Στη Μυτιλήνη έχω πάει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια για το προσφυγικό. Πάντα με ανακούφιζε η επαφή με τους κατοίκους, το αίσθημα αλληλεγγύης που υπάρχει. Έβλεπα την εξαθλίωση μεγάλου αριθμού προσφύγων στη Μόρια, τον εγκλωβισμό τους εκεί, και ταυτόχρονα πώς οι Μυτιληνιοί έβαζαν μπροστά την ανάγκη για στήριξη αυτού του κόσμου. Τα σχολεία του νησιού ήταν εκείνα που δέχτηκαν και ενέταξαν τα προσφυγόπουλα με τον πιο θερμό και υποστηρικτικό τρόπο από όλα τα νησιά – κι ας είχαν τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών.
Βρέθηκα ξανά στο νησί στην αρχή της εβδομάδας. Ένιωσα ότι κάτι έχει αλλάζει. Δεν μιλάω μόνο τις συνθήκες στη Μόρια, που έχουν περάσει το όριο της εξαθλίωσης, καθώς η λεγόμενη «ζούγκλα της Μόριας», η περιοχή έξω από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) έχει εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο και τώρα εκτείνεται και στην αριστερή πλευρά έξω από το ΚΥΤ. Εκεί η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη και οι άνθρωποι, ανάμεσά τους οικογένειες με παιδιά και μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων (περίπου 1000), είναι παρατημένοι στη μοίρα τους, στο κρύο, στις αρρώστιες και στη βία που αναπτύσσεται.
Μιλάω για τη βία που συγκροτείται. Τις επιθέσεις σε πρόσφυγες (η δράση ομάδων που θυμίζουν τάγμα εφόδου ήταν ανατριχιαστική-και η σύλληψή τους που έγινε απολύτως αναγκαία). Τα μπλόκα που ελέγχουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο χωριό της Μόρια συνεχίζονται με την ανοχή της αστυνομίας. Είδα τη Δευτέρα, σε ένα μπλόκο να εκφοβίζουν και τραμπουκίζουν πρόσφυγες και αλληλέγγυους κατοίκους του χωριού. Το μπλόκο, ελέγχει το πέρασμα και παρακάτω το περιπολικό της αστυνομίας, αντί να παρεμβαίνει για να ανοίξει τον δρόμο, βρίσκει τη «βολική» λύση να στέλνει τους πρόσφυγες από άλλο δρόμο.
Οι άνθρωποι του νησιού που μίλησα μού έλεγαν πως φτιάχνονται δυο στρατόπεδα, χωρίζονται σε αλληλέγγυους και μη. Πως οι παρέες χαλάνε και δεν μιλάνε μεταξύ τους, πως οι γέφυρες κόβονται, πως κουβαλάνε την ένταση αυτή συνέχεια μες στη μέρα τους. Στα καφενεία δεν κουβεντιάζουν πια για τα χωράφια τους και το ποδόσφαιρο, μα για την «απειλή» των προσφύγων. Μου έλεγαν πόσο η αγριότητα κάνει βήματα μέσα στην κοινωνία με τον προπηλακισμό των ντόπιων αλληλέγγυων και των ανθρώπων που δουλεύουν στις ΜΚΟ.
Είναι δύσκολο, αλλά και απαραίτητο να καταλάβει κανείς τον μηχανισμό, πώς σε λίγο καιρό παίρνει κεφάλι η μαυρίλα. Είναι σίγουρο πάντως ότι ο ξενοφοβικός λόγος της κυβέρνησης και των δημοτικών και περιφερειακών αρχών πατάει στην κούραση των ντόπιων λόγω του χρόνιου εγκλωβισμού των προσφύγων στο νησί – εξαιτίας της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τον περιφερειάρχη Κ. Μουτζούρη να ωρύεται (επί λέξει, όπως έκανε πριν λίγες μέρες) «Θέλουμε αποτροπή. Η πατρίς κινδυνεύει, δεν με ενδιαφέρουν τι λένε οι συνθήκες. Η πατρίς κινδυνεύει!», να τον θυμηθεί σε ρόλο συγκεντρωσιάρχη των μαθητών, για να σκεφτεί πώς το δηλητήριο διαχέεται στην τοπική κοινωνία. Και πώς, μετά πυροδοτείται η βία, που μπορεί να ξεφύγει, και δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες.
Ο ρόλος της επισκέπτριας που παρατηρεί τα «κακώς κείμενα» και ανησυχεί, όσο κι αν είναι ειλικρινή τα συναισθήματά της, είναι πάντα άχαρος. Χρειάζονται πρωτοβουλίες από τους ανθρώπους της Μυτιλήνης, που θα δώσουν μια ανάσα αλληλεγγύης, και σε αυτό, παρά την αλλαγή του κλίματος και τη δυσκολία είμαι αισιόδοξη. Το νησί έχει πολύ κόσμο, που έχει δώσει μάχες ενάντια στον φασισμό και την ξενοφοβία. Χθες Σάββατο 22 Φεβρουαρίου είχε προγραμματιστεί στη Μυτιλήνη μια πορεία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Στο κάλεσμα διαβάζω: «Μόνη δύναμη και λύση είναι οι κοινοί αγώνες ντόπιων και μεταναστριών για ζωή και αξιοπρέπεια. Γιατί γνωρίζουμε ότι σε έναν κόσμο για λίγους δε χωράει καμία» Είναι μια ακτίνα φως. Θα είμαστε στο πλευρό τους, με κάθε τρόπο.
Βασιλική Κατριβάνου, πρώην βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