Θανάσης Σκρουμπέλος, «Ο άνθρωπος με τα τρύπια πόδια», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 285
«Ουαί τοις ηττημένοις», φωνάζει ένας κεκράκτης καλοθελητής, στην πρώτη συνέντευξη Τύπου του Τζέημς, του Αμερικανού στρατηγού που ήρθε στις 24 Φεβρουαρίου 1948 να κάνει αυτό που δεν κατάφεραν οι άλλοι, Έλληνες και ξένοι αξιωματικοί. Να τελειώσει τη δουλειά, να καταπνίξει την «Ανταρσία». Δηλαδή να κερδίσει τον Εμφύλιο.
Είχε τη φήμη και το ανάλογο ύφος, είχε τις ικανότητες, του προωθούσε και το σχετικό ίματζ ο Τάμης, ο αφηγητής του βιβλίου, Ελληνοαμερικανός που δούλευε στην προπαγάνδα του στρατού των ΗΠΑ και που ήξερε να φιλοτεχνεί ηρωικά πορτρέτα. Εκείνη την περίοδο άλλωστε η Ελλάδα έβριθε από Ελληνοαμερικανούς που δρούσαν για λογαριασμό των ΗΠΑ και από Αμερικανούς χωρίς ελληνική ρίζα, που όμως ήταν ελληνιστές ή είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τη χώρα.
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος, στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο άνθρωπος με τα τρύπια πόδια», έχει λοιπόν ένα τέτοιο πρόσωπο ως πρωταγωνιστή, ένα μορφωμένο Ελληνοαμερικανό που παίζει στα δάχτυλα την αρχαία τραγωδία και που εισηγείται στρατηγικές δράσεις εμπνευσμένες από αυτή. «Έκανα τη διαολοδουλειά του αναλυτή» λέει, «με γοήτευε να εισχωρώ στο λαβύρινθο της ψυχής των άλλων και να ερμηνεύω συμπεριφορές με μίτο τη λογοτεχνία. Με τα αιώνια πρότυπα ηρώων που ξέπεσε μέσα τους η εικόνα του ανθρώπου και πήρε τη θέση της η μανία – Αίας, Μήδεια, Αγαύη, Άμλετ, Μάκμπεθ, Κοριολανός, Κουρτς».
Μια διαολοδουλειά όμως που ούτε τον ίδιο τον άφηνε αλώβητο, όπως παραδέχεται, και που έφτασε να τον κάνει και εκείνον ένα πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας. Έναν Οιδίποδα, τον «Άνθρωπο με τα τρύπια πόδια» δηλαδή, που αγωνίζεται να βρει την αληθινή του ταυτότητα και το ποσοστό αθωότητας και ενοχής που αυτή περιέχει.
Ο αφηγητής αυτός, γεννημένος και μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, περνούσε τα καλοκαίρια στη γιαγιά του στην Αθήνα, στην Κολοκυνθού, και έπαιζε με τους μικρασιάτες πρόσφυγες στις παραγκουπόλεις του γειτονικού Περιστερίου. Στη μικρή τους παρέα περιλαμβανόταν η Ελένη, που ήταν ερωτευμένη μαζί του, ο Μάνος, με τον οποίο ήταν ερωτευμένος ο ίδιος ο Τάμης, που μόλις ανακάλυπτε την ομοφυλοφιλία του και ο Αντώνης, που όπως λέει ο αφηγητής ήταν ερωτευμένος με τον εαυτό του. Όταν ο Τάμης, μετά από χρόνια απουσίας, επιστρέφει να παίξει σημαντικό ρόλο στον Εμφύλιο, ανακαλύπτει ότι η αγαπημένη του Ελένη (που κι αυτός αγαπούσε πολύ, έστω αδελφικά) είναι στο απέναντι στρατόπεδο, όπως και ο Μάνος, με τους «κόκκινους» δηλαδή, ενώ ο Αντώνης είναι σκληρός ταγματασφαλίτης. Όπως ταγματασφαλίτισσα είναι και η μεγάλη αδελφή της Ελένης, Ευδοκία.
Η οπτική της άλλης πλευράς από αριστερό συγγραφέαΟ Σκρουμπέλος στήνει εδώ ένα εξαιρετικά φιλοτεχνημένο, εύγλωττο σκηνικό, όπου η αδελφοσύνη, η φιλία και ο έρωτας πηγαίνουν αντάμα με την προδοσία. Ο ίδιος ο αφηγητής είναι εκπαιδευμένος να δρα μόνο με το μυαλό, αλλά έρχονται στιγμές που η καρδιά παίρνει το πάνω χέρι. Τα πράγματα είναι πολύ σκληρά, ζωές και καριέρες διακυβεύονται με το παραμικρό. Στη μια πλευρά, των ανταρτών, υπάρχει ο απλός αγωνιστής και το όνειρο σε πρώτο πλάνο. Στην άλλη πλευρά υπάρχει το ζητούμενο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι συνήθως επιφάνεια και επίφαση αλλά στο οποίο επίσης δηλώνουν ειλικρινή πίστη απλοί και λιγότερο απλοί υπερασπιστές του.
Εμείς εδώ, στο πολύ ωραίο αυτό μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου, κοιτάζουμε τα πράγματα από την πλευρά του παρασκηνίου. Είναι από τις σπάνιες φορές που διαβάζουμε από αριστερό συγγραφέα την οπτική της άλλης πλευράς, του νικητή και μάλιστα του ξένου παράγοντα που έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο. Είναι επίσης πολύ ιδιαίτερο στοιχείο ότι βλέπουμε τα γεγονότα και τη σκηνή της μάχης από την οπτική των παρασκηνίων, όπου το έργο γράφεται και παίζεται μάλιστα στην ωμή του εκδοχή.
Ο ήρωάς μας έχει πράγματι πήλινα πόδια γιατί σε αυτούς τους χώρους η καρδιά και τα πάθη απαγορεύονται δια ροπάλου. Και έχει πήλινα πόδια γιατί δείχνει ότι η διπλή ταυτότητα – εδώ του Αμερικανού και Έλληνα ταυτοχρόνως – εκτός από προνόμιο μπορεί να αποδειχθεί και αχίλλειος πτέρνα. Ο Σκρουμπέλος ανασυστήνει εδώ μια πολύ σκοτεινή εποχή, την πολύ πρώτη μεταπολεμική περίοδο που γίνεται η πολύ βρώμικη δουλειά, όταν το ελληνικό πολιτικό προσωπικό γυαλίζει παπούτσια Αμερικανών, όταν οι Άγγλοι αποσύρονται και παίζουν διπλά παιχνίδια, όταν οι δωσίλογοι ξεπλένονται στην κολυμβήθρα της εθνικοφροσύνης και όταν αριστεροί αντάρτες πέφτουν στην παγίδα του αιτήματος καθεστωτικής αλλαγής – που δεν έπεσαν οι Ιταλοί – στην οποία εν μέρει σύρθηκαν έντεχνα από άλλους για να συντριβούν, εν μέρει έπεσαν μόνοι τους, δίνοντας πάντως ένα μάταιο αγώνα του οποίου η τύχη είχε προδιαγραφεί «στη χαρτοπετσέτα της Γιάλτας».
Ατομική και συλλογική εμπειρίαΣτις σελίδες του βιβλίου περνάνε πολλά, από την υπόθεση Πολκ όπου γίνεται σαφές ότι ο αγγλικός δάκτυλος είναι η πιθανότερη εκδοχή για τη δολοφονία, καθώς ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε ανακαλύψει ότι είχαν πωληθεί αγγλικά τουφέκια στο Δημοκρατικό Στρατό, μέχρι τη δημιουργία, ουσιαστικά, της πρώτης μορφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις συσκέψεις των 5, ως αντίβαρο στις διακρατικές συνεργασίες των σοβιετικών. Μεγάλο κομμάτι του βιβλίου, του δεύτερου μισού του, εκτυλίσσεται στη Μακρόνησο, πάλι με συγκλονιστικά γεγονότα και περιγραφές. Αναδεικνύεται η περίφημη «στάση» στο Α΄ Τάγμα, που οδήγησε στη σφαγή διακοσίων φυλακισμένων (επισήμως δεκαεπτά) για εκφοβισμό των ανταρτών γενικώς: το ζητούμενο δεν ήταν η μαζική εξόντωση, το ζητούμενο ήταν η υπακοή. «Ο νεκρός δεν είναι χρήσιμος», λέει κάποιος, «το ζητούμενο είναι να δείξεις το αδύνατο και πικρό της εξέγερσης» και να μετατρέψεις «τον ανυπάκουο και παραβάτη σε υπήκοό σου», προσθέτουν τα εγχειρίδια διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων. Όπως λέει ο αφηγητής, «ήταν ένα σχέδιο που είχε εφαρμοστεί με επιτυχία στις αποικίες».
Μέχρι το δραματικό τέλος, που ενώνει την ατομική με τη συλλογική εμπειρία, παρακολουθούμε ένα δράμα με μεγάλο ψυχολογικό βάθος, που δεν θεωρεί τίποτα αυτονόητο, που δεν μοιράζει πρόχειρα ρόλους σε καλούς και κακούς, που είναι πλούσιο σε συναισθήματα, μεγάλα γεγονότα και τρομερές ατομικές τραγωδίες. Κοντολογίς πρόκειται για πολύ σημαντικό μυθιστόρημα, προϊόν μεγάλης συγγραφικής ωριμότητας του Θανάση Σκρουμπέλου, που το κατατάσσει εύλογα στα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της χρονιάς που πέρασε.
Μανώλης Πιμπλής