρές ενδείξεις για αναζήτηση, επιτέλους, μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής ύφεσης και συνεννόησης (βλέπε δηλώσεις Ντ. Μπακογιάννη κ.ά. ) η κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί την πεπατημένη: διακηρύττει την ανάγκη διαλόγου με την Αγκυρα και “ειρηνικής επίλυσης των διαφορ΄ν μετη γειτονική χώρα”, προχωρεί σε διπλωματικές πρωτοβολίες με στόχο την απομόνωση της Τουρκίας, κάνει κινήσεις στη λογοκή τηςανταπόδοσης των χτυπημάτων.
Οι αναφορές στη Χάγη και στην επιδίωξη λύσης με βάση το διεθνές δίκαιο με συμμετοχή της Τουρκίας μειώνονται και σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώνονται με την παραπομπή τους στο απώτατο μέλλον («είναι πολύ νωρίς ακόμα», απαντούν οι κυβερνητικοί στα σχετικά ερωτήματα).
Η διπλωματική κινητοποίηση της Αθήνας, αντί να αποβλέπει σταθερά σ΄ αυτό το στρατηγικό στόχο, τείνει να «διεθνοποιήσει» με τη δημιουργία δύο αντίπαλων στρατοπέδων και την εμπλοκή του συνόλου σχεδόν των μεσογειακών κρατών σε μια αδιέξοδη διένεξη, αντί να συμβάλλει στην αναζήτηση λύσης στην κατεύθυνση της πολυμερούς συνεννόησης.
Η επιτάχυνση των διαδικασιών υπογραφής της συμφωνίας για τον αγωγό EastMed μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας (ίσως, αλλά όχι βέβαιο) και Ιταλίας για τη διοχέτευση αερίου, που ελπίζεται ότι θα εξορυχθεί από τη λεκάνη της ΝΑ Μεσογείου, πραγματοποιείται χωρίς απεύθυνση και στην Άγκυρα. Στις αναμενόμενες αντιδράσεις της Τουρκίας δεν αντιπαραβάλλεται μια επιθετική πολιτική ειρηνικής επίλυσης με βάση το διεθνές δίκαιο χωρίς αποκλεισμούς ή τετελεσμένα, επιλογή που θα εξέθετε την Αγκυρα αν δεν συναινούσε σ’ αυτή.
Ανεξάρτητα από προθέσεις, η δυναμική αυτής της στρατηγικής ωθεί στην επίταση της έντασης και στην πιθανή κορύφωσή της επί του πεδίου, που μάλλον δεν θα είναι το διπλωματικό.
Παρελθόν, παρόν και μέλλονΜε τόσα και τέτοια προβλήματα ανοιχτά και ερωτήματα αναπάντητα, δεν το λες και μήνα του μέλιτος αυτό το πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης της ΝΔ. Ωστόσο, καμία κυβέρνηση δεν κινδύνεψε και δεν έπεσε αποκλειστικά από τα δικά της λάθη, κενά ή αδυναμίες. Οι κυβερνήσεις συνήθως απειλούνται σοβαρά, όταν ο πολιτικός αντίπαλός τους ή αντίπαλοί τους είναι σε θέση να διατυπώσουν τις δικές τους πειστικές και αποδεκτές από την πλειονότητα απαντήσεις για τα νέα προβλήματα, που προκύπτουν καθημερινά και ζητούν λύσεις. Προβλήματα που αφορούν κυρίως κοινωνικές ομάδες, για τις οποίες η προσδοκία μιας ανθρώπινης ζωής βρίσκεται στον αντίποδα της ζωής που τους ετοιμάζουν οι κυρίαρχοι του παρόντος τους και υποθηκευτές του μέλλοντός τους. Οι λέξεις-κλειδί είναι ακριβώς αυτές: η προδιαγραφή του μέλλοντός μας. Σ΄ αυτό το πεδίο κρίνεται η μάχη, ιδίως όσον αφορά τις ηλικίες που θα βιώσουν το μέλλον.
Το γεγονός ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ασχολούνται ακριβώς με αυτά, δεν πρέπει να καθησυχάζει την ηγεσία της ΝΔ. Πολύ περισσότερο την ηγεσία του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, που με δική της επιλογή, την επομένη μιας εκλογικής ήττας με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, ασχολείται – ακολουθώντας ένα πρωθύστερο σχήμα– με τη διεύρυνσή του, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο παρελθόν, σε πρόσωπα και πράγματα που το σηματοδοτούν. Και όχι με τη διερεύνηση της πολιτικής του μέλλοντός μας. Ο λόγος του ακόμα διατυπώνεται στον υπερσυντέλικο και τον τετελεσμένο μέλλοντα -τι δεν πρόλαβε να κάνει, τι είχε υποσχεθεί και δεν μπόρεσε να πράξει, τι θα είχε κάνει αν δεν είχε κερδίσει τις εκλογές η ΝΔ... Δεν έχει πεισθεί ακόμα ότι η ορθή χρήση του μέλλοντα δίνει τη δυναμική της νίκης. Γιατί αυτή ενισχύει την ελπίδα και καταστέλλει το φόβο εκείνων, που δυσπιστούν αντικρίζοντας τον κόσμο που οι άλλοι τους ετοιμάζουν.
Χ. Γεωργούλας