Παρά την εργώδη προσπάθεια των φιλικών προς την κυβέρνηση μέσων να αναδείξουν τη μεγάλη σημασία και την ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και της συνάντησης του με τον κ. Τραμπ, τα αποτελέσματα του ταξιδιού αυτού ήταν σαφώς κατώτερα των προσδοκιών όχι μόνο της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και των αντικειμενικών παρατηρητών. Η φανερή προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να προσφέρει σε αντάλλαγμα μιας ξεκάθαρης στήριξης των ελληνικών θέσεων περισσότερα ακόμα και από όσα θα ζητούσε ο Λευκός Οίκος (όπως π.χ. η στήριξη της δολοφονικής και τυχοδιωκτικής επίθεσης κατά του Σουλεϊμανί και η δήλωση της πρόθεσης αποκλεισμού της κινεζικής Χάουγουέη από την αγορά 5 G στη χώρα μας) δεν απέφερε τη σαφή και ρητή στήριξη των ελληνικών θέσεων, όπως αναμενόταν ή προβλεπόταν.
Η δύσκολη δουλειάΤο γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την άσκηση μιας αυστηρής και τεκμηριωμένης αντιπολιτευτικής πολιτικής για τις ευθύνες της κυβέρνησης για κακή προετοιμασία, άστοχες εκτιμήσεις και αβάσιμες προσδοκίες, η οποία πιθανότατα θα είχε και κάποια θετικά αποτελέσματα για την αντιπολίτευση. Μια τέτοια αξιοποίησή του, όμως, που ταιριάζει σε μια τρέχουσα και κοινή αντίληψη περί αντιπολίτευσης, προφανώς δεν αρκεί για ένα κόμμα της αριστεράς, που, μάλιστα, ο λαός τού έχει προσφέρει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυτή είναι η εύκολη δουλειά. Αν, όμως, ισχύει αυτό που συχνά λέγεται εν τη ρύμη του λόγου, ότι η αριστερά είναι για τα δύσκολα, εκείνο που χρειάζεται μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη, που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση ενός κύκλου άσκησης συγκεκριμένης εξωτερικής πολιτικής στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι μια συνολικότερη εκτίμηση του στρατηγικού προσανατολισμού τής πολιτικής αυτής.
Συνοπτικά και σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν μια πολιτική που στηρίζεται στην πίστη πως όσα αποτελούν τα δίκαια της ελληνικής πλευράς αναγνωρίζονται ως δίκαια και από την πλευρά του Λευκού Οίκου. Συνεπώς, η αναφορά των ελληνικών κυβερνήσεων στη διαμεσολάβηση του Λευκού Οίκου, προκειμένου να στηριχθεί η ελληνική πλευρά στην προσπάθεια υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει κοινότητα αντιλήψεων και συμφερόντων, πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια στρατηγική επίλυσης των τοπικών προβλημάτων υπό την αιγίδα του Λευκού Οίκου.
Ανασχεδιασμός στρατηγικήςΑν έδειξε κάτι η μάλλον αναμενόμενη και μη οφειλόμενη κυρίως σε αστοχίες της ελληνικής κυβέρνησης αποτυχία αυτής της επίσκεψης και συνάντησης, είναι ότι, υπό τις παρούσες τουλάχιστον συνθήκες, η προσδοκία αυτή είναι αβάσιμη. Αν η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση κάνει αυτή την εκτίμηση, θα πρέπει προφανώς να αναστοχαστεί και τα πεπραγμένα της σε πλευρές τουλάχιστον της εξωτερικής πολιτικής της τον καιρό που ήταν κυβέρνηση. Περισσότερο, λοιπόν, από μια αντιπολιτευτική τακτική, εκείνο που χρειάζεται σήμερα από την πλευρά της αριστεράς, είναι ο ανασχεδιασμός της στρατηγικής της πρότασης για τον κρίσιμο αυτό τομέα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ανασχεδιασμός δεν σημαίνει αναγκαστικά ανατροπή εκ βάθρων όλων των μέχρι τώρα πρωτοβουλιών. Σημαίνει, όμως, απαραίτητα αναπροσανατολισμό τους. Αν, για παράδειγμα, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να στηριχθεί η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσα από μια διαδικασία