Της Κατέ Καζάντη*Να συμμαχείς, δίχως φοβικές αγκυλώσεις, συγκυριακά και κατά θεματική ενότητα, σε φλέγοντα ή σε επιμέρους, με πολιτικά υποκείμενα με τα οποία κατά τα λοιπά μπορεί και να διαφωνείς, να συμμαχείς με πολιτικά υποκείμενα που θεωρείς πως την ώρα που θα σκάει στα κεφάλια μας η επανάσταση (Λένιν), θα σταθούν στη σωστή πλευρά. Να συμμαχείς, εν τέλει, με κείνους μιας άλλης γραμμής, ακόμα κι αν μέχρι χτες στήριξαν κυβερνήσεις του ολέθρου ή ακόμα κι αν τους ανασύρεις από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, είναι, θα έλεγε κανείς, υποχρέωση της μάχιμης αριστεράς: διότι αν δεν επιμένεις στη μεταφυσική αλλαγή της κοινωνίας, σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον, κρατώντας τα χέρια σου έως τότε αμόλυντα, αλλά στοχεύεις σε ανατροπές εντός των βιολογικών σου ορίων, τότε για να πετύχεις τη διάρρηξη του συστήματος, χρειάζεσαι τους πάντες. Και τους ενάρετους και, ίσως, τους τυχοδιώχτες. Για να πραγματώσει, εξάλλου, μια ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση την πολιτική της, απαιτούνται και ριζοσπαστικές συμμαχίες. Τέτοιες που, ενίοτε, προκαλούν ιερή αγανάκτηση στις σέχτες των «καθαρών», τέτοιες που την επαύριο απορρίπτονται και από τους ίδιους τους μετέχοντες.
Αμφίπλευρες συμμαχίεςΟι συμμαχίες απαιτείται να είναι αμφίπλευρες. Να συμπαρασύρεις, με επαναστατικό οίστρο, εκείνους τους πεπλανημένους που βρίσκονται δεξιότερα των θέσεών σου, είναι η μία πλευρά του αγώνα. Η άλλη, η ίσως σημαντικότερη, είναι να εντάσσεις στις γραμμές σου όλες εκείνες τις δυνάμεις της σκόρπιας, ας πούμε, αριστεράς, οι οποίες στέκουν κριτικά απέναντί σου. Η κίνηση μοιάζει αντιφατική: μεταξύ πρώτων και δεύτερων χάσμα μέγα εστήρικται, ιδεολογικοπολιτικής υφής, που εκτείνεται από τις φιλοσοφικές κληρονομιές, πώς διαβάζει κανείς την ιστορία, μέχρι τις οραματικές πολιτικές για την κοινωνία του αύριο. Η σχάση είναι επίσης υπόθεση κουλτούρας, εγγίζει δε πλείστα όσα θέματα: από κείνα που θα έλεγε κανείς «χαμηλής πολιτικής» ή και από κείνα που δεν ομολογούνται. Από τη θέση που λαμβάνει κανείς απέναντι στη βία ως εναντίωση στο σύστημα -το διαβόητο «καταδικάστε τη βία από όπου κι αν προέρχεται»- έως τους τρόπους του αγωνίζεσθαι, τις μορφές του αγώνα.
Αλλά όλα τούτα -πρέπει να- ξεπερνιούνται. Όταν, μάλιστα, οι δυνάμεις της δεξιάς συντήρησης επελαύνουν δυναμικά, να θεωρείς μοναδική ρωγμή εναντίον του συστήματος να του κλέβεις περσόνες, που κατ’ επανάληψη το στήριξαν, η δε δράση τους υπήρχε έως χτες μοναχά στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου, μοιάζει ματαιοπονία. Όχι πως περισσεύει κανείς, απεναντίας. Δεν φτάνει όμως. Δίχως αναφορές, δίχως αντιστοίχηση με το κοινωνικό εκείνο σώμα που βρίσκεται στην πρωτοπορία, δίχως εκείνες τις μειοψηφίες που επεξεργάζονται τις πλειοψηφικές θέσεις του αύριο -τούτο έπραξε ο κόσμος ΣΥΡΙΖΑ του πολύπαθου 3%-, δίχως βροντώδες κάλεσμα των αποκαλούμενων ανένταχτων, ή και των ενταγμένων, αριστερών, η «πρόοδος» των συμμαχιών εύκολα μπορεί, παρά τις καλές προθέσεις, να κατρακυλήσει σε άλλες ατραπούς.
Το καράβι γέρνει επικίνδυναΗ προβληματική εγγίζει τα προσφάτως, και δίχως ουσιαστική συζήτηση από τη βάση, δημιουργηθέντα όργανα για την πορεία προς το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία, αριστίνδην, με κοπτάτσια στην κοινή αριστερή γλώσσα, συμμετέχουν πλείστοι όσοι -σημερινοί, διότι την επαύριο ποιος δύναται να ξέρει;- σύντροφοι «προοδευτικοί». Πέραν των ζητημάτων που εγείρονται περί της δημοκρατικής νομιμότητας της διαδικασίας, η επικοινωνιακή υπερπροβολή τους δημιουργεί και έτερα προβλήματα. Χωρίς αντίστοιχη έμφαση σε αριστερά αντίβαρα, το καράβι γέρνει -επικίνδυνα ίσως. Επιπλέον, ποιο εκλογικό σώμα αντιστοιχίζεται με ποιους από τα πάνω; Πόσα από τα νέα μέλη της βάσης διασυνδέονται όντως ιδεολογικοπολιτικά με τους νεόκοπους κορυφαίους; Η νεολαία, για παράδειγμα, πώς τοποθετείται εντός του νέου πλαισίου;
Η έλλειψη επαρκούς διαλόγου στις Ο.Μ., οι ελάχιστες για τα δεδομένα των καιρών συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, η οποία τείνει να αντικατασταθεί από την ΚΕΑ, όπως και η υποκατάσταση των έως τώρα γνωστών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ (λ.χ. Πολιτική Γραμματεία) από άλλα, καθώς και η αφλογιστία των διαφωνούντων, με τη συναινετική - φοβική σιωπή των «μενσεβίκων» σχεδόν να καταργεί τον εσωκομματικό διάλογο, προδιαγράφεται η αστικοποίηση του κόμματος. Μια μετατόπιση στην αντίπερα όχθη από εκείνη που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Αλλά υπάρχει χρόνος. Οι προγραμματικές δεσμεύσεις εφ’ όλης της ύλης, εμμονικά και μεροληπτικά υπέρ των από κάτω, από τα εργασιακά και το κοινωνικό κράτος μέχρι το περιβάλλον και τον πολιτισμό, μια ατζέντα που η επικοινωνιακή της χρήση θα υποσκελίσει τον απροσδιόριστο εν πολλοίς προοδευτισμό, είναι από εκείνα στα οποία πρέπει να αποδοθεί η δέουσα έμφαση. Μαζί με τη διέγερση της μνήμης για τις αρχές της -κομμουνιστικής – μήτρας, από την οποία ξεπετάχτηκε η ανανεωτική αριστερά, και την εκ νέου κάθοδο στους δρόμους με τους αδικημένους για τους αδικημένους.
Ο αγώνας συνεχίζεται. Σχεδόν μόλις ξεκίνησε.
*Μέλος της Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων του ΣΥΡΙΖΑ