Αλληγορική ιστορίαΤης Ναταλίας ΔεδουσοπούλουΦτώχεια είχε κυριεύσει ολάκερη εκείνη την πόλη. Σε όλη τη χώρα οι πόλεις φτώχαιναν και γέμιζαν ανέργους και ζητιάνους και γκρίζο από τα μαύρα όνειρα που τους κύκλωσαν. Μα σε εκείνη την πόλη το γκρίζο ήταν πιο σκούρο. Ήταν μαύρο που απλωνόταν παντού, σαν βαριά κουρτίνα, έτρωγε τους ίσκιους που δημιουργούσε ο ήλιος και στο τέλος κάλυψε τα πάντα με ένα στρώμα παχιάς, ασάλευτης, κατάμαυρης πάχνης.
Έτσι όταν ήρθε ο μάγος στο χωριό, φέρνοντας μαζί του σε έναν δαυλό μια φωτιά να σιγοκαίει, όλοι τον παρατήρησαν. Πολλοί φοβήθηκαν και κρύφτηκαν στα ετοιμόρροπα σπίτια τους, κοιτώντας μέσα από τις χαραμάδες τον μάγο που περνούσε. Άλλοι εντυπωσιάζονταν και ακολουθούσαν τα βήματα του μάγου. Και μερικοί αδιαφόρησαν και έμειναν ασάλευτοι να κοιμούνται στις μουχλιασμένες γωνιές του δρόμου, σαν πτώματα που είχαν αναπνοή.
Όμως, στο τέλος, όλοι ακολούθησαν τη φλεγόμενη δάδα, άλλοι νικώντας το φόβο τους και άλλοι την αδιαφορία τους.
Η πομπή αυτή των ανθρώπων με τα σκισμένα ρούχα και τα ξυπόλητα πόδια, με τα γεμισμένα με έγνοιες και προβλήματα κεφάλια τους και τις καρδιές φορτωμένες από απογοήτευση, έφτασε τελικά στην κεντρική πλατεία της πόλης όπου ο μάγος είχε σταματήσει και τους περίμενε.
Όταν το πλήθος συγκεντρώθηκε μπροστά του, σήκωσε τη δάδα ψηλά και όλοι σώπασαν τυφλωμένοι από το φώς που τόσο καιρό είχαν να δουν. Ο μάγος τότε ξεκίνησε να μιλάει. Με δυνατή και απόλυτη φωνή τούς έλεγε πως εκείνοι ήταν καλύτεροι από τους άλλους. Πως η φυλή τους ήταν ανώτερη. Πως για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Έπρεπε να διώξουν τους ξένους. Έπρεπε να σκοτώσουν τους ξένους. Γιατί οι ξένοι ήταν βρώμικοι, ήταν κατώτεροι, ήταν έντομα που έπρεπε να εξολοθρευτούν, πριν η πόλη γεμίσει με αρρώστιες που έφερναν εκείνοι. Οι ξένοι έφταιγαν για τα προβλήματα της πόλης. Οι ξένοι έφταιγαν που εκείνοι, οι ανώτεροι άνθρωποι, ζητιάνευαν στους δρόμους, που δεν είχαν δουλειά και σπίτια και που τα παιδιά τους τριγυρνούσαν στο δρόμο ξυπόλητα.
Το πλήθος άκουγε βουβό. Που και που κάποιοι συμφωνούσαν ψιθυριστά. Που και που κάποιοι κουνούσαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
Ο Μάγος συνέχιζε να τους λέει ότι είχε περάσει και από άλλες πολιτείες. Πολιτείες σαν τη δικιά τους. Φτωχικές, βρώμικες, απελπισμένες. Σε όλες είχε πει τα ίδια. Έπρεπε να διώξουν τους ξένους. Να σκοτώσουν τους ξένους. Γιατί αυτό ήταν το σωστό. Και αυτό ούτε καν αμαρτία δεν θα ήταν. Γιατί δεν θα σκότωναν ανθρώπους αλλά όντα κατώτερα των ανθρώπων. Γιατί οι ξένοι δεν λογαριάζονταν για άνθρωποι.
