Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Σπίτι παιδιού», εκδ. Αντίποδες, σελ. 89Το νέο βιβλίο του 37χρονου Δραμινού Κυριάκου Συφιλτζόγλου, το «Σπίτι παιδιού» (εκδόσεις Αντίποδες) πηγαίνει ακόμη πιο μακριά μια γραμμή που ο συγγραφέας ακολούθησε σε προηγούμενα βιβλία του, ιδίως στο προηγούμενο «Δραμάιλο» αλλά όχι μόνο: είναι η γραμμή της εξερεύνησης της απουσίας, της ανίχνευσης της μνήμης, της αναζήτησης του τι έχουν αφήσει πίσω τους οι νεκροί, τι μας λένε από τους τάφους τους, από τα άδεια σπίτια τους, τι λέμε εμείς γι’ αυτούς.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο το θέμα του θανάτου γίνεται απολύτως κεντρικό, κυριαρχεί απόλυτα στο βιβλίο, σαν ο συγγραφέας να δίνει την ύστατη μάχη του να κατανοήσει το αδιανόητο, να συμφιλιωθεί με το ασυμφιλίωτο του οριστικού χαμού.
Για να το πετύχει, για να συλλάβει το τερατώδες, το πιάνει από την ανάποδη. Το κοιτάζει με το βλέμμα ενός παιδιού που, βέβαια, δεν φοβάται το θάνατο, τον περιεργάζεται και ζει μαζί του όπως ζει ταυτόχρονα με τους φίλους του, τους γονείς του, τον αδελφό του, τους συγχωριανούς ή τους ξένους. Όπως ζει με τα παιχνίδια του, όπως παίζει ποδόσφαιρο ή πηγαίνει στο μπακάλικο να αγοράσει κάτι. Το παιδικό αυτό βλέμμα είναι καταλυτικό, και μας βοηθάει να δούμε ότι στην πραγματικότητα και οι ενήλικες είναι το ίδιο συμφιλιωμένοι με το θάνατο, ο θάνατος είναι μέρος της ζωής τους, μπορεί να κλαίνε για κάποιον πεθαμένο, λίγο, περισσότερο ή καθόλου, στην πραγματικότητα όμως οι κηδείες αποτελούν μέρος της ρύθμισης της καθημερινότητας, όπως το τάισμα των ζώων, η καλλιέργεια του κήπου, η φροντίδα των ηλικιωμένων και των ανήμπορων.
Σε ακραίες περιπτώσεις ο θρήνος μπορεί να είναι μάλιστα το ίδιο μεγάλος για ένα ζώο, καθώς τα ζώα αποτελούν και αυτά μέρος της κοινότητας, μέρος εντέλει της κοινωνίας.
O φακός στρέφεται σε παλαιότερους τρόπους ζωήςΗ άμεση επεξήγηση του όρου «Σπίτι παιδιού» παραπέμπει σε κάτι άλλο. Τα «Σπίτια του παιδιού» ήταν ένα δίκτυο ιδρυμάτων της Βασιλικής Πρόνοιας στη βόρεια Ελλάδα τη δεκαετία του ’50. Το μυαλό πάει στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό. Λειτουργούσαν ως νηπιαγωγεία, είχαν επίσης προγράμματα αλφαβητισμού των χωρικών και διάδοσης γνώσεων γεωργίας, κτηνοτροφίας αλλά και υγιεινής. Κατά τη Μεταπολίτευση συνέχισαν να λειτουργούν ως κέντρα νεότητας.
Επομένως εδώ δεν έχουμε ένα βιβλίο όπως αυτά του Γιάννη Ατζακά, που αφηγούνται με μεγάλη ευαισθησία τη ζωή παιδιών των παιδουπόλεων με το αναπόφευκτα έντονο πολιτικό φόντο, ή και του Βασίλη Μπούτου, που έγραψε «Τα δάκρυα της βασίλισσας». Άλλωστε ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου είναι πολύ νέος για να έχει τέτοιες εμπειρίες. Το βιβλίο αυτό θα εντασσόταν περισσότερο στη χορεία της πεζογραφίας μιας νέας γενιάς, που περιλαμβάνει ενδεχομένως τον Γιάννη Παλαβό, τον Δημοσθένη Παπαμάρκο ή και την Βασιλική Πέτσα, γενιά που φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις πιο μακρινές ρίζες, αντίθετα με την αμέσως προηγούμενή της, να στρέφει δηλαδή το φακό σε παλαιότερους τρόπους ζωής, γεγονός που χρήζει κατά τη γνώμη μας ειδικής μνείας και μελέτης. Ακόμη περισσότερο που η εικόνα αυτή που ανιχνεύεται, της επαρχιακής Ελλάδας, δεν είναι ούτε βουκολική ούτε στερεοτυπική, είναι όμως η εικόνα μιας βαθιάς, ηπειρωτικής Ελλάδας, στην οποία σπάνια στρέφει η λογοτεχνία το φακό της τις τελευταίες δεκαετίες. Ίσως και γιατί σε αυτή τη βαθιά Ελλάδα, τη βόρεια στην περίπτωση του Συφιλτζόγλου αλλά και του Παλαβού (όπως πρόσφατα και του τελευταίου βιβλίου του εκ Καβάλας ορμώμενου Θεόδωρου Γρηγοριάδη) επιβιώνουν ακόμα στοιχεία προνεωτερικότητας ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μακρινές οι μνήμες τους. Γεγονός είναι τα μέρη αυτά, όπως τα δραμινά χωριά, το Βελβεντό ή το Παγγαίο, αποκτούν αίφνης φωνή μέσα από μια λογοτεχνία της πρώτης γραμμής, κάτι σπάνιο και εκ πρώτης όψεως αναπάντεχο.