υπαγωγής τους στις αστάθμητες, συχνά απρόβλεπτες και επικίνδυνες επιδιώξεις του Λευκού Οίκου, αν είναι παρακινδυνευμένο να περιμένουμε τη διαμεσολάβησή του, δηλαδή την απόκρουση των σχεδίων της Άγκυρας να την αναθέσουμε σε έναν «φίλο του Ερντογάν», μήπως είναι προτιμότερο να εντάξουμε τις μέχρι τώρα πρωτοβουλίες, συνεργασίες και συνεννοήσεις στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου σε μια στρατηγική πολυμερούς συνεννόησης και συνεργασίας, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις τυχοδιωκτικές συχνά επιδιώξεις του Λευκού Οίκου; Μήπως είναι προτιμότερο να απευθύνουμε χωρίς υπερατλαντικούς διαμεσολαβητές απ΄ ευθείας την πρόσκληση στην Άγκυρα για ισότιμη συμμετοχή σ΄ αυτή την πολυμερή συνεργασία;
Ακόμη και ο αγωγός EastMed θα μπορούσε να ανασχεδιαστεί και να ενταχθεί σε μια τέτοια στρατηγική, στο βαθμό που μπορεί να αποδειχθεί βιώσιμος. Από ένα σχέδιο ενταγμένο αρχικά σε μια προοπτική εμπνευσμένη από την ιδέα της ενίσχυσης του ρόλου του Νετανιάχου ως προπομπού του Τραμπ στη Μ. Ανατολή, θα μπορούσε να αναπτύξει τη δυναμική που ήδη εμπεριέχει: τη δυναμική της πολυμερούς συνεργασίας των κρατών της περιοχής. Μην ξεχνάμε ότι ήδη υφίσταται το φόρουμ των κρατών που έχουν κυριαρχικά δικαιώματα στη θαλάσσια περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, όπου συμμετέχει ακόμη και η Παλαιστινιακή Αρχή, δίπλα στο Ισραήλ. Γιατί δεν θα μπορούσε να προσκληθεί και η Άγκυρα, να συμμετάσχει με τους όρους που συμμετέχουν και οι άλλοι; Ας αναλάβει εκείνη την ευθύνη της απόρριψης, αν την επιλέξει.
Στο Κάιρο πραγματοποιήθηκε ήδη η τετραμερής των υπουργών Εξωτερικών (Γαλλίας, Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου) με παρατηρητή τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας. Γιατί να μη σχεδιαστεί η επόμενη συνάντηση με όλους τους «παροικούντες» την περιοχή και με αντικείμενο όχι μόνο τον καθορισμό των ΑΟΖ, αλλά και το σχεδιασμό της ευρύτερης οικονομικής και (όχι μόνο εξορυκτικής) ενεργειακής συνεργασίας;
Μήπως ήρθε η ώρα;Μήπως είναι προτιμότερο, αντί να περιμένουμε τη μεσολάβηση του Τραμπ, να προτείνουμε στην Άγκυρα, στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, την απαγόρευση των εξορύξεων στο Αιγαίο, όπου ο «γαλάζιος χρυσός» του τουρισμού είναι άπειρα πιο πολύτιμος από το «μαύρο χρυσό»;
Μήπως ήρθε η ώρα τώρα να δοκιμάσουμε τις διαθέσεις της Άγκυρας απέναντι σε μια τέτοια πρόσκληση επιταχύνοντας και ξεκινώντας άμεσα έναν νέο και τελικό κύκλο διαπραγματεύσεων για την επίλυση του κυπριακού και την απαλλαγή τού νησιού από τον κίνδυνο της ντε φάκτο διχοτόμησης;
Μήπως ήρθε η ώρα, αντί της μονομερώς προσανατολισμένης στην αναζήτηση στήριξης από τον Τραμπ πολιτικής, να γίνει ξανά πράξη η αναζήτηση συμμάχων και συμπαικτών σε πρωτεύουσες που έχουν παραμεληθεί, όπως η Μόσχα, ή οι πρωτεύουσες του (πρώην και νυν) Τρίτου Κόσμου; Μήπως ήρθε η ώρα να πιέσει η Ελλάδα, όχι μόνο σαν κυβέρνηση αλλά στο πλαίσιο μιας πανευρωπαϊκής διακομματικής (της ευρύτερης δυνατής) συνεργασίας, ώστε να αφυπνιστεί η ΕΕ, να αναλάβει το ρόλο που της αναλογεί όχι μόνο στη ΝΑ, αλλά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο;
Αυτά τα στοιχεία, με τον αναγκαίο εμπλουτισμό από τους ειδικούς, μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο ένα σύνολο ad hoc προτάσεων, συμπληρωματικών σε μια τρέχουσα αντιπολιτευτική πρακτική, αλλά και την απαρχή μιας συνολικής αντιπρότασης, μιας νέας στρατηγικής που θα εμπνέει την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Χ. Γεωργούλας