Όσο μιλούσε ο μάγος, οι ψίθυροι δυνάμωναν μέχρι που έγιναν βουή. Μια βουή γεμάτη μίσος που κύκλωνε την πλατεία από παντού και τα καταφατικά γνεψίματα έγιναν μια ενιαία, ταυτόχρονη κίνηση όλου του πλήθους.
Ο μάγος μιλούσε και μιλούσε. Εξηγούσε στο εξοργισμένο τώρα πλήθος πως, αν έδιωχναν τους ξένους, κάθε σπίτι θα είχε μια δικιά του φωτιά σαν αυτή που είχε η δάδα του. Μια φωτιά που θα ζέσταινε τους ηλικιωμένους, μια φωτιά με την οποία θα μπορούσαν να μαγειρέψουν οι νεότεροι, μια φωτιά κοντά στην οποία τα παιδιά θα ένιωθαν ασφάλεια.
Πλέον κραυγές ακούγονταν από το πλήθος. Οργισμένες φωνές ζητούσαν το θάνατο των ξένων. Οι άνθρωποι σκόρπισαν στους γύρω δρόμους της πλατείας ταυτόχρονα και άρχισαν να σκοτώνουν όποιον ξένο έβλεπαν μπροστά τους. Και η φωτιά που μαγικά είχε μπει σε όλα τα σπίτια, τρεφόταν με το αίμα και διαρκώς μεγάλωνε.
Όταν δεν έμεινε κανένας ξένος ζωντανός στην πόλη, οι άνθρωποι ευχαριστημένοι γύρισαν στα σπίτια τους και στη ζεστή φωτιά τους. Όμως με έκπληξη διαπίστωσαν πως η φωτιά δεν ήταν τόσο δυνατή όσο περίμεναν και πως οι φλόγες δεν έβγαζαν ζέστη.
Έτσι άρχισαν να ρίχνουν πράγματα στη φωτιά προσπαθώντας να την μεγαλώσουν. Σχεδόν ταυτόχρονα όλα τα βιβλία της πόλης κάηκαν στις φωτιές των σπιτιών. Οι φωτιές όμως πάγωναν όλο και πιο πολύ αντί να ζεστάνουν και περίεργες σκιές άρχισαν να δημιουργούνται μέσα στα δωμάτια των σπιτιών. Σκιές από άγρια ζώα και τέρατα εμφανίστηκαν στους τοίχους. Όσο πιο πολλά βιβλία καιγόντουσαν τόσο πιο πολύ οι σκιές μεγάλωναν.
Οι άνθρωποι τώρα στέκονταν μπροστά στις φωτιές σαστισμένοι. Προσπαθούσαν να ζεσταθούν αλλά οι φλόγες ήταν παγωμένες. Η αρχική τους έκπληξη μετατράπηκε σε οργή. Και η οργή σε λόγους μίσους εναντίoν των ξένων. Που με τον θάνατο τους δεν μπόρεσαν να τους δώσουν μια σωστή, ζεστή φωτιά. Και όσο μιλούσαν με μίσος τόσο οι σκιές στους τοίχους μεγάλωναν, ώσπου στο τέλος κάλυψαν ολόκληρους τους τοίχους.
Οι λόγοι του μίσους πλέον είχαν μεταμορφωθεί σε ένα καταιγισμό κατηγοριών προς κάθε ξένο και γνωστό. Οι πάντες κατηγορούσαν τους πάντες για τα πάντα και όλοι υποστήριζαν πως οι ίδιοι ήταν ανώτεροι από τους άλλους ανθρώπους. Το μίσος των ανθρώπων για τους ανθρώπους είχε κυριεύσει ολόκληρη την πόλη. Οι σκιές ξεκόλλησαν από τους τοίχους και άρχισαν να τρώνε τα πάντα στο πέρασμα τους. Και όσο πιο πολύ εκείνες έτρωγαν τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η φλόγα στη δάδα του μάγου.
Στο τέλος, οι σκιές κατασπάραξαν ολόκληρη την πόλη μαζί με τους ανθρώπους της. Ούτε ένας δεν έμεινε ζωντανός. Και ο μάγος ευχαριστημένος με τη νέα πιο δυνατή φωτιά που είχε η δάδα του, ξεκίνησε για μια άλλη πόλη.