Νουβέλα με τη δομή του διηγήματοςΑν, όμως, στο Βελβεντό του Παλαβού πρωταγωνιστούν η σκληρότητα του τοπίου και οι ισχυροί κώδικες οργάνωσης της ζωής, στο «Σπίτι παιδιού» η σκληρή καθημερινότητα μαλακώνει μέσα από το παιδικό βλέμμα που όλα τα ισοπεδώνει και τα φέρνει στα μέτρα του. Ο Συφιλτζόγλου έχει μάλιστα μια ιδιαίτερη τεχνική στη δομή: γράφει στην ουσία μια νουβέλα αλλά με τη δομή του διηγήματος. Οι 32 ιστορίες του, αριθμημένες μάλιστα, με αριθμούς στη θέση του τίτλου, μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα. Είναι όμως προφανές ότι συγκροτούν ένα όλον που έχει να κάνει με στιγμιότυπα της καθημερινότητας έτσι όπως τα ζει ένα παιδί. Κάπως έτσι μαθαίνουμε για την περίπλοκη σύνθεση του πληθυσμού, για τα καραμανλίδικα και τους ανθρώπους που, ενώ είναι χριστιανοί, μιλάνε αποκλειστικά τούρκικα, για τους πρόσφυγες που ήρθαν από τον Πόντο ή από άλλα σημεία της σημερινής Τουρκίας. Όταν ο μικρός Κυριάκος μαζεύει «αρχαία» και οι μεγάλοι τον επιπλήττουν, μαθαίνει ξαφνικά ότι αυτά τα «αρχαία» είναι απλώς μαρμάρινες πλάκες ενός παλιού, κατεστραμμένου μουσουλμανικού νεκροταφείου.
Παράλληλα παρακολουθούμε την καθημερινότητα των τριών χωριών στα οποία κινείται η οικογένεια του μικρού, κυρίως όμως της Πλατανιάς, που είναι κεφαλοχώρι και όπου βρίσκεται το «Σπίτι παιδιού» στο οποίο δουλεύει η μαμά του αφηγητή, με τα μαγαζιά του, το καφενείο του, αλλά και τα κενά σπίτια (που είναι η… χαρά του παιδιού) όλων αυτών που έχουν μεταναστεύσει στη Θεσσαλονίκη ή το Ντύσελντορφ.
Ο θάνατος μέσα από τα μάτια ενός παιδιούΣε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το κεντρικό θέμα παραμένει ο θάνατος που το παιδί τον αντιμετωπίζει χαρούμενα. Αν ο θανών είναι συγγενής θα κρατάει εξαπτέρυγο, αν είναι χωριανός θα πάει να χτυπήσει και αυτός πένθιμα την καμπάνα. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές, που το πράγμα αγγίζει τα όρια του γκροτέσκο. Όπως στην εξής περιγραφή: «Στο κέντρο της εκκλησίας, κοντά στο κεφάλι του πεθαμένου είχε μια ξυλόσομπα που ’καιγε καλά. Ένας κύριος, που ’σβηνε τα κεριά σε νερό, έβαζε κάθε λίγο ξύλα στη σόμπα κι αυτά τσαφ και τσουφ έκαναν συνέχεια, αλλά ο παπάς δεν μπέρδευε τα λόγια του με τα τσαφ τσουφ. Σκέφτηκα πως ο πεθαμένος θα ’σκαγε από τη ζέστη, τόσο κοντά που ’ταν η ξυλόσομπα και ότι το κεφάλι του θα ίδρωνε, αλλά σκέφτηκα πως δεν ήταν ζωντανός για να ζεσταίνεται και να ιδρώνει, αλλά πάλι κάτι θα ένιωθε τόσο κοντά που ’καιγαν. Τον φαντάστηκα με τα τσαφ τσουφ να τρομάζει ο πεθαμένος, να σηκώνεται, να κοιτά τη σόμπα και να λέει «Μη βάζετε άλλα ξύλα, έσκασα», και να ξαναξαπλώνει, αλλά μετά σκέφτηκα πως αυτά δεν γίνονται.
Στη μέση της κηδείας μπήκε ένας παππούς με έναν κόκορα. Έκατσε εκεί που κάθεται ο ψάλτης κανονικά, αλλά κανένας δεν καθόταν πριν. Εκεί έκατσε μαζί με τον κόκορα, που τον είχε δεμένο μ’ ένα σκοινί από το λαιμό. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα κι άλλαξα θέση για να τον βλέπω καλύτερα, οι άλλοι ούτε που κουνήθηκαν, γιατί μάλλον τον έβλεπαν κάθε μέρα να περπατά και να τραβά με το σκοινί τον κόκορα. Όποτε ο παπάς έλεγε αμήν, ο κόκορας έκανε ένα κικιρίκου, μόνο ένα, όχι πολλά. Μετά ξανά αμήν ο παπάς, ξανά κικιρίκου κι ο κόκορας. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει, αλλά μ’ άρεσε, ήταν λες κι έβλεπα παιδικά. Ο παπάς συνέχιζε την κηδεία».
Μανώλης Πιμπλής