Του Χάρη ΓολέμηΗ εκλογή προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας εντάσσεται και αυτή στην πολιτική διαμάχη των κοινοβουλευτικών κυρίως κομμάτων. Από το 1974 ως το 2000, όταν ο δικομματισμός έπειθε την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ότι οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του ήταν ζήτημα επιλογής μεταξύ φωτός και σκότους, το κόμμα της πλειοψηφίας επέλεγε για την ανώτερη πολιτειακή θέση πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης της ηγεσίας του. Τυχόν εσωκομματικές αντιρρήσεις καταστέλλονταν πριν από την διαδικασία της ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο, με το ΠΑΣΟΚ της πρώτης ηρωικής και ασυγκράτητα αντιδεξιάς περιόδου να καταφέρνει να εξασφαλίσει το 1985 την κομματική πειθαρχία ακόμα και σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο. Τότε, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ο πρόεδρος της βουλής Γιάννης Αλευράς, προκειμένου να αποφευχθεί η οποιαδήποτε διαφοροποίηση από την κομματική γραμμή, φρόντισε το όνομα του υποψήφιου του ΠΑΣΟΚ για την προεδρία, του φαιδρού -όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων-Χρήστου Σαρτζετάκη, να είναι γραμμένο σε γαλάζια ψηφοδέλτια τα οποία τοποθετούμενα σε διαφανείς λευκούς φακέλους είχαν ως αποτέλεσμα την ασύστολη παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, ο πρόεδρος της δημοκρατίας ήταν το προϊόν μιας νίκης του μεγαλύτερου εταίρου του δικομματισμού επί του μικρότερου.
Στο ίδιο μοτίβοΑπό το 2000 μέχρι σήμερα, η προαναφερθείσα κομματική σύγκρουση για το πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας συνεχίζεται, αν και δεν είναι γίνεται εύκολα αντιληπτή αφού έχει πια μεταμφιεστεί σε συναινετική εκλογή, με το κυβερνητικό κόμμα κατά κανόνα να μην προτείνει υποψήφιο από τις δικές του γραμμές αλλά πρόσωπο με ρίζες ή/και συμπάθειες στην αντίπαλη παράταξη. Η εν λόγω φαινομενική πρόθεση συναίνεσης δεν είναι παρά μια καθαρά επικοινωνιακή και καλυμμένα επιθετική κίνηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία έχει στόχο να δημιουργήσει πρόβλημα στον αντίπαλο εξαναγκάζοντάς τον να αποδεχθεί τη δική της επιλογή, στο όνομα της πολυπόθητης εθνικής ενότητας. Σ’ αυτό το ενωτικό πλαίσιο εκλέχτηκαν κατά σειράν ο δεξιός Στέφανος Στεφανόπουλος το 2000 με πρόταση του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη1, ο εκ των ιδρυτών της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης Κάρολος Παπούλιας το 2005 προτεινόμενος από τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και το 2010 ως κοινή επιλογή του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και της βαριάς ηττημένης στις πρόσφατες εκλογές, αποθαρρυμένης και σπαρασσόμενης από εσωτερικές έριδες ΝΔ. Η παράδοση συνεχίστηκε το 2015, με την πρόταση από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ ως υποψήφιου προέδρου του καραμανλικού δεξιού Προκόπη Παυλόπουλου, μια πρόταση που παρά τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι υπηρετούσε την «ανάγκη επιδίωξης της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης» πραγματικό στόχο είχε να διευρύνει το ρήγμα στο εσωτερικό της ΝΔ. Με τον ηγέτη της Κώστα Καραμανλή να βρίσκεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση, και προκειμένου να αποφευχθούν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση δεν είχε άλλη επιλογή από τη στήριξη του υποψήφιου της πλειοψηφίας.
Νέος τρόπος κομματικής αντιπαράθεσηςΗ διαδικασία επιλογής του προέδρου της δημοκρατίας για την περίοδο 2020-2025 ακολούθησε πιστά το μοτίβο της προηγούμενης εικοσαετίας, με μια ιδιαιτερότητα. Αυτός που πρόβαλε από πολύ νωρίς την ανάγκη μιας νέας συναίνεσης με την ανανέωση της θητείας του Προκόπη Παυλόπουλου δεν ήταν ο πρωθυπουργός, αλλά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένη την προσωπική αντίθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη σ’ αυτή την επιλογή, σε συνέχεια της στάσης του το 2015 όταν διαφωνώντας με την γραμμή της ΝΔ απουσίασε από την ψηφοφορία για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και λόγω των γνωστών μεγάλων διαφορών που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εσωτερικό της πλειοψηφίας μεταξύ μητσοτακικών, καραμανλικών και σαμαρικών, πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία θεώρησαν ότι η πρόταση του Τσίπρα θα αποσταθεροποιούσε το κυβερνητικό κόμμα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΝΔ εξ αιτίας ακριβώς αυτών των εσωτερικών διαφορών, της επιθυμίας του να ενισχύσει τους δεσμούς με το ΚΙΝΑΛ, αλλά και της ανάγκης να επιφέρει ένα σοβαρό επικοινωνιακό πλήγμα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν σχεδόν υποχρεωμένος να αναζητήσει υποψήφιο πρόεδρο εκτός της δεξιάς παράταξης. Έτσι για μεγάλο διάστημα υπήρξε μια επικοινωνιακή αντιπαράθεση μεταξύ της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, από την μια πλευρά, και του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, η οποία κωδικοποιήθηκε σκωπτικά από έναν χρήστη των κοινωνικών μέσων με τις εξής καρικατουρίστικες φράσεις: «Ανεξήγητη η επιμονή σας για τη συνέχιση της θητείας ενός δεξιού προέδρου» και «Ανεξήγητη η δική σας επιμονή να αρνείστε τη συνέχιση της θητείας ενός δεξιού προέδρου». Η συναίνεση ως νέος τρόπος κομματικής αντιπαράθεσης.
Κίνηση ματΤελικά, με την πανέξυπνη επιλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, θριαμβευτής αυτής της τελευταίας επικοινωνιακής μάχης που δόθηκε με πρόσχημα την ανάγκη συναινετικής εκλογής του προέδρου της δημοκρατίας αναδείχτηκε ο χλευαζόμενος από τον συριζαϊκό λαό, μη χαρισματικός Κυριάκος Μητσοτάκης. Ήταν μια κίνηση ματ του γκαφατζή «Κούλη», αφού ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορούσε να απορρίψει την πρότασή του για μια κατά τα φαινόμενα ικανή γυναίκα, την οποία ο ίδιος είχε περιβάλλει με την εμπιστοσύνη του επιλέγοντάς την το 2018 για τη θέση της προέδρου του συμβουλίου επικρατείας.
Σε μια παρέα που συζητούσε το θέμα, δύο φίλες εξέφρασαν την άποψη ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα έπρεπε να είχε αποφύγει τον τακτικισμό και τους επικοινωνιακούς χειρισμούς που την οδήγησαν στην εμμονική στήριξη του Προκόπη Παυλόπουλου και να είχε προτείνει για πρόεδρο της δημοκρατίας μια από τις πολλές ικανές γυναίκες της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τους εξήγησα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Δημοκρατική Συμμαχία δεν θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια ακραία και σεχταριστική επιλογή.
Σημείωση:
1. Ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε εκλεγεί και το 1995 με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και της ΠΟΛΑΝ του Αντώνη Σαμαρά.