Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν «Γράφοντας για να σώσω μια ζωή: Ο φάκελος Λούις Τιλ»
(μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Πόλις, 2020)«Τα δέντρα του Νότου βγάζουν παράξενους καρπούς / αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα», τραγουδούσε το 1939 η Μπίλι Χόλιντεϊ για τους λιντσαρισμένους Μαύρους που αιωρούνταν απαγχονισμένοι στα δέντρα. «Strange fruit», ένα παλιότερο ποίημα του Έιμπελ Μέροπολ, που το υπέγραψε με ψευδώνυμο, αφού από τη μια οι στίχοι ήταν «επικίνδυνοι», από την άλλη ο ίδιος ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Το 1955, ωστόσο, η ρατσιστική βία και το συστηματικό λιντσάρισμα Μαύρων στον Νότο των ΗΠΑ απέκτησε πρόσωπο, ένα εφιαλτικό πρόσωπο που το είδαν οι πάντες, όταν δολοφονήθηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο ο Έμετ Τιλ και η φωτογραφία του κυκλοφόρησε σε ολόκληρη τη χώρα.
Στη συλλογή δοκιμίων Περί θανάτου: η πολιτική διαχείριση της θνητότητας (επιμ. Δήμητρα Μακρυνιώτη, μτφ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος, 2008) περιλαμβάνεται το εξαιρετικό κείμενο των Christine Harold και Kevin Michael Deluca «Κοιτάξτε το πτώμα: εικόνες της βίας και η περίπτωση του Έμετ Τιλ», όπου αποτυπώνεται σε όλη την έντασή της η κρίσιμη απόφαση της μητέρας του Έμετ Τιλ να δείξει στον κόσμο το φρικτό πρόσωπο του εγκλήματος: καθώς «την εποχή της δολοφονίας του Έμετ Τιλ το λιντσάρισμα δεν αποτελούσε πλέον αποδεκτό δημόσιο θέαμα, παρόλο που εξακολουθούσε να είναι αποδεκτή πρακτική της κοινότητας», αφού «το 1955 το λιντσάρισμα είχε μετατραπεί σε αόρατο δημόσιο γεγονός: οι πάντες στην πόλη ήξεραν τι είχε συμβεί, αλλά δεν το διέπρατταν πλέον στην κεντρική πλατεία της πόλης», η μητέρα του Τιλ, «σαν να αντιλαμβανόταν εκ των προτέρων τα αποτελέσματα της φρικαλεότητας», πήρε την κρίσιμη απόφαση: «αποποιήθηκε την προσφορά του διευθυντή του γραφείου κηδειών να ρετουσάρει τον Έμετ, επιμένοντας να επιδειχθεί το πτώμα του γιου της όπως ακριβώς βρέθηκε». «Αφήστε τον κόσμο να δει αυτό που είδα κι εγώ», είπε. Έτσι, η εικόνα «χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα» όλη τη χώρα και μετατράπηκε σε «κάλεσμα σε δράση».
Το έγκλημα και η παρωδία της δίκηςΟ Έμετ Τιλ ήταν ένα 14χρονο αγόρι που το καλοκαίρι του 1955 πήγε για διακοπές σε συγγενείς του, στο Μισισίπι. Κατηγορήθηκε ότι σφύριξε ή ότι μίλησε «απρεπώς» σε μια λευκή γυναίκα. Ο σύζυγός της και ο αδελφός του απήγαγαν τον Έμετ, τον βασάνισαν με ανείπωτη κτηνωδία και τον δολοφόνησαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο – η φωτογραφία είναι αποκαλυπτική, το κομματιασμένο κεφάλι («ένα κομμάτι του κρανίου έμεινε στη βάρκα»), το παραμορφωμένο πρόσωπο («ίδιο μαύρο σκαθάρι που το ’λιωσε αντίχειρας»), το ακρωτηριασμένο σώμα του αφήνουν άφωνο τον θεατή.
Η δίκη των δολοφόνων του Έμετ Τιλ ήταν μια παράσταση, ένα κακόγουστο σόου, μια παρωδία («η δίκη έγινε κοροϊδία, mockery, αλλά κανείς δεν φάνηκε να νοιάζεται», τραγουδάει ο Μπομπ Ντίλαν στο τραγούδι που έχει αφιερώσει στον Έμετ Τιλ). Μια ομάδα από 23 λευκούς άνδρες ενόρκους αθώωσε τους κατηγορούμενους με σύσκεψη που κράτησε λιγότερο από μία ώρα («να μας συγχωρείτε που αργήσαμε τόσο πολύ, παιδιά… κάναμε ένα διαλειμματάκι για να βάλουμε μια μπουκιά στο στόμα μας»…) – κατηγορούμενους, όμως, που αργότερα θα εξομολογηθούν και θα ομολογήσουν οι ίδιοι τα πάντα σε ένα περιοδικό, με ανταμοιβή 4.000 δολάρια!
Μια προσπάθεια για δεύτερη δίκη με άλλες κατηγορίες (απαγωγή) δεν απέδωσε. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι ξαφνικά, τις παραμονές της δίκης, αποχαρακτηρίστηκε από απόρρητος και διέρρευσε «ως διά μαγείας» ο φάκελος του πατέρα του Έμετ, Λούις Τιλ. Ο Λούις Τιλ είχε καταδικστεί πριν από δέκα χρόνια, το 1945, όταν ήταν στρατιώτης στην Ιταλία, σε θάνατο για βιασμό και φόνο και είχε εκτελεστεί δι’ απαγχονισμού.
Μια άλλη χώρα, ένας άγριος κόσμος…Με σημείο εκκίνησης τις υποθέσεις των Λούις και Έμετ Τιλ, ο Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν θα γράψει άλλο ένα υβριδικο βιβλίο μεταξύ έρευνας και μυθοπλασίας (απαντώντας, σε συνέντευξη στο The Paris Review, σε ερώτηση σχετικά με τα όρια αλήθειας και φαντασίας, ο Γουάιντμαν θα μιλούσε για την αλήθεια ως συνάρτηση της «χορωδιακής φύσης» των ανταλλαγών ανάμεσα στους ανθρώπους).
Στο βιβλίο αυτό, ο Γουάιντμαν διερευνά την υπόθεση του Λούις Τιλ, με βάση την έρευνά του και τον φάκελο της δίκης στο στρατοδικείο, στην Ιταλία. Ο συγγραφέας μελετά κριτικά τα αμφιλεγόμενα στοιχεία της δίκης, εντοπίζοντας όλα τα στοιχεία της φυλετικής προκατάληψης, χωρίς όμως εύκολες απαντήσεις και εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις. Εκκινώντας συχνά από αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο Γουάιντμαν στήνει ένα συναρπαστικό πολυεπίπεδο βιβλίο με πολλαπλές οπτικές και αφηγηματικές γωνίες, μιλώντας για την ιστορία του Έμετ Τιλ και την «άθλια δίκη που απάλλαξε τους δολοφόνους του», για τον αντίκτυπο αυτής της ιστορίας σε ολόκληρη την κοινωνία των ΗΠΑ, για τις ζωές των Μαύρων που «δεν μετράνε», για τον Νότο («με φοβίζει ακόμη ο Νότος», γράφει το 2016 ο Γουάιντμαν), για την ιστορία του πατέρα Λούις Τιλ και τη χρήση της, για τη συζήτηση που γίνεται και «καταδικάζει τον Τιλ με το να αποκλείει τη φωνή του».
Ο Γουάιντμαν θα φτάσει μέχρι τη Γαλλία και τον τάφο του Λούις Τιλ, στο τμήμα εκείνο του Αμερικανικού Νεκροταφείου που είναι «η τελευταία κατοικία των ενενήντα έξι “επονείδιστων” Αμερικανών στρατιωτών, εκτελεσθέντων με απόφαση του Στρατοδικείου των ΗΠΑ στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» – «θα νομίζει κανείς ότι μόνο οι έγχρωμοι στρατιώτες είναι ένοχοι»: από τους 96 τάφους, οι 83 ανήκουν σε Μαύρους.
Όλοι οι έγχρωμοι αρσενικοί είναι ένοχοιΟ στρατός των ΗΠΑ στον οποίο υπηρέτησε ο Λούις Τιλ είναι ένας στρατός που συστήνει «σε όλους τους άνδρες να φέρονται [στους έγχρωμους στρατιώτες] με σεβασμό, ωστόσο να μην καλλιεργούν φιλίες μαζί τους». Άλλωστε, «πολιτική του Υπουργείου Αμύνης είναι η μη ανάμιξη εγχρώμου και λευκού προσωπικού». Σε αυτόν τον στρατό, οι Αφροαμερικανοί είναι πάντα οι πρώτοι υποψήφιοι για ένοχοι – πολλοί καταδικάζονται επειδή είχαν «το λάθος χρώμα στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα». Έτσι κι αλλιώς, «όλοι οι έγχρωμοι αρσενικοί είναι ένοχοι γιατί ποθούν να βιάσουν λευκές γυναίκες, άρα όποιον έγχρωμο στρατιώτη έστελναν οι πράκτορες στην αγχόνη αποκλείεται να ήταν αθώος».
Έτσι, τελικά, στο βιβλίο αυτό ο Γουάιντμαν μιλάει για μια ολόκληρη χώρα, μια χώρα όπου, όταν φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, «υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αυτός, ο έγχρωμος αρσενικός, να μην επιστρέψει», όπου «μόνο από θαύμα τού τυχαίνει να φεύγει για χρόνια στη σειρά και να επιστρέφει κανονικά από μια σταθερή δουλειά και να είναι ζωντανός, περίπου». Γι’ αυτό και στον πόλεμο «ο Τιλ είχε τον δικό του τον στρατό να φοβάται, δεν είχε ανάγκη τις λεγεώνες του Χίτλερ».
Μετά την καταδίκη του, ο Λούις Τιλ θα κρατηθεί «σε κελί απομόνωσης για τους θανατοποινίτες, δυο κελιά πιο πέρα από το κελί του ποιητή Έζρα Πάουντ», ο οποίος μάλιστα τον αναφέρει στα Cantos της Πίζας. Απαγχονίστηκε τον Ιούλιο του 1945 και, όπως, είπαμε, ο μέχρι τότε απόρρητος φάκελός του διέρρευσε την κρίσιμη στιγμή της δίωξης των δολοφόνων του γιου του, για να αξιοποιηθεί αναλόγως.
***
Θυμάμαι ακόμα πώς, έχοντας αγοράσει σχεδόν τυχαία το Reuben του Γουάιντμαν στο Labyrinth της Νέας Υόρκης, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ίσως, άρχιζα να ανακαλύπτω μέσα από τις σελίδες του έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα, που με την τολμηρή γραφή του έθιγε δύσκολα θέματα και ολισθηρές πλευρές τους. Είναι πράγματι πολύ θετικό το γεγονός ότι σήμερα αυτός ο συγγραφέας αρχίζει να μεταφράζεται επιτέλους και στα ελληνικά.
Κώστας Αθανασίου