Για το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου «Ο ελληνικός 20ός αιώνας»Στο εξώφυλλο του βιβλίου του Αντώνη Λιάκου «Ο ελληνικός 20ός αιώνας» (εκδόσεις Πόλις, 2019) υπάρχει μια εμβληματική φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου. Σε μια κατασκήνωση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μια παρέα παιδιών, χρησιμοποιώντας μια κουβέρτα, εκτοξεύει έναν πιτσιρικά στον αέρα. Ο φωτογραφικός φακός αποτυπώνει τη στιγμή της μέγιστης αιώρησης· στο επόμενο δευτερόλεπτο καταλαβαίνουμε ότι θα αρχίσει να πέφτει. Η φωτογραφία αυτή συμπυκνώνει το απολογιστικό βλέμμα του Αντώνη Λιάκου: το ανέμελο παιχνίδι την επομένη του πολέμου μάς βοηθά να σκεφτούμε το ελληνικό παρελθόν όχι ως μια μονοσήμαντη ιστορία τραυμάτων, αλλά ως μια δυναμική διαδικασία όπου η στιγμή της καταστροφής συνυφαίνεται με τη στιγμή της αναδημιουργίας, ως μια ανοιχτή υπόσχεση για το μέλλον, ως μια υπόθεση που εμπλέκει τους ανθρώπους, και την κοινωνία στο σύνολό της, σε μια διαρκή εμπειρία μεταβολής.
Την ίδια στιγμή, η φωτογραφία του εξωφύλλου περιγράφει τις τρεις κύριες συνισταμένες της αφήγησης του Αντώνη Λιάκου.
Η πρώτη αφορά τον ίδιο τον τρόπο γραφής. Πρόκειται για μια γραφή ανάλαφρη – όπως φαντάζει το σώμα του πιτσιρικά στον σύντομο μετεωρισμό του. Θεωρώ εξαιρετικά σημαντική κατάκτηση ότι τα τελευταία χρόνια η ελληνική ιστοριογραφία δείχνει μια έγνοια για τη συγγραφή και παραγωγή βιβλίων που δεν απευθύνονται μόνο στους κύκλους της ακαδημαϊκής αναπαραγωγής. Με τον τρόπο αυτό η επιστημονική γραφή επανακτά έναν χώρο, τον χώρο της δημόσιας ιστορίας, ο οποίος για πολύ καιρό ήταν ταυτόσημος με κάθε λογής αφηγήσεις στις οποίες περίσσευε η απλούστευση και απουσίαζε η επιστημονική τεκμηρίωση. Ο ελληνικός 20ός αιώνας δείχνει τη δυνατότητα της συναρπαστικής γραφής και της επιστημονικής γνώσης. Ο Αντώνης Λιάκος έγραψε ένα βιβλίο που θέλει να διαβαστεί. Για τον λόγο αυτό είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί: με την ιστοριογραφική παραγωγή, με τις ανησυχίες των δυνάμει αναγνωστών, με στίχους και εικόνες του 21ου αιώνα που μπολιάζουν τις αναφορές στο παρελθόν. Ανάλαφρη γραφή που όμως δεν χάνει την επιστημονική της βαρύτητα.
Μια μοναδική αλλά όχι εξαιρετική περίπτωσηΗ δεύτερη αφορά την οπτική του κειμένου. Ο ελληνικός 20ός αιώνας κοιτάει προς τον ουρανό. Συχνά οι ιστορικές επισκοπήσεις κινδυνεύουν από την ατέλειωτη παράθεση πληροφοριών, από τη σχολαστική ανασυγκρότηση της διαδοχής των γεγονότων, από τον περιορισμό της οπτικής σε ερωτήματα που έχουν φθαρεί μέσα στον χρόνο. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Η ελληνική περίπτωση εγγράφεται σε παγκόσμιες και περιφερειακές ορίζουσες που καταλύουν με τη σειρά τους την αίσθηση ότι η εθνική ιστορία είναι περίκλειστη στα στενά όρια του έθνους-κράτους. Η Ελλάδα δεν είναι μια εξαιρετική περίπτωση, αλλά είναι –όπως και κάθε κοινωνικός σχηματισμός– μία μοναδική περίπτωση. Στο έδαφος αυτό ο Αντώνης Λιάκος επιμένει συστηματικά στην ιχνηλάτηση των νημάτων που συνδέουν την ελληνική με την παγκόσμια ιστορία, εγγράφοντάς την στους μεγάλους μετασχηματισμούς του 20ού αιώνα. Και εδώ βρίσκεται μία από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου. Πιάνει αυτό που συνήθως περνάει απαρατήρητο – αυτό που συνηθίζουμε τόσο την παρουσία του που δεν το θεωρούμε άξιο λόγου. Για να το πω απλά, θεωρώ σπουδαία υπόθεση ότι σε μια ιστορία του ελληνικού 20ού αιώνα έχουμε ένα σύντομο υποκεφάλαιο για το κινητό τηλέφωνο. Δεν θα βρει κανείς εκεί κάτι το φοβερά ρηξικέλευθο. Το ρηξικέλευθο έγκειται στην επισήμανση του ίδιου του θέματος· στο να σκεφτούμε πέρα από τα πεδία μέσα από τα οποία έχει διαμορφωθεί η ιστορική μας συνείδηση.
Εγνοια για τους ανώνυμους πρωταγωνιστέςΤο τρίτο αφορά τους πρωταγωνιστές της αφήγησης. Είναι η παρέα των πιτσιρικάδων του εξωφύλλου, οι άνθρωποι και τα βιώματά τους μέσα στον χώρο και στον χρόνο, εκείνοι και εκείνες που ενδεχομένως δεν αφήσαν εμβληματικά ίχνη και η μορφή τους φτάνει σε εμάς μέσα από θρυμματισμένες πληροφορίες.
Ο Λιάκος κάνει κάτι δύσκολο και ταυτόχρονα εξαιρετικά παραγωγικό: στα κεφάλαια που πραγματεύονται μεγάλους μετασχηματισμούς τοποθετεί εμβόλιμα χαμηλόφωνες μαρτυρίες, μικροϊστορίες, εμπειρικά παραδείγματα που φωτίζουν τις συγκεκριμένες τους διαστάσεις. Η ισορροπία λειτουργεί – τόσο αφηγηματικά, όσο και στο να μας επιτρέψει να διακρίνουμε τη συνάρθρωση των γεγονότων με τις εμπειρίες των ανθρώπων. Και αυτή η έγνοια για τους ανώνυμους πρωταγωνιστές της ιστορικής εξέλιξης συνδέεται με μια συνολική αντίληψη για τον τρόπο εξέλιξης των κοινωνιών. Εδώ η παρέα του εξωφύλλου και ο αιωρούμενος πιτσιρικάς παραπέμπουν σε μια ανάγνωση του κόσμου όπου η συλλογική προσπάθεια των πολλών είναι αυτή που καθιστά δυνατή κάθε εκτίναξη που ανατρέπει –συγκυριακά ή μόνιμα– τις περιοριστικές συνθήκες του παρόντος. Στο σχήμα αυτό, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η στιγμή που η αφήγηση του 20ού αιώνα διαπλέκεται με τις ίδιες τις εμπειρίες του ιστορικού. Υπό την οπτική αυτή, οι σελίδες για τη μεταπολίτευση συνιστούν ένα πεδίο αποτίμησης της ατομικής και συλλογικής δράσης στην οποία συμμετείχε –και κατά στιγμές πρωταγωνίστησε– ο Αντώνης Λιάκος για ένα νέο ξεκίνημα της ελληνικής κοινωνίας. Η ψύχραιμη αποτίμηση μιας περιόδου που έχει υποφέρει από μεθύστερες ηρωοποιήσεις και ανιστορικές δαιμονοποιήσεις συνιστά την πιο ουσιαστική υπεράσπιση της βασικής, και επαναστατικής της, παρακαταθήκης: του κοινωνικού και πολιτικού εκδημοκρατισμού.
Τέλος, υπάρχει ένα ερωτηματικό. Τον τόπο της φωτογραφίας, το Καρπενήσι, τον ακολουθεί –εντός αγκύλης– ένα ερωτηματικό. Δεν ξέρουμε με σιγουριά που ακριβώς και σε ποια στιγμή μια παρέα από πιτσιρικάδες χρησιμοποίησαν μια κουβέρτα για το δικό τους άλμα στον ουρανό. Υπάρχουν σημεία μέσα στον Ελληνικό 20ό αιώνα που κάπου η ακρίβεια της πληροφορίας χάνεται, ενώ ο κάθε αναγνώστης μπορεί να σταθεί στα δικά του ενδιαφέροντα και να πει «μα αυτό δεν έγινε ακριβώς έτσι». Αυτό σκεφτόμουν όταν για παράδειγμα έφτασα στο σημείο που η Βούλα Πατουλίδου εμφανίζεται να κατέκτησε το χρυσό στην Ατλάντα το 1996 αντί της Βαρκελώνης το 1992! Δεν έχει όμως και τόση μεγάλη σημασία, όσο και αν θα ήταν χρήσιμο να διορθωθούν τέτοιες αβλεψίες σε επόμενη έκδοση. Γιατί τελικά σημασία δεν έχει εκείνη η αφήγηση που θα εξαντλήσει τη δύναμή της στο να προσδιορίσει το επακριβές σημείο και την επακριβή χρονικότητα του ιστορικού γεγονότος, αλλά εκείνη που θα επιμείνει στη χειραφετητική κίνηση, τη δύναμη της στιγμής, την προοπτική των σωμάτων και των βλεμμάτων. Ο Αντώνης Λιάκος δεν έγραψε απλώς ένα καλό βιβλίο ιστορίας. Έγραψε ένα βιβλίο για την ιστορία που έχει σημασία να ειπωθεί.
Κωστής Καρπόζηλος,
ιστορικός και διευθυντής των ΑΣΚΙ