Αυτή είναι μια ιστορία πραγματική όσο η ίδια η ζωή, η ιστορία μίας φίλης μου που μας έκανε όλους να τρέμουμε. Γιατί «αυτός» την χτύπησε πολύ, συστηματικά με αποκορύφωμα να χάσει το έμβρυο που κυοφορούσε.
Όλα ξεκίνησαν όπως ξεκινούν συνήθως τα πράγματα. Αυτός είναι καριόλης, αυτή, όπως συχνά συμβαίνει με τα θύματα, εγκλωβίστηκε. Είναι τόσο εύκολο να κουνάει κανείς το δάχτυλο: Και γιατί δεν έφευγες;
Γιατί δεν έφευγες… Μεγάλη ιστορία. Δεν έχω απαντήσεις. Κάποτε βρέθηκα στην θέση της φίλης μου, τον αγαπούσα πολύ, αυτός μου χτύπησε επί ώρες το κεφάλι στα πλακάκια του μπάνιου μας. Κι έφυγα. Ήμουν μόλις 25 και πίστευα στα ρόδινα αυτού του κόσμου. Πίστευα κυτταρικά, δομικά, ότι εκεί έξω είναι όλα πιο εύκολα. Κι αν δεν το πίστεψα εγώ, το πίστεψε για μένα ο μπαμπάς μου. Τα μικρά κορίτσια έχουν πάντα τον μπαμπά τους.
Μα κάπου οι ιστορίες των ανθρώπων μπορεί και να χωλαίνουν. Να μην είναι 25 χρονών. Να μην έχουν τον μπαμπά τους. Ούτε τον εαυτό τους. Μόνο την ντροπή και την απόγνωση. Τι έφταιξα, πού έφταιξα και πόσο μου αξίζει. Έτσι σκέφτονται τα θύματα. Μερικές φορές, παίρνει μια μέρα, μερικές άλλες, παίρνει μια ζωή.
Στη φίλη δεν πήρε τόσο. Αλλά όταν ήρθε η ώρα να δώσει τη δική της απάντηση, τη νομική απάντηση για το καλό της, για τις γυναίκες, για το σωστό αυτού του κόσμου, έγινε το πρώτο θαύμα: Την περικυκλώσαμε ένα σμήνος ανθρώπων και φτιάξαμε φωλιά. Κι ούτε ένας δεν ρώτησε: Τι του έκανες εσύ;
Η «Στέλλα» και τα πουλιά Ξεκίνησε ο πόλεμος τότε. Αυτός, ένας «αναρχικός» βλάσφημος απέναντι στην ομορφιά των ιδεών που νόμιζε δικές του, αμύνθηκε. Την διέβαλε δημόσια, μάζεψε και τους κολαούζους του, έχτισε την πιο κλασική ιστορία, αυτήν της τρελής που ψεύδεται, γιατί δεν την θέλει πια. Και το κοινό του βρώμιζε από γυναίκες που έπαιζαν το χειρότερο στερεότυπο που επιβάλλει ο κοινωνικός ρόλος.
Θυμάστε την στιγμή της δολοφονίας της «Στέλλας»; Η Μελίνα Μερκούρη έχει ορθάνοιχτα άψυχα μάτια, ο Γιώργος Φούντας θα συλληφθεί κι εκείνη η «φίλη» της ούρλιαζε πως δεν έφταιγε ο Μίλτος, έφταιγε εκείνη, η νεκρή. «Οχιάααααα».
Νομίσαμε πως δεν άλλαξε τίποτε από την εποχή που ο Κακογιάννης γύρισε την «Στέλλα». Αλλά η συνέχεια της ιστορίας ήταν μια διάψευση που δε θυμάμαι να έχουμε δει ξανά.
Ήρθε το δικαστήριο κι η φωλιά είχε γεμίσει πτηνά κι από άλλους τόπους. Στόμα-στόμα, μήνυμα το μήνυμα, το διάστημα πριν την δίκη ο πόλεμος ο διαδικτυακός δεν άφησε κανέναν να μη γνωρίζει.
Υπέροχο πράγμα το ίντερνετ. Δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα. Σε αναγκάζει είτε να είσαι ειλικρινής, είτε να μαθαίνεις να αναγνωρίζεις το ψέμα.
Εκείνη τη μέρα, το δικαστήριο γέμισε πουλιά. Σπουργίτια και πέρδικες και ορτύκια και κόνδορες και φλαμίνγκο. Πουλιά πολλά. Για να μην αναρωτηθεί κανείς «Τι του έκανες».
Δικαίωση Μεγαλώσαμε πια, ωριμάσαμε, έτσι φάνηκε εκείνη τη μέρα. Μπορεί να μην καταστρέψαμε το τέρας που σηκώνει το χέρι του θύτη, αλλά σα να λέμε πλέον πως το θύμα μπορεί να είναι μόνο θύμα και τίποτε άλλο. Γιατί δεν αξίζει σε κανέναν τέτοια ζωή γεμάτη μώλωπες, πόνο και απόγνωση.
Κάποια στιγμή, στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, το ακροατήριο γελούσε με τις ανοησίες της υπεράσπισης και η πρόεδρος, σαν σε διαδραστικό θέατρο, εναρμονίστηκε με το κοινό αίσθημα και δήλωσε το σοκ της.
Το ξέρω καλά αυτό το σοκ. Όταν είδαμε τα σημάδια της φίλης, αυτή ήταν μια εικόνα που δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από το μυαλό μας
Και κάπως έτσι συνέβη μια μικρή νίκη εκείνη τη μέρα. Για όλες μας. Κάθε μικρή –μέχρι την τελική- δικαίωση, κάθε μη καχυποψία απέναντι στα θύματα, μας ανακουφίζει όλες και μας αλλάζει όλες κι όλους.
Ο δρόμος μέχρι να μην υπάρχουν πια οι «Ελένες Τοπαλούδη» αυτού του κόσμου, έχει ήδη πάνω του το αίμα. Του κορμιού που πέθανε και του κορμιού που έζησε. Πάντως, αίμα υπάρχει. Κι ο δρόμος υπάρχει. Και τα βήματα υπάρχουν. Και σύντομα, ας πάψουν τα δάχτυλα που κουνιούνται στα θύματα. Είναι δάχτυλα που δεν αφορούν κανέναν μας. Εξάλλου, η καλοσύνη ξεκινά από την κατανόηση. Το ίδιο κι η δικαιοσύνη.
Όλγα Στέφου