Του Σταύρου ΠαπαγιαννόπουλουΠριν ακόμα και από την υιοθέτησή του ήταν γνωστό ότι το ευρώ δεν θα υπηρετούσε τις ανάγκες της ανάπτυξης οικονομιών με διαφορετικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και χρηματοοικονομικής δυναμικής, αν δεν συνοδευόταν από ένα σύστημα στενής συνεργασίας και αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ειδικά από το ξέσπασμα και μετά της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2007-8 και της μεγάλης ύφεσης που ακολούθησε, το ενιαίο νόμισμα πιο πολύ εμπόδισε παρά βοήθησε την ανάκαμψη, ειδικά της περιφέρειας. Η ντεφάκτο σταθερή ισοτιμία, η οποία επί πλέον συνοδεύεται από ολόκληρο συνεχές επιτοκίων για τα χρεόγραφα και άνισο κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα της κάθε χώρας, η απουσία δημοσιονομικής πολιτικής ικανής να απορροφά κραδασμούς κλπ, ήταν οι λόγοι που το ευρωσύστημα αποδείχτηκε ανεπαρκές για τις αναπτυξιακές ανάγκες, με φυσιολογική συνέπεια τις εντεινόμενες ανισορροπίες στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, στην κίνηση κεφαλαίων και στην διόγκωση του δημόσιου χρέους.
Το κριτήριο της ασφαλούς ρευστότηταςΕιδικά οι κυβερνήσεις των χωρών της περιφέρειας που αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους αποτιμημένο σε νόμισμα που οι ίδιες δεν ελέγχουν αυτοτελώς (δηλ. ντεφάκτο ξένο νόμισμα), αναγκάζονται από τους ισχυρούς και «ενάρετους» εταίρους τους, οι οποίοι έχουν εμπλέξει και το ΔΝΤ σε αυτόν τον παραλογισμό, να ακολουθήσουν περιοριστική οικονομική πολιτική (μνημόνια), η οποία, μέσω της στέρησης ρευστότητας επιδεινώνει ακόμα πιο πολύ τις οικονομίες τους και, αργά ή γρήγορα, θα παρασύρει τις οικονομίες και των «ενάρετων». Οποιοδήποτε νομισματικό καθεστώς, αν δεν προσφέρει επαρκή και ασφαλή ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, είναι κακό νομισματικό καθεστώς. Το νομισματικό καθεστώς της ευρωζώνης, συνεπώς, είναι κακό νομισματικό καθεστώς.
Δεν είναι περίεργο που η συζήτηση, κάτω από αυτές τις συνθήκες, οδηγείται στο αν η εγκατάλειψη του ευρώ, συνολικά ή μεμονωμένα, θα αποτελούσε λύση.
Έχουν γραφτεί πολλά πάνω σε αυτό το τελευταίο. Υπέρ και κατά. Δεν είναι ο σκοπός του παρόντος να τα επαναλάβουμε. Πέρα από το ότι η αλλαγή νομίσματος δεν είναι αρκετή, αλλά χρειάζεται αλλαγή νομισματικού καθεστώτος, αρκεί να θυμίσουμε ότι το κυριότερο επιχείρημα «υπέρ» είναι η δυνατότητα που σου δίνεται να ασκήσεις κυρίαρχη νομισματική πολιτική, ενώ ισχυρότατα επιχειρήματα «κατά» είναι η συνεπαγόμενη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων και η έκθεση στον υπαρκτό κίνδυνο να γίνεις έρμαιο των κερδοσκόπων.
Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη εξασκείται μόνο από την ΕΚΤ. Οι κεντρικές τράπεζες στις χώρες μέλη είναι, στην ουσία, υποκαταστήματα της ΕΚΤ και απλά διαμεσολαβούν με το σύστημα TARGET στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των χωρών μελών. Έτσι, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να αυξήσουν την κυκλοφορία του χρήματος παρά μόνο εκδίδοντας κρατικούς τίτλους, τους οποίους οι τράπεζες δίνουν ως εγγύηση, εφόσον τους δέχεται, στην ΕΚΤ, για να αντλήσουν τη ρευστότητα με την οποία θα εκπληρωθούν οι κρατικές υποχρεώσεις. Επιπλέον, στην Ελλάδα υπάρχει νόμος από το 1927 που απαγορεύει στο κράτος να κυκλοφορεί νόμισμα. Φυσικά, οι μεταβολές στην κυκλοφορία του χρήματος, που προκύπτουν π.χ. από τις καθημερινές τραπεζικές συναλλαγές, δεν απαγορεύονται. Επίσης παρέχεται στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πλήρης (μνημονίων επιτρεπόντων) ελευθερία στις εκπτώσεις ή επιστροφές φόρων, ή άλλων υποχρεώσεων των πολιτών απέναντι στο κράτος.
Το «συμπληρωματικό νόμισμα»Μπορεί, λοιπόν το κράτος να εκδώσει ή και να διανείμει τίτλους έναντι φορολογικών υποχρεώσεων. Αυτοί οι τίτλοι μπορούν να έχουν την μορφή των Tax Anticipation Notes, που προτείνουν οι Τροντ Άντερσεν και Ρόμπερτ Παρεντάου. Μπορεί να είναι τα Government Reimbursement Exchange Credits του Άλαν Χάρβεϊ, τα Future Tax Coins του Βαρουφάκη, τα Tax Credit Certificates και τα Tax-Backed Bonds των Μπιάτζιο Μποσόνε, Μάρκο Κατανέο, Λουτσιάνο Γκαλίνο, Ενρίκο Γκρατσίνι, Στέφανο Σϊλος Λαμπίνι ή ακόμα και τα Ομόλογα Ειδικού Σκοπού όπως τα Τουριστικά Ομόλογα του Δ. Μάρδα, και άλλα πολλά.
Όλα τα παραπάνω έχουν, άλλο λιγότερο άλλο περισσότερο, τα παρακάτω κοινά χαρακτηριστικά.
1. Είναι, στην τελική, μέσο αποπληρωμής υποχρεώσεων προς το Κράτος, και όχι, όπως πολλοί ίσως νομίζουν, μέσο για να συμπληρώσει το Κράτος τα χρήματα που του λείπουν για μισθούς του δημοσίου και συντάξεις.
2. Η συμμετοχή είναι εθελοντική. Τη μόνη υποχρέωση την έχει το κράτος που τα αποδέχεται για πληρωμή υποχρεώσεων προς αυτό.
3. Δεν έχουν τόκο. Ενώ η διάρκειά τους μπορεί να είναι πεπερασμένη, με ισότιμη ή όχι δυνατότητα ανανέωσης, ή και να είναι χωρίς λήξη.
4. Δεν είναι ευρώ (ή άλλο νόμισμα) ούτε, κατά κανόνα, αποτιμούνται σε ευρώ. Πάλι μόνο το κράτος έχει την υποχρέωση να αποδεχτεί μία μονάδα από αυτά για ένα ευρώ φόρου. Φυσικά, θα λαμβάνεται μέριμνα, με κατάλληλες παρεμβάσεις, η «ισοτιμία» προς του ευρώ να κυμαίνεται σε λογικά επίπεδα.
5. Μπορεί να εκδίδονται, όπως οι ομολογίες, προς το κοινό, έναντι είσπραξης της (για φορολογικούς λόγους) αξίας τους σε ευρώ, ή και να διανέμονται μέσω του συστήματος πληρωμών των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Φυσικά θα πρέπει να μπουν ποσοστώσεις και περιορισμοί που νομικά θα δεσμεύουν το Δημόσιο στο να τα κρατήσει μέσα στα όρια της σύνεσης και της χρηστής διαχείρισης. Η δε «ισοτιμία» προς το Ευρώ μπορεί να ελέγχεται με κατάλληλες παρεμβάσεις.
6. Τέλος, είναι πλήρως ανταλλάξιμα μεταξύ των ενδιαφερομένων, δηλαδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών (πλην τραπεζικών) από εργαζόμενους και επιχειρήσεις, και δεν είναι απαραίτητο το Δημόσιο να υποχρεούται να τα κάνει αποδεκτά μόνο για αποπληρωμή φόρων, αλλά με αυτά το κοινό μπορεί να πληρώνει λογαριασμούς ρεύματος και ύδρευσης. Βεβαίως πάλι χρειάζεται νομική μέριμνα για προστασία όσων πρέπει να προστατευτούν από όσους βρουν ευκαιρία για αυθαιρεσίες και κατάχρηση.
Τα τεχνικά ζητήματαΤα πλεονεκτήματα των τίτλων έναντι φορολογικών υποχρεώσεων, όποια μορφή και να τους δώσουμε, ξεκινάνε από το γεγονός ότι με αυτούς μπορούν να εξοφληθούν φόροι. Και επειδή η κυκλοφορία τους βασίζεται στην εθελοντική αποδοχή από το κοινό, δεν τίθεται θέμα εμπιστοσύνης. Αν μάλιστα, το σύστημα αυτό εφαρμοστεί ηλεκτρονικά με τη διακίνηση των τίτλων από ειδικό οργανισμό με τον κατάλληλο εξοπλισμό (π.χ. η ΓΓΠΣ βάζει τον σέρβερ και η ΓΓ Εσόδων τους λογαριασμούς των φορολογουμένων), λύνονται τα ζητήματα ασφάλειας συναλλαγών, κόστους εκτύπωσης, κινδύνου παραχάραξης κλπ. Οι συναλλασσόμενοι που αποδέχονται το ΤΕΦΥ για τις μεταξύ τους συναλλαγές, αποφασίζουν μεταξύ τους ποιο ποσό θα πληρωθεί σε ευρώ (λογικά μικρότερο ή ίσο της καθαρής αξίας) και ποιο ποσό σε ΤΕΦΥ (λογικά μεγαλύτερο ή ίσο του ΦΠΑ ή του όποιου άλλου φόρου). Έτσι και αλλιώς οι συναλλαγές πάνω από 500€ δεν γίνονται με μετρητά, για λόγους φορολογικού ελέγχου, και οι έμποροι έχουν προτείνει με την ον λάιν σύνδεση να χρεοπιστώνεται ο ΦΠΑ. Μπορεί αυτή η χρεοπίστωση να μη γίνεται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ενδιαφερομένων, αλλά στους λογαριασμούς σε ΤΕΦΥ που κρατιούνται ηλεκτρονικά από τον ειδικό οργανισμό.
Θεωρητικά λοιπόν, η κυβέρνηση εκδίδει, περιοδικά, τίτλους μαζεύοντας ή και εξοικονομώντας ευρώ λέγοντας ότι μετά από χ μήνες και μέχρι τη λήξη τους (αν έχουν λήξη) θα τους δέχεται για εξόφληση των φορολογικών υποχρεώσεων του φέροντα, όποιος και να είναι αυτός. Αυτοί οι τίτλοι καταστρέφονται, όταν προσκομιστούν για εξόφληση φόρων ή για πληρωμή ΔΕΗ κλπ. Επειδή ίσως να υπάρχει το κίνητρο πληρωμής και λογαριασμών, είναι συμφέρουσα η είσπραξη μισθών του δημοσίου, συντάξεων κλπ εν μέρει με ΤΕΦΥ. Άλλες υποχρεώσεις του Δημοσίου, προς προμηθευτές κλπ., γίνονται και αυτές συμφέρουσες, επειδή είτε θα χρησιμοποιηθούν από τον ίδιο τον εισπράττοντα για τους φόρους του, είτε θα τους μεταβιβάσει (επί πιστώσει ίσως) σε προμηθευτή του, συνεργάτη του κλπ, που καίγεται περισσότερο άμεσα να εκπληρώσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Ακόμα και τις «εκατό δόσεις» μπορούμε να τις δούμε ως κάτι θεωρητικά ισοδύναμο του ΤΕΦΥ, αν αναλογιστούμε ότι αφήνουν ή μάλλον δεν αφαιρούν παραπάνω ρευστότητα από την αγορά.
Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Οποιοδήποτε νομισματικό καθεστώς, αν δεν προσφέρει επαρκή και ασφαλή ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, είναι κακό νομισματικό καθεστώς. Το νομισματικό καθεστώς της ευρωζώνης, είναι κακό νομισματικό καθεστώς.
